Του Δημήτρη Αλέτρα
Στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου και στο μέσο μιας περιοδείας στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, ο ιστορικός κινηματογράφος Hydn Kino της Βιέννης φιλοξένησε την προβολή του Myth Of Man, της τελευταίας δημιουργίας του Jamin Winans. Γνωστό για τη ζεστή και φιλική του ατμόσφαιρα, το σινεμά αποτέλεσε την ιδανική τοποθεσία για την ειδική αυτή προβολή, καθώς συγκέντρωσε ένα σημαντικό πλήθος σινεφίλ από όλες τις γειτονικές χώρες. Οι λάτρεις του ανεξάρτητου κινηματογράφου, και φανς του ίδιου του σκηνοθέτη, παρεβρέθηκαν για να γιορτάσουν το έργο ενός δημιουργού που πάντα κατάφερνε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στο κοινό. Περισσότερο από την απλή προβολή της ταινίας, και χάρη στην παρουσία του cast (πολλοί εκ των οποίων Αυστριακής καταγωγής), το πολλά υποσχόμενο γεγονός έδωσε μια ευκαιρία στο κοινό να συνδεθεί με τις δημιουργικές δυνάμεις που συνέβαλαν στην παραγωγή.
Το ζευγάρι συντρόφων στην πραγματική ζωή και συνεργατών στον κινηματογράφο, Jamin και Kiowa Winans, έχουν χαράξει μια αξιοσημείωτη διαδρομή στο σύμπαν του ανεξάρτητου κινηματογράφου, ακολουθώντας μια τολμηρή προσέγγιση στην παραγωγή ταινιών. Έγιναν αρκετά δημοφιλείς κάπως απροσδόκητα, όταν το 2009 η ταινία τους, Ink, σημείωσε ρεκόρ παράνομων downloads μέσα από το γνωστό PirateBay, με αποτέλεσμα να βρει ένα αφοσιωμένο κοινό εκτός των συμβατικών καναλιών διανομής και μάρκετινγκ. Οι κινηματογραφιστές επέλεξαν να μην περιορίσουν την πρόσβαση του κοινού στο έργο τους, έστω και πειρατικά, σημειώνοντας παρόλα αυτά ότι κάθε μικρή οικονομική συνεισφορά στην ευχέρεια του καθενός θα ήταν χρήσιμη. Το κοινό ανταποκρίθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό, μια κίνηση που αφενός αμφισβήτησε τις νόρμες της βιομηχανίας κι αφετέρου υπογράμμισε τη δύναμη των ψηφιακών πλατφορμών στην εκδημοκράτιση και διευκόλυνση της πρόσβασης στην τέχνη. Η δυνατότητα των Winans να διανείμουν οι ίδιοι το έργο τους και να συνδέονται απευθείας με το κοινό τους υπήρξε ρηξικέλευθη, και προετοίμασε το έδαφος για την επόμενη ταινία τους, The Frame (2014). Το success story αυτό αποτελεί μια μαρτυρία στην ιδέα ότι η καινοτομία και η επιμονή μπορούν να έχουν τεράστιο αντίκτυπο στη σημερινή ψηφιακή εποχή, ακόμα κι αν κανείς εργάζεται με πολύ μικρό μπάτζετ, εκτός των mainstream κυκλωμάτων.
Με το Myth Of Man, την τελευταία τους ταινία, η φιλοδοξία και το σύμπαν του κινηματογραφικού δημιουργήματός τους κάνει ένα τεράστιο άλμα. Οι Winans φαίνεται πλέον να παραδίδουν ένα έργο που αποτελεί τη δική τους 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος, καθώς τα όρια του κόσμου τους πλέον έχουν επεκταθεί όσο ποτέ. Η ταινία απεικονίζει μια κοινωνία σε απροσδιόριστο χρόνο και τόπο· λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα στο παρελθόν και το μέλλον του ανθρώπινου πολιτισμού, σε όλα τα πλάτη και μήκη του κόσμου. Σ’ αυτό συμβάλλει σημαντικά το ότι η αισθητική διαμορφώνεται τόσο από στοιχεία που παραπέμπουν στα γνωστά νουάρ της δεκαετίας του ’40, όσο και από φουτουριστικές steampunk λεπτομέρειες.
