“Τζότζο”: Η οργή της σάτιρας για τη ναζιστική κουλτούρα…

Ο κόσμος ενός μοναχικού αγοριού από τη Γερμανία (ο Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις στο ρόλο του Τζότζο) αντιστρέφεται, όταν ανακαλύπτει ότι η διαζευγμένη μητέρα του (Σκάρλετ Γιόχανσον) κρύβει ένα νεαρό Εβραίο κορίτσι (Τόμασιν ΜακΚένζι) στη σοφίτα τους. Με μοναδική βοήθεια από τον χαζούλη φανταστικό του φίλο, Αδόλφο Χίτλερ (Τάικα Γουαϊτίτι), ο Τζότζο θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον τυφλό φανατισμό του.

Η ταινία Τζότζο προσφέρει μια παιδική ματιά πάνω σε μια κοινωνία που έχει φτάσει στα πρόθυρα της τρέλας με την ανεκτικότητα. Λαμβάνοντας υπόψιν την εβραϊκή του καταγωγή και τις εμπειρίες του γύρω από την προκατάληψη, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τάικα Γουαϊτίτι (Όσα Κάνουμε στις Σκιές, Κυνήγι Ανθρώπων) κάνει μια δήλωση ενάντια στο μίσος με αυτή την κατάμαυρη σάτιρα για τη ναζιστική κουλτούρα. Ο Γουαϊτίτι προσεγγίζει μια τρομακτική πλευρά της ιστορίας με απόλυτη σοβαρότητα και ευπρέπεια – αυτή ενός αγοριού που έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου για την απόλυτη αφοσίωσή του στον Χίτλερ, όπως γίνονταν σε πολλούς εκείνη την περίοδο. Διατηρώντας μια ισορροπία, ο Γουαϊτίτι αναμειγνύει την οργή της σάτιρας με μια επίμονη αίσθηση ελπίδας, τα οποία μπορούν να νικήσουν τον τυφλό φανατισμό και το μίσος. Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα «CagingSkies» της Κριστίν Λέουνενς, που εκδόθηκε το 2004. Ενώ η ταινία είναι μια κωμική αλληγορία για το κόστος τού να αφήνεις κάθε είδους φανατισμό να επικρατεί είτε στο σπίτι σου είτε στο έθνος, ο Τζότζο βιώνει αυτό το ταξίδι ως μια πορεία προς την ενηλικίωση. Βρίσκοντας το κουράγιο να διευρύνει το μυαλό του και τους ορίζοντές του, ανακαλύπτει τη δύναμη της αγάπης που ανοίγει νέα μονοπάτια.

Ο Γουαϊτίτι λέει πως η ελπίδα του για την ταινία είναι ανέκαθεν μια απλή και ασταμάτητη αναστάτωση. Ήθελε να θέσει τη δική του ζώνη ασφάλειας, όπως και τις αντιλήψεις για τις ιστορίες από την εποχή των Ναζί που είναι ξεπερασμένες, πόσο μάλλον αντιλήψεις που γίνονται μάθημα για τη σημερινή εποχή, μιας και είναι τόσο κρίσιμες. Με τον εθνικισμό, τον αντισημιτισμό και άλλες μορφές θρησκευτικής και ρατσιστικής ανεκτικότητας να παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση, οι ανάγκες για την προσοχή και ενημέρωση του κόσμου ήταν πολύ μεγάλες. «Ήξερα από την αρχή πως δεν ήθελα να κάνω ένα απλό δράμα για το μίσος και την προκατάληψη, ακριβώς επειδή είμαστε πια συνηθισμένοι σε αυτού του είδους τα δράματα», εξηγεί ο Γουαϊτίτι. «Όταν κάτι μοιάζει πολύ εύκολο, θέλω να φέρνω το χάος σε αυτό. Πάντα πίστευα πως η κωμωδία είναι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις το κοινό να αισθάνεται άνετα».

