Γράφει ο Νίκος Αλέτρας-Αρτινός
Η πανδημία του covid 19 άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της και στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η AMC (American Multi Cinema), η μεγαλύτερη αλυσίδα κινηματογράφων στον κόσμο (στην Ελλάδα, η Odeon είναι θυγατρική της), έχασε 4,6 δισ. δολάρια κατά τη διάρκεια των lockdown του covid-19. Η Cineworld, η δεύτερη μεγαλύτερη, έχασε 3 δισ. δολάρια. Με τους θεατές να βρίσκονται στα σπίτια τους, τα blockbusters έκαναν πρεμιέρα στις διάφορες πλατφόρμες streaming. Αποτέλεσμα: το γνωστό theatrical window (δηλ. η περίοδος μεταξύ της κυκλοφορίας μιας ταινίας στους κινηματογράφους και της επακόλουθης διαθεσιμότητάς της στο διαδίκτυο μέσω των υπηρεσιών streaming), να έχει αλλοιωθεί πλήρως. Σε πολλά μέρη του κόσμου, οι χώροι ψυχαγωγίας ανοίγουν ξανά, αλλά ορισμένες οικογένειες μάλλον θα καταλήξουν στην απόφαση, ότι η πληρωμή 30 ευρώ ανά οικογένεια (τουλάχιστον!) για να παρακολουθήσουν την τελευταία επιτυχία της Disney, τελικά, είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο ποσό, για τις εποχές που ζούμε. Η άλλη επιλογή, στο σπίτι, είναι σαφώς φθηνότερη και πιο βολική από το να πηγαίνεις στο πλησιέστερο multiplex. Φαίνεται λοιπόν πως, εκ των πραγμάτων, οδεύουμε προς το τέλος της κινηματογραφικής αίθουσας, ως το κύριο μέσο προβολής του κινηματογραφικού έργου. Και είναι προφανές επίσης πως η βιομηχανία του κινηματογράφου, θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τις επιλογές της.
Βέβαια, αυτό αποτελεί μια δυσάρεστη κατάσταση μιας και οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ταυτίσει το σινεμά με την κινηματογραφική αίθουσα. Αυτό το επιβεβαιώνουν και οι ίδιες οι ταινίες, οι οποίες συχνά απεικονίζουν, την κινηματογραφική αίθουσα ως έναν ιερό και ονειρικό χώρο, ένα καταφύγιο με μαγικές ιδιότητες. Μάλιστα, οι αίθουσες προβολής του πρώιμου Χόλιγουντ παρείχαν στον αμερικανικό πληθυσμό φθηνή και κοινόχρηστη ψυχαγωγία (αρκεί να αναφέρουμε τα εισιτήρια της μιας πεντάρας στις αίθουσες της Nickelodeon). Οι θεατές, μπορούσαν να βρουν ζεστασιά και ένα καταφύγιο, ενώ ταυτόχρονα οι ταινίες τούς πρόσφεραν απλόχερα μια ευκαιρία απόδρασης. Αυτό το αίσθημα απόδρασης αποτυπώθηκε-στην κυριολεξία!- στη βωβή ταινία του Buster Keaton Sherlock Jr (1924). Ο ανέκφραστος κωμικός υποδύεται έναν μηχανικό προβολής, που την ώρα της παράστασης, τον παίρνει ο ύπνος και αφήνεται στο όνειρό του να κάνει την υπέρβαση και να μπει στην οθόνη. Ο Γούντι Άλεν χρησιμοποίησε την ίδια ιδέα σχεδόν 60 χρόνια αργότερα στην ωραιότερη ωδή του στον κινηματογράφο, το The Purple Rose of Cairo (1985). Μια δυστυχισμένη παντρεμένη σερβιτόρα που εκστασιάζεται από τα όνειρα της μεγάλης οθόνης, βλέπει τον πρωταγωνιστή του έργου που παρακολουθεί, να βγαίνει από την οθόνη και να την οδηγεί