Η υπόθεση ακολουθεί την κωφάλαλη Έλλα στην προσπάθειά της να αποκρυπτογραφήσει ένα μήνυμα που θεωρεί ότι της έστειλε ο Δημιουργός της, και να επικοινωνήσει μαζί του, βασιζόμενη σ’ ένα τοπικό θρύλο. Στο σύμπαν του Myth Of Man, κάθε άνθρωπος έχει ένα δικό του εγγενή “ήχο”, που είναι η φυσική εκδήλωση της ψυχής του. Η αισιόδοξη Έλλα αποκτά το χάρισμα να “βλέπει” την ουσία, το ιδιαίτερο τραγούδι του κάθε ανθρώπου κοντά της, και αναζητά εκείνα ακριβώς τα άτομα που πιστεύει ότι θα ξεκλειδώσουν τη σύνδεση που επιθυμεί, τόσο σ’ ένα ανθρώπινο όσο και σ’ ένα πνευματικό επίπεδο. Στον κόσμο αυτό, όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει άγγελοι, ικανοί για το Καλό, αρκεί να μην απαρνηθούν αυτή την ιδιαίτερη φύση τους και να προσπαθούν πάντα να ακούν τη μουσική των δίπλα τους.
Οι Winans, συνδυάζοντας όπως πάντα το φαντασιακό στοιχείο με την εξερεύνηση της ανθρωπιάς, παρασέρνουν το κοινό σ’ ένα ταξίδι πίστης, πνευματικότητας, απώλειας κι εξύψωσης. Η αδυναμία της πρωταγωνίστριας στην αντίληψη του ήχου οδηγεί στην παντελή απουσία διαλόγου στην ταινία. Ως βωβή ταινία, την έχουν χαρακτηρίσει οι πρώτες αντιδράσεις χρηστών στο διαδίκτυο. Κατ’ επέκταση, κυρίαρχο -κι όχι απλώς υποστηρικτικό- ρόλο αποκτά η μουσική επένδυση από τον ίδιο τον Winans, που εκτελείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Μοιάζει με μια μουσική συμφωνία που αποκτά τη δική της φωνή, εκείνη που δεν έχει η Έλλα, και δίνει την οπτική αυτής. Η σύνθεση της μουσικής υπόκρουσης πολλές φορές προηγήθηκε της συγγραφής του σεναρίου, και ήταν εκείνη που υπαγόρευσε πολλά από τα υπόλοιπα στοιχεία της ανάπτυξης των χαρακτήρων.
Οι συντελεστές της ταινίας (Α-Δ): Martin Angerbauer, Kiowa Winans, Laura Rauch, Jamin Winans, Anthony Nuccio
Μετά το τέλος της προβολής, οι Winans είχαν την ευγένεια να μάς αφιερώσουν κάποιο χρόνο για μια αποκλειστική συνέντευξη. Προηγήθηκε ένας σύντομος περίπατος στη βραδινή Βιέννη, με κύρια θέματα συζήτησης αγαπημένους σκηνοθέτες ταινιών τρόμου, τη δύναμη της μουσικής στο σινεμά, αλλά και αγαπημένα μουσικά ακούσματα γενικότερα – τα παλιά μπλουζ των 20s/30s, την ηλεκτρονική μουσική, την ιδιοφυία των Trent Reznor και Atticus Ross και φυσικά τις αξεπέραστες φωνητικές ικανότητες του Chris Cornell. Τελικά, βρεθήκαμε σε μια καλά κρυμμένη pub, πίσω από μια μικρή πέτρινη αψίδα, απ’ όπου θα περίμενε κανείς να βγει ο χαρακτήρας του Orson Welles από το The Third Man. Εκεί, ακολούθησε μια εστιασμένη συζήτηση για το δημιουργικό ταξίδι του Jamin και της Kiowa Winans και τον ανεξάρτητο κινηματογράφο.