Δημιουργώντας την ταινία

Έχουν υπάρξει παρωδίες με θέμα τους Ναζί ήδη από τη δεκαετία του ’40, τότε που ήταν ακόμα παγκόσμια απειλή. Η αρχή έγινε από τον Τσάρλι Τσάπλιν (Ο Μεγάλος Δικτάτορας), τον Ερνστ Λιούμπιτς (Να Ζει Κανείς ή να μη Ζει) και τον Μελ Μπρουκς (Δυο Τρελοί Παραγωγοί) φτάνοντας μέχρι τον Τζον Μπούρμαν (Ελπίδα και Δόξα), τον Ρομπέρτο Μπενίνι (Η Ζωή είναι Ωραία) και τον Κουέντιν Ταραντίνο (Άδωξοι Μπάσταρδοι). Συχνά τέτοιου είδους ταινίες θεωρούνταν αμφιλεγόμενες. Ωστόσο, κατάφεραν να κερδίσουν την προσοχή του κοινού και μέσα στα χρόνια πήραν την αξία που τους άξιζε. Με λίγα λόγια, ακόμα και η πιο βλάσφημη σάτιρα μπορεί να γίνει η απαρχή για μια πολυεπίπεδη ανθρωπιστική αφήγηση. Όπως δηλώνει ο Γουαϊτίτι, «το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία πήγαινε περισσότερο κοντά στο δράμα, παρόλο που είχε μερικά κωμικά στοιχεία. Όμως, θεώρησα πως αν ανακατευόμουν με αυτό το project, θα έπρεπε να το ενισχύσω με στοιχεία της προσωπικότητάς μου. Το στυλ μου, δηλαδή, περιέχει φανταστικά στοιχεία και προφανώς άφθονο χιούμορ, κάτι σαν ένας χορός ανάμεσα στο δράμα και τη σάτιρα».

Ο ίδιος ο δημιουργός της ταινίας είχε βιώσει την προκατάληψη στο παρελθόν, κάτι το οποίο τον βοήθησε στην ταινία. «Έχω ζήσει στιγμές ρατσιστικής αντιμετώπισης κυρίως εξαιτίας του χρώματος του δέρματός μου», εξηγεί ο ίδιος. «Παραδοσιακά στη Νέα Ζηλανδία, υπήρχε προκατάληψη ενάντια σε όσους κατάγονταν από τη φυλή των Μαορί. Το έζησα και κατάφερα κατά κάποια έννοια να το ξεπεράσω. Αυτά όλα μπορώ πλέον να τα περάσω εύκολα στην κωμωδία. Γι’ αυτό το λόγο νιώθω πολύ άνετα να κάνω πλάκα στους ανθρώπους που πιστεύουν πως είναι έξυπνο να μισούν κάποιον για αυτό το οποίο είναι». Σημαντικό για τον σκηνοθέτη ήταν ο τρόπος που θα απεικόνιζε τους Ναζί μέσα στην ταινία. Πέρα από το προφανές γι’ αυτόν –να τους παρουσιάσει με χλευαστικό τρόπο -, τους έδωσε και ανθρώπινα χαρακτηριστικά, κάτι που τους εξισώνει με τους υπόλοιπους ανθρώπους. «Ήταν σημαντικό για μένα να κάνω τον Τζότζο να δείχνει ένα 10χρονο αγόρι που ουσιαστικά δεν γνωρίζει τίποτα για τον κόσμο μας», εξηγεί ο Γουαϊτίτι. «Του αρέσει βασικά που ντύνεται με μια φόρμα και γίνεται απλά αποδεκτός. Έτσι ακριβώς συνήθιζαν να συμπεριφέρονται οι Ναζί στα παιδιά, να τους δείχνουν πώς πρέπει να γίνεται κάτι δίχως να είναι σε θέση να σκεφτούν για αυτό. Οπότε τους έλεγαν πως αυτό πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο και τα παιδιά το δέχονταν». Ο Γουαϊτίτι προσπαθούσε να βρει για το κοινό ένα λόγο για να εναρμονιστεί με τον Τζότζο και τον κόσμο του. «Ένας τρόπος ήταν να δείξω πως πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα τρομαγμένο και ασήμαντο αγόρι σε γενικό πλαίσιο έχοντας μεγάλα όνειρα, όπως όλα τα παιδιά». Επιπλέον, τοποθέτησε την σχέση μητέρας- αγοριού στον πυρήνα της ταινίας. Σε αντίθεση με τον Τζότζο, η μητέρα του, Ρόζι, βλέπει ξεκάθαρα τον ύπουλο κόσμο που χτίζει ο Χίτλερ και αυτό που κάνει είναι να βοηθήσει.