σ’ έναν κόσμο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, η ιεροτελεστία του «πάω σινεμά» ξεκινά από την παιδική ηλικία. Το Cinema Paradiso (1988) του Giuseppe Tornatore αφηγείται την ιστορία ενηλικίωσης του Salvatore Di Vita. Ως μικρό αγόρι στη Σικελία μετά τον πόλεμο, βλέπει το τοπικό σινεμά να έρχεται αντιμέτωπο με τη θρησκευτική λογοκρισία και με μια καταστροφική πυρκαγιά (το φιλμ είναι εξαιρετικά εύφλεκτο υλικό!). Στα παραπάνω προστίθενται και η οικονομική κρίση που διαδέχτηκε τον πόλεμο, η οποία όπως είναι γνωστό, δεν χαρίζεται, ειδικά σε χώρους πολιτισμού, όπως οι κινηματογραφικές αίθουσες. Ο Salvatore επιστρέφει στο χωριό του ως ενήλικας, έχοντας γίνει πλέον διάσημος κινηματογραφικός σκηνοθέτης, και βλέπει το σινεμά που λάτρευε μικρός, έτοιμο να κατεδαφιστεί για να ανοίξει ένας χώρος στάθμευσης. Αυτό βέβαια αντανακλούσε την πραγματικότητα, στην Ιταλία της δεκαετίας του 1980, όταν τέτοιου είδους χώροι, σε όλη τη χώρα, έκλειναν για να γίνουν πάρκινγκ ή σούπερ μάρκετ. Το φαινόμενο αυτό οφειλόταν, εν μέρει, στην έκρηξη της ιδιωτικής τηλεόρασης˙ ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι το 1987 είχε ξεκινήσει τον εμπορικό του ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, διπλασιάζοντας τα διαθέσιμα κανάλια, σε εθνικό επίπεδο. Πολλοί Ιταλοί, προτίμησαν να μείνουν σπίτι τους παρά να πάνε σινεμά. Ομοίως, στο The Last Picture Show (1971)του Peter Bogdonavich, το κλείσιμο του κινηματογράφου φανέρωνε την παρακμή και την ένδεια που άρχισε να επικρατεί στην περιοχή του Τέξας, που διαδραματιζόταν η ιστορία της ταινίας. Το Cinema Paradiso τελειώνει με τον Salvatore να παρακολουθεί συγκινημένος μια συρραφή όλων των ρομαντικών κινηματογραφικών φιλιών, που ο τοπικός ιερέας είχε απαγορεύσει. Η σκηνή είναι εμβληματική πλέον και στην ουσία επικυρώνει και νομιμοποιεί τον γάμο του κινηματογράφου με το σεξ.
Για τους νέους σε όλο τον κόσμο, το σινεμά ήταν μια επιλογή για ραντεβού. Βέβαια τα ραντεβού στις αίθουσες, έτσι όπως παρουσιάζονται στις ταινίες, ή είναι αλλόκοτα ή σπάνια τελειώνουν καλά. Τι να σκεφτεί κανείς για το ραντεβού ανάμεσα στην ανήλικη Betsy και στον διαταραγμένο ταξιτζή Travis, μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα που παίζει πορνό, στην ταινία του Martin Scorsese Taxi Driver (1976); Στο Roma (2018) του Alfonso Quaron, ο φίλος της Cleo την εγκαταλείπει, μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα στην Πόλη του Μεξικού, ενώ παρακολουθούν το La Grande Vadrouille (1966). Στο La La Land (2016), η Mia και ο Sebastian, ενώ παρακολουθούν το θρυλικό Rebel Without a Cause (1955) και ετοιμάζονται να ανταλλάξουν ένα ιδιαίτερα ερωτικό φιλί, η προβολή διακόπτεται βίαια (όπως και το φιλί τους!), καθώς στην οθόνη απέναντί τους το πολυκαιρισμένο φιλμ διαλύεται σε «φουσκάλες».