Στην ταινία δεν υπάρχει καθόλου διάλογος, καθώς η οπτική μοιάζει να ταυτίζεται με εκείνη της κωφάλαλης πρωταγωνίστριας. Αυτό ήταν συνειδητή απόφαση από τη σύλληψη της ιδέας και που υπαγόρευσε την ανάπτυξη του σεναρίου αναλόγως, ή προέκυψε στην πορεία;
J.W: Ο χαρακτήρας εξαρχής ήταν γραμμένος με αυτό τον τρόπο, ωστόσο δεν είμαι σίγουρος ακριβώς από πού προήλθε αυτή η ιδέα. Στην αρχή, δεν είχαμε αποφασίσει ότι αυτή θα είναι μια ταινία χωρίς διαλόγους, όμως έβρισκα ενδιαφέρουσα τη σκέψη ότι κάποιος δεν μπορεί να επικοινωνήσει με λέξεις, και αυτό οδήγησε στην ιδέα να υπάρχει ένας χαρακτήρας που έπρεπε να επικοινωνεί χρησιμοποιώντας εικόνες αντί του λόγου. Κι έτσι, η απορία που προέκυψε τότε ήταν, “Ποια είναι η αιτία που χαρακτήρας αυτός όμως δεν μπορούσε να επικοινωνήσει;”, οπότε στο μυαλό μου ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας πήρε τη μορφή της κωφάλαλης Έλλα. Εκτός αυτού, βέβαια, περάσαμε πολύ χρόνο δουλεύοντας σ’ ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα που βοηθούσε παιδιά με ειδικές ανάγκες, κι αυτό σίγουρα υπήρξε πηγή έμπνευσης. Το να βλέπεις δηλαδή κάποιον να χρησιμοποιεί ένα -εκ πρώτης όψεως – έλλειμμα ως το δυνατό του σημείο.
Έχετε αναφέρει ότι σας αρέσουν οι παλιές κλασικές βωβές ταινίες, και το Myth Of Man κατέληξε να είναι μια ταινία χωρίς διάλογο, με μουσική υπόκρουση καθ’ όλη τη διάρκειά της. Με αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προβολή έμοιαζε με προβολή βωβής ταινίας, όπου κάποιος ταυτόχρονα έπαιζε ζωντανή μουσική στην αίθουσα, όπως συνέβαινε άλλωστε εκείνη την εποχή.
J.W: Αυτό είναι ενδιαφέρον, γιατί όντως κατέληξε κάπως έτσι! Η μουσική είχε γραφτεί εκ των προτέρων, οπότε υποθέτω θα μπορούσες να πεις ότι κατά κάποιο τρόπο εκτελούταν ζωντανά, κατά τη συγγραφή του σεναρίου.
Οι ταινίες σας έως τώρα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως φιλμ “επιστημονικής φαντασίας”, με την ιδιαίτερη σημείωση πως συνδυάζουν μοναδικά το φαντασιακό και ονειρικό στοιχείο με θεμελιώδη συναισθήματα που διέπουν την ανθρώπινη εμπειρία. Τι είναι αυτό που σας ελκύει στο συγκεκριμένο είδος; Κατά την ανάπτυξη της ταινίας, λαμβάνετε υπόψη συνειδητά τις συμβάσεις των ειδών fantasy και sci-fi, ή εργάζεστε περισσότερο διαισθητικά, και απλά το φιλμ καταλήγει στη μορφή αυτή;
J.W: Χμμ… αναρωτιέμαι πόσο συνειδητά το σκέφτομαι αυτό. Η αλήθεια είναι πως το μυαλό μου διαρκώς βρίσκεται μέσα στα είδη αυτά, χωρίς ωστόσο να προσπαθώ να ακολουθήσω κάποιου είδους συμβάσεις. Απλώς ξέρω ότι αν έχω αυτή την ελευθερία, μπορώ ως δημιουργός να κάνω ό,τι θέλω. Σε αντίθετη περίπτωση, αν ήμουν “κολλημένος” στην Αμερική του σήμερα, θα ένιωθα περιορισμένος και πως δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα που υπό άλλες συνθήκες θα ήθελα. Συνήθως προχωρώ ξέροντας πως μάλλον θα καταλήξουμε σε επιστημονική φαντασία, αλλά δεν προσπαθώ κατ’ ανάγκη να ταιριάξω σε μια ”συνταγή” του είδους. Απλώς ξέρω ότι το σύμπαν της ταινίας θα είναι απεριόριστα μεγάλο, και μπορώ να επεκταθώ μέσα σ’ αυτό τον κόσμο.