Διαβάστε   Πρεμιέρα για το βραβευμένο φιλμ "Lines" του Βασίλη Μαζωμένου

Αν και η ταινία κάνει σαφή χρήση μερικών αναχρονισμών, ο ίδιος ο δημιουργός έκατσε και έμαθε πολλά για την ιστορική αυτή περίοδο, διαβάζοντας βιβλία και παρακολουθώντας ντοκιμαντέρ. «Διάβασα αρκετά για τον ψυχισμό των Γερμανών πριν τον πόλεμο και για το πώς είναι δυνατόν να καθοδηγείς μια ολόκληρη χώρα, πώς γίνεται να καρτερείς την απόγνωση ενός λαού ύστερα από κατάθλιψη. Είδα μερικά ντοκιμαντέρ για να έχω μια ιδέα πώς ήταν τα πράγματα. Ήθελα να είμαι ακριβής και να πειραματιστώ μόνο με τη μουσική, τη χρωματική παλέτα και τη γλώσσα».

Ο Γουαϊτίτι συμπληρώνει: «Νιώθω πως καταλαβαίνω απόλυτα ταινίες σαν τον Μεγάλο Δικτάτορα του Τσάπλιν, που διακωμωδεί την τότε κατάσταση και ταυτόχρονα προσπαθεί να δείξει πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Είναι μια προειδοποίηση πως ο Χίτλερ ήταν πολύ πρόσφατος σύμφωνα με τους όρους της ιστορίας της ανθρωπότητας, και θα πρέπει να συνεχίσουμε να μιλάμε για αυτά τα πράγματα, διότι οι παράγοντες που το προκάλεσαν δεν πρόκειται να φύγουν τόσο απλά».

Στη Γερμανία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Όπως η ιστορία, έτσι και ο σχεδιασμός του Τζότζο μοιάζει να προέρχεται από την προσωπική ματιά ενός 10χρονου παιδιού, ένας σχεδιασμός από πλούσια χρώματα, ακόμα και μέσα στην καταπιεστική και καταστροφική φύση της ναζιστικής Γερμανίας. «Σε πολλές ταινίες με θέμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλοι ντύνονται με καφέ και γκρι ρούχα. Αυτό μοιάζει ξεπερασμένο και θλιβερό. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν τότε στη μόδα σχέδια και ρούχα με πλούσια χρώματα. Δεν θέλαμε να το κάνουμε υπερβολικά υπερρεαλιστικό, αλλά θέλαμε να αναδείξουμε όλα αυτά τα χρώματα και την ενέργεια που πήγαζε από αυτά», λέει ο Γουαϊτίτι. Για τη δημιουργία αυτού του κόσμου, ο Γουαϊτίτι μάζεψε μια απόλυτα εξειδικευμένη ομάδα γύρω του. Την ομάδα αυτή απαρτίζουν ο διευθυντής φωτογραφίας Μιχάι Μαλαϊμάρε Τζ. (Tetro, The Master), ο υπεύθυνος σχεδιασμού παραγωγής Ρα Βίνσεντ (Όσα Κάνουμε στις Σκιές, Thor: Ragnarok) και η σχεδιάστρια κοστουμιών Μέιγιες Ρούμπεο (Apocalypto, Avatar). Ο Μαλαϊμάρε επισημαίνει πως πρόσφατα ανακάλυψε έγχρωμο υλικό από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο άλλαξε την άποψη του για μια εποχή που ο περισσότερος κόσμος έχει συνδυάσει με το ασπρόμαυρο. Βλέποντας τον τότε κόσμο στο έγχρωμο αυτό υλικό, ο Μαλαϊμάρε συνειδητοποίησε πως μπορούν να δώσουν μια νέα διάσταση στην ταινία. «Μπορεί να φαίνεται λίγο παράξενο για το κοινό επειδή το έχει συνηθίσει αλλιώς, αλλά πιστεύω ότι με το χρώμα μπορείς να κάνεις κάτι πιο αληθινό απ’ ότι με το ασπρόμαυρο». Ο Μαλαϊμάρε χρησιμοποίησε ως πηγή έμπνευσης πολλές φωτογραφίες παιδιών εκείνης της περιόδου. Οι περισσότερες από αυτές τις φωτογραφίες ανήκαν στον Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, ιδρυτή της MagnumPhotos.