Τα «ραντεβού της αίθουσας» κρύβουν έναν ρομαντισμό και μια νοσταλγία που συνδέει άμεσα την ιεροτελεστία του «πάω σινεμά» με το ίδιο το σινεμά. Τι γίνεται όμως όταν ο τρόμος του θρίλερ έρχεται πραγματικά μέσα στην ίδια την κινηματογραφική αίθουσα, επισκεπτόμενος με θανάσιμο τρόπο τους ευάλωτους και εκτεθειμένους θεατές; Στο The Blob (1958), η κολλώδης μάζα διακόπτει την μεταμεσονύχτια προβολή και – έχοντας ήδη σκοτώσει τον μηχανικό προβολής – αναγκάζει το κοινό να φύγει κακήν-κακώς. Στην πρώτη του ταινία, Targets (1968), ο Peter Bogdonavich τοποθέτησε τον ήρωά του, έναν ψυχικά διαταραγμένο βετεράνο του Βιετνάμ, πίσω από την οθόνη ενός drive-in, απ’ όπου πυροβολεί αδιακρίτως τους θεατές μιας ταινίας τρόμου (η ταινία αποτέλεσε την τελευταία δραματική εμφάνιση του Boris Karloff). Ο Joe Dante παρουσίασε τα τερατάκια Gremlins να εισβάλουν σε έναν κινηματογράφο το 1984, ενώ το 1993 ο ίδιος συνέταξε μια εντυπωσιακή ερωτική επιστολή στο ίδιο το σινεμά. Στο Matinee, περιγράφει τις περιπέτειες ενός χολυγουντιανού παραγωγού, ο οποίος προσπαθεί να επινοήσει νέους τρόπους για να τρομάξει τους θεατές. Ο χαρακτήρας της ταινίας, βασίστηκε-εν μέρει-στον William Castle, έναν πρωτοπόρο σκηνοθέτη της δεκαετίας του ’60 που, στην προσπάθειά του να πείσει το κοινό να εγκαταλείψει την τηλεόραση και να επιστρέψει στο σινεμά, χρησιμοποίησε μηχανισμούς δόνησης στα καθίσματα, όπως και πλαστικούς σκελετούς, για να δημιουργήσει έτσι μια πιο διαδραστική εμπειρία στους θεατές της κινηματογραφικής αίθουσας.
Στα πιο πρόσφατα παραδείγματα, το Once Upon a Time in Hollywood (2019) του Quentin Tarantino αποτέλεσε την απόλυτη σινεφιλική φαντασία. Υποδυόμενη την Sharon Tate, η Margot Robbie βρίσκεται στον κινηματογράφο Fox Bruin στο Λος Άντζελες, παρακολουθώντας την πραγματική Sharon Tate στο The Wrecking Crew (1968). Η Tate απολαμβάνει όχι μόνο να βλέπει τον εαυτό της στη μεγάλη οθόνη, αλλά και να παρακολουθεί τις αντιδράσεις του κοινού στην ερμηνεία της. Η σινεφιλία του Tarantino αποτελεί χαρακτηριστικό των δημιουργιών του. Στο Inglourious Basterds (2009), η Αντίσταση χρησιμοποιεί μια κινηματογραφική αίθουσα για να παγιδεύσει και να σκοτώσει τον Αδόλφο Χίτλερ. Τα παραπάνω παραδείγματα καταδεικνύουν ότι η αίθουσα και το «πάω σινεμά» ως κοινωνική δραστηριότητα μπορεί να διαμορφώσει και να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων. Η αίθουσα, μέχρι τώρα αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος του σινεμά. Είμαι περίεργος πως θα είναι η εξέλιξη για τις κινηματογραφικές αίθουσες στο πολύ κοντινό μέλλον, για το οποίο εγώ προσωπικά δεν είμαι αισιόδοξος.