Εξαιρώντας το ντοκιμαντέρ Childhood 2.0 (2020), η προηγούμενη ταινία μυθοπλασίας σας ήταν το The Frame, μια δεκαετία νωρίτερα. Και πλέον ο κόσμος της ταινίας μοιάζει να έχει επεκταθεί, η φιλοδοξία του οράματος να είναι πιο έντονη. Είναι γνωστό ότι ακολουθείτε μια ανεξάρτητη και πιο DIY προσέγγιση, φτάνοντας να έχετε δημιουργήσει μόνοι σας λειτουργικότητα σε Flash στο παρελθόν για να αυτοματοποιήσετε μέρος του φόρτου εργασίας. Δεδομένου του ότι εργάζεστε με αρκετά περιορισμένο μπάτζετ, κι ότι στο Myth Of Man η κλίμακα του εγχειρήματος φαίνεται να έχει αυξηθεί σημαντικά με την πληθώρα και τον πλούτο κοστουμιών, ήταν μεγαλύτερη πρόκληση αυτή τη φορά η διαχείριση των πραγμάτων, κυρίως στην καλλιτεχνική διεύθυνση, και τη διεύθυνση παραγωγής;
K.W: Αυτό θα ακουστεί αρκετά περίεργο, αλλά μου έρχεται στο μυαλό η περίοδος που ζούσαμε στην Ουγγαρία. Είχαμε μάθει κάποια Ουγγρικά, με μεγάλη δυσκολία, γιατί είναι από τις πιο περίεργες και δύσκολες γλώσσες για κάποιον αγγλόφωνο. Όπως είπε ο Jamin, δουλέψαμε πολύ κοντά σε παιδιά, πηγαίναμε σ’ ένα ορφανοτροφείο αρκετές φορές την εβδομάδα για αρκετά χρόνια κι έπρεπε να μάθουμε πώς θα επικοινωνήσουμε μαζί τους. Αποδείχθηκε ότι μια μπάλα ποδοσφαίρου συνήθως αρκεί για να επικοινωνήσεις με παιδιά, αλλά το να μάθουμε τη γλώσσα έμοιαζε αξεπέραστο εμπόδιο. Τους πρώτους μήνες που μέναμε εκεί, δεν καταλάβαινα καμία λέξη, κι ένιωθα ότι δε θα μπορέσω ποτέ να ακούσω τους ανθρώπους, να τους καταλάβω και να επικοινωνήσω μαζί τους. Τελικά όμως, μαθαίνεις κάποια στιγμή μια λέξη, μαθαίνεις και μια δεύτερη. Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι κάθε φορά που καταφέρνεις κάτι πολύ δύσκολο, το επόμενο φαινομενικά δύσκολο πρόβλημα αποδεικνύεται αρκετά ευκολότερο.
Ειδικά στο παράδειγμά σου, όταν πρωτοξεκίνησα να βοηθώ τον Jamin, όταν παντρευτήκαμε, χρειαζόταν μια νέα ιστοσελίδα. Η Flash ήταν ο πιο δημοφιλής τρόπος τότε για να φτιάξεις σελίδες, αλλά ήταν δύσκολη γλώσσα. Το YouTube δεν υπήρχε τη δεδομένη στιγμή, άρα ούτε και video tutorials. Πήγα λοιπόν κι αγόρασα ένα βιβλίο για τη Flash, αυτό είχε μαζί κι ένα CD με ασκήσεις, κι έτσι κατάφερα να το μάθω. Θεέ μου, δείχνουμε την ηλικία μας τώρα (γελώντας)! Οπότε, έμαθα αυτό, και το επόμενο δύσκολο πρόγραμμα με το οποίο ασχολήθηκα ήταν το Logic pro. Εκεί επεξεργάζομαι τον ήχο, κι εν τέλει δεν ήταν καν πολύ δύσκολο. Το Logic έχει κάποιες κοινές βάσεις με τη Flash, υπάρχουν τα layers, οι χρονισμοί, τα keyframes κι άλλα πολλά.