Διαβάστε   "Και Μετά Χορέψαμε": Μια ταινία για την παράδοση, την κουλτούρα και την απόκλιση από τους κανόνες

Η παραγωγή κατευθύνθηκε σε δυο μικρές πόλεις της Τσεχίας –Žatec και Úštěk- για να «χτίσει» την φανταστική πόλη Φάλκενχαϊμ. Στις περιοχές αυτές δεν υπήρξαν βομβαρδισμοί, και έτσι πολλά σημεία παραμένουν ίδια από εκείνη την περίοδο. Ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας δηλώνει πως η Τσεχία είναι ιδανικός τόπος για να γυριστεί μια ταινία. «Πολύ συχνά σε ταινίες εποχής προσπαθείς να κρύψεις πινακίδες του μοντέρνου κόσμου με διάφορες γωνίες λήψης και με τον φωτισμό. Εδώ, όλα έμοιαζαν αυθεντικά και μας έδωσαν πολλές δυνατότητες. Δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις πως βρίσκεσαι στον 21ο αιώνα», λέει ο ίδιος. Επίσης, πολλά από τα εσωτερικά γυρίσματα έγιναν στα στούντιο Barrandov της Πράγας. Όσο τα γεγονότα στην ταινία τείνουν να γίνονται πιο σκοτεινά, άλλο τόσο γίνονται τα χρώματα. Ο Ρα Βίνσεντ το εξηγεί: «Για τις χαρούμενες στιγμές στην ταινία χρησιμοποιήσαμε μια ποικίλη παλέτα από υπερκορεσμένα χρώματα. Έπειτα, τα αφαιρούμε όταν το δραματικό στοιχείο γίνεται πιο έντονο. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου διαδραματίζεται το φθινόπωρο, και έτσι είχαμε την ευκαιρία να προσθέσουμε πράσινο με μερικά ωραία κόκκινα, πορτοκαλί και ροζ χρώματα στις σκηνές του δρόμου».

Πολεμικές ενδυμασίες

Ο Βίνσεντ είχε στενή συνεργασία με τη σχεδιάστρια κοστουμιών Μέιγιες Ρούμπεο για ένα σωστό οπτικό αποτέλεσμα. Ο Γουαϊτίτι είχε παρατηρήσει μέσα από την έρευνά του ότι οι άνθρωποι έτειναν να ντύνονται πιο επίσημα τότε σε σχέση με σήμερα. «Προς το τέλος του πολέμου, οι άνθρωποι πίστευαν πως κάθε μέρα που περνούσε μπορεί να ήταν η τελευταία τους, και γι’ αυτό φορούσαν τα καλύτερά τους ρούχα. Αν ήταν να πεθάνουν, ήθελαν να δείχνουν όμορφοι και ωραίοι». Ο σκηνοθέτης ζήτησε από την Ρούμπεο να δημιουργήσει το look της ταινίας σαν μια απροσδόκητη ματιά με μπόλικα στοιχεία της παιδικής ηλικίας. «Ο Τάικα μου έλεγε πως θέλει έναν κόσμο του πολέμου που δεν έχει υπάρξει ξανά», λέει η Ρούμπεο. «Πιστεύω πως ο Τάικα βασίστηκε πολύ στους δημιουργούς του Ιταλικού Νεορεαλισμού της δεκαετίας του ’40 στο στυλ, μόνο που εδώ έχουμε χρώμα αντί ασπρόμαυρο. Όπως φυσικά έχουμε και εναλλαγή στις διαθέσεις, δηλαδή από τις χαρούμενες στιγμές πάμε πολύ γρήγορα στις δραματικές εντάσεις». Η Ρούμπεο πέρασε πολλές ώρες με τον σκηνοθέτη για να καταλήξουν στις τελικές επιλογές της ταινίας. «Ο Τάικα λατρεύει να επικοινωνεί τις σκέψεις του για την ταινία, πράγμα που μου αρέσει πολύ και εμένα. Όταν φτιάχνεις κάτι που βρίσκεται σε αρμονία με τα υπόλοιπα στοιχεία του έργου, αυτό είναι κάτι φοβερό», λέει η ίδια.