Κάπως έτσι είναι η κατάσταση και με κάθε νέα ταινία. Για παράδειγμα στο Ink, πολλά από τα props τα έφτιαξε ένας φίλος επειδή δεν είχα πολλή εμπιστοσύνη στις δυνατότητές μου πάνω σ’ αυτό τότε. Σταδιακά, απλά αρχίζεις κι αποκτάς περισσότερη αυτοπεποίθηση και σκέφτεσαι με τη γνωστή Αμερικανική λογική “θα το δοκιμάσω, όσο δύσκολο και να είναι”! Κάποιες φορές η αυτοπεποίθηση είναι καλή, κάποιες όχι, αλλά είναι σημαντικό να δοκιμάζεις κάτι, και στη συνέχεια να το βελτιώνεις και να το εμπλουτίζεις διαρκώς. Για παράδειγμα, κανείς απ’ τους δυο μας δεν τα καταφέρνει καλά στο σχέδιο, αλλά δουλεύουμε έως ότου φτάσουμε σε κάτι που μας αρέσει.
Για το Myth Of Man, είχαμε μια σελίδα στο Pinterest για περίπου 10 χρόνια, όπου συγκεντρώναμε ιδέες για την αισθητική της ταινίας, τα χρώματα και τις υφές. Καταλήξαμε σε πολλές κοινές ιδέες, κι αυτές αποτυπώθηκαν για παράδειγμα στα κοστούμια. Απλά συνεχίζεις να εργάζεσαι πάνω σε κάτι μέχρι να το νιώθεις ολοκληρωμένο, μόνο έτσι θα μπορούσα να το περιγράψω. Υποθέτω αυτό είναι η τέχνη, στην τελική. Και φυσικά, σε συγκλονίζει όταν στο τέλος κοιτάς το αποτέλεσμα και συνειδητοποιείς ότι εσύ το δημιούργησες αυτό.
Ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο στο θέμα της διανομής σήμερα, είναι και τα φεστιβάλ κινηματογράφου. Έχετε αναφέρει σε προηγούμενη συνέντευξη ότι πλέον τα φεστιβάλ είναι ένα αυτοσυντηρούμενο σύστημα αστέρων και χαλιών, κι όχι ο χώρος που θα αναδείξει νέα, άγνωστα ταλέντα, όπως τον επόμενο Robert Rodriguez ή Tarantino. Εξακολουθείτε να έχετε την ίδια εικόνα;
J.W: Ναι ναι, μάλιστα πιστεύω αυτό ισχύει τώρα περισσότερο από ποτέ. Πιστεύω οι σταρ ανέκαθεν ήταν από τους καθοριστικούς παράγοντες στις διοργανώσεις, όμως πάντα υπήρχαν άγνωστοι κινηματογραφιστές, ηθοποιοί κλπ που γίνονταν δεκτοί στα φεστιβάλ. Πλέον, θα έλεγα ότι η κύρια κατευθυντήρια δύναμη στα φεστιβάλ αφορά ιδεολογίες, και ένας τεράστιος αριθμός ταινιών που προβάλλονται εκεί πληρούν κάποια συγκεκριμένα κριτήρια αυτού του τύπου. Ξέρεις, ταινίες σχετικές με ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και άλλα θέματα της επικαιρότητας. Παρατηρώ ότι τα φεστιβάλ δείχνουν περισσότερο ενδιαφέρον σ’ αυτή την κατεύθυνση, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για ταινίες είδους. Οπότε, ταινίες σαν τη δική μας, που προσπαθεί απλώς να δείξει την ανθρωπιά και την ομορφιά και αποστασιοποιείται από οποιαδήποτε πιθανή πολιτικοποίηση, τείνουν να μην εμφανίζονται σε φεστιβάλ.
Δεν το λέω σαν παράπονο αυτό, καταλαβαίνω για ποιο λόγο τα φεστιβάλ κάνουν τις επιλογές τους με αυτό τον τρόπο. Σίγουρα, πολλές φορές αντιμετωπίζουν τις ταινίες είδους ως ακαλλιέργητες και χαμηλού καλλιτεχνικού επιπέδου, ή ακόμη αντιλαμβάνονται ότι τέτοιες ταινίες καταλήγουν να βρίσκουν το κοινό τους. Εύλογα λοιπόν, επιλέγουν να δώσουν προσοχή σε ταινίες που ίσως θα το πετύχαιναν πιο δύσκολα. Οπότε, αντιλαμβάνομαι σε κάποιο βαθμό το σκεπτικό τους και το πώς ενεργούν, αλλά θεωρώ ότι είναι μια αρκετά στενόμυαλη και περιοριστική αντίληψη του τι είναι η τέχνη.
Γενικά, οι ταινίες μας δεν έχουν προβληθεί σε πολλά φεστιβάλ, και ούτε έχουμε προτεραιοποιήσει τα φεστιβάλ, γιατί κατά κύριο λόγο η διαδικασία είναι πολύ χρονοβόρα. Όταν υποβάλλεις μια ταινία σ’ ένα φεστιβάλ, πρέπει να περιμένεις ίσως και μήνες, κι απλώς δεν είμαστε πρόθυμοι να βρισκόμαστε στην αναμονή για τόσο διάστημα. Είμαστε σ’ ένα σημείο της καριέρας μας που γνωρίζουμε πως έχουμε αρκετούς φανς, και πως μπορούμε πολύ απλά να επισκεφτούμε διάφορες πόλεις, και ο κόσμος θα έρθει με τη σειρά του να μας δει. Επομένως, προτιμούμε απλούστατα να φέρουμε οι ίδιοι τις ταινίες μας απευθείας στο κοινό, αφού τα φεστιβάλ δε θα μας διευκόλυναν εν τέλει. Ίσως για κάποιον εντελώς άγνωστο κινηματογραφιστή να είναι χρήσιμη βοήθεια, αλλά κατά κανόνα δε συμβαίνει αυτό. Αυτό ισχύει ακόμη και για τα μεγάλα φεστιβάλ, για παράδειγμα οι διανομείς δεν αγόρασαν ταινίες ούτε και στο ίδιο το Sundance φέτος.
K.W: Φέτος ειδικά, αν δεν κάνω λάθος, μόνο μια ταινία έκλεισε διανομή έως τώρα. Πρωταγωνιστής είναι ο Dave Franco, δεν μπορώ να θυμηθώ κάποιον άλλο (ΣτΜ: “Together”). Αν έπρεπε να εξηγήσω γιατί συμβαίνει αυτό, θα το απέδιδα μάλλον ακριβώς στο πόσο συγκεκριμένες είναι οι προτιμήσεις των φεστιβάλ. Πιστεύω ότι αυτές οι ταινίες δεν τα πηγαίνουν τόσο καλά στην ίδια την αγορά, άρα οι διανομείς δεν τις αγοράζουν επειδή ξέρουν ότι δε θα βγάλουν τα χρήματά τους. Δηλαδή, είναι κάπως μια βιομηχανία που καταρρέει από μέσα αυτή τη στιγμή, κι εμείς ελπίζουμε να προσπεράσουμε αυτά τα συντρίμμια. Δε θέλω να το αποκαλώ έτσι, δεν είναι κάτι προς το οποίο προσανατολιστήκαμε εμείς, αλλά απ’ την άλλη δε νιώσαμε και ποτέ ευπρόσδεκτοι από αυτό το σύστημα. Οπότε, απλώς κάνουμε το δικό μας.
Τα τελευταία χρόνια, έχει διατυπωθεί η άποψη πως η δημοφιλία των streaming platforms στο ρόλο της κινηματογραφικής διανομής έχει οδηγήσει σε παραγωγή μεγαλύτερου πλήθους μεν, χαμηλότερης ποιότητας δε ταινιών. Απ’ την άλλη, δεν μπορεί κάποιος να αγνοήσει ότι η ψηφιακή τεχνολογία και διανομή δίνει την ευκαιρία σε ανεξάρτητους κινηματογραφιστές να προσπεράσουν τους διάφορους περιορισμούς που θα τους έθεταν τα στούντιο και οι διανομείς, κι ως εκ τούτου να έχουν την ευκαιρία να παράγουν έργο ως πραγματικοί auteurs. Πώς πιστεύετε ότι θα επηρεάσει το streaming την ανάπτυξη και διανομή ανεξάρτητων ταινιών; Θα είναι πιο εύκολο να οδηγήσει τις ταινίες αυτές σε πιο “εξειδικευμένο” κοινό;
J.W: Όντως, αυτό είναι κάτι που συζητάμε τον τελευταίο καιρό. Έχεις απόλυτο δίκιο, υπάρχουν τόσο πολλές ταινίες πλέον εκεί έξω, οπότε η πρόκληση για τους κινηματογραφιστές τα τελευταία χρόνια, είναι το πώς θα αποφύγουν να πέσουν στην αφάνεια. Κι επίσης, το πώς μπορείς να ανταγωνιστείς για την προσοχή του κοινού, όταν υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα έξω την ίδια στιγμή. Κάτι που αντιληφθήκαμε, ένα απ’ τα πλεονεκτήματα της εποχής που ζούμε υποθέτω, είναι το ότι μέσω των social media και των αλγορίθμων τους, μπορείς να απευθυνθείς σε πολύ πιο εστιασμένη μερίδα του κοινού. Δηλαδή, έχουμε σελίδες στο Facebook, το Instagram, όλα αυτά τα μέσα. Και οι αλγόριθμοι είναι πολύ καλοί στο να εντοπίζουν ποιοι είναι οι φανς μας, ή ακόμη ποιοι μπορεί εν δυνάμει να γίνουν φανς μας. Δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τον κινηματογράφο, θεωρώ, αλλά γενικότερα με το πώς λειτουργούν τα social media και η διαφήμιση σήμερα. Πιστεύω αυτό είναι που θα καταλήξει να διαμορφώνει όλο και περισσότερο “εξειδικευμένες”/”ψαγμένες” μερίδες του κοινού για τις ανεξάρτητες ταινίες.
K.W: Υπάρχουν όμως και κάποιοι περιορισμοί επιπλέον. Είναι ενδιαφέρον αυτό, γιατί το τοπίο των μέσων έχει αλλάξει πάρα πολύ. Όταν βγάλαμε το Ink, είχαμε πολλά οργανικά hits, κι ακόμα έχουμε βέβαια. Απλώς τώρα, με τη Meta, τη Google κι άλλες εταιρείες, πρέπει να πληρώσεις για να φτάσεις στο κοινό σου. Το να γίνεις viral, δεν επιτυγχάνεται ελεύθερα πλέον, είναι πολύ περιορισμένο. Αυτό είναι που με ανησυχεί περισσότερο για τους κινηματογραφιστές που ξεκινούν τώρα. Δες τι κυκλοφορεί στο TikTok, οι αλγόριθμοι προωθούν πολύ χαμηλής ποιότητας περιεχόμενο, βίντεο με κουτάβια, παιδιά να χτυπάνε ο ένας τον άλλο με τορτίγιας, γιατί αυτά είναι που κρατούν τον κόσμο στην πλατφόρμα. Με περιεχόμενο μεγαλύτερης διάρκειας, τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ. Για παράδειγμα, νομίζω τα trailers μας είναι πολύ δελεαστικά κι ελκυστικά, αλλά με εξέπληξε το πόσο δύσκολο είναι να φτάσεις το κοινό, και να κάνεις τον κόσμο να γράφει γι’ αυτά. Τα μέσα έχουν πολύ κλειδωμένες δυνατότητες πλέον. Με ανησυχεί πως οποισδήποτε προσπαθήσει να δημιουργήσει κάτι πιο σοβαρό, θα έχει όλο και μεγαλύτερη δυσκολία να βρει προώθηση από τον αλγόριθμο, πόσο μάλλον αν δεν υπάρχει καθόλου οικονομική δυνατότητα για το μάρκετινγκ. Ελπίζω αυτό κάπως να αλλάξει, ή και οι άνθρωποι να επιμένουν πάραυτα, γιατί δεν μπορούμε να υπάρξουμε ως κοινωνία μόνο με βίντεο με γάτες.