Διαβάστε   "Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι": για να σε γονατίσουν, πρέπει να γονατίσεις...

Μουσικές για πόλεμο

Ο Γουαϊτίτι και ο μοντέρ της ταινίας Τομ Ιγκλς (Κυνήγι Ανθρώπων) δούλεψαν στενά με τον Μάικλ Τζιακίνο (Δύσκολες Ώρες στο Ελ Ροαγιάλ, Ο Ρατατούης), ο οποίος συνέθετε τη μουσική την ίδια στιγμή που γίνονταν το μοντάζ της ταινίας. «Υπήρξα ανέκαθεν οπαδός της μουσικής του Μάικλ με ιδιαίτερη αγάπη για το soundtrack που συνέθεσε για το Ψηλά στον Ουρανό. Χαίρομαι πολύ για αυτή μας την συνεργασία», λέει ο σκηνοθέτης. Ο ίδιος ο Τζιακίνο δηλώνει πως η μουσική που έγραψε για το Τζότζο είναι η αγαπημένη του από τις δικές του δουλειές μέχρι σήμερα. «Είμαι περήφανος που είμαι κομμάτι μιας ταινίας που δεν φοβάται να πει την αλήθεια και σίγουρα θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και θα συζητηθεί πολύ» ,δηλώνει ο Τζιακίνο. «Η μουσική του Μάικλ πήγε την ταινία σε άλλο επίπεδο, αύξησε καταλυτικά την συναισθηματική απήχηση και έδεσε μεταξύ τους μερικά πανέμορφα μουσικά θέματα», υποστηρίζει ο Γουαϊτίτι. «Χαίρομαι πολύ που δούλεψα μαζί του, ήταν μια απίθανη συνεργασία».

Ο Τζιακίνο εξηγεί ότι ο Γουαϊτίτι δεν ήθελε μια κωμική μουσική επειδή από μόνη της η ταινία το διέθετε αυτό το στοιχείο. «Η έμπνευσή μου για την μουσική της ταινίας ήταν η αλλαγή της άποψης του Τζότζο για τον κόσμο», λέει ο ίδιος. «Το μεγαλύτερο μέρος των συνθέσεων πηγάζει από τα συναισθήματα του Τζότζο και η βασική μελωδία υπάρχει σε όλη την διάρκεια της ταινίας, αλλά παίζεται με διαφορετικό τρόπο». Ο Γουαϊτίτι συνοψίζει: «Νομίζω πως τώρα είναι η κατάλληλή στιγμή να πούμε αυτή την ιστορία… διότι είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις που δεν πρέπει να αργήσεις για να πεις την ιστορία»

 

Τζότζο (Jojo Rabbit)

Σκηνοθεσία: Τάικα Γουαϊτίτι

Ηθοποιοί: Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις, Τόμασιν ΜακΚένζι, Τάικα Γουαϊτίτι, Ρέμπελ Γουίλσον, Στίβεν Μέρτσαντ, Άλφι Άλλεν, Σαμ Ρόκγουελ, Σκάρλετ Γιόχανσον

Διάρκεια: 108′

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους την Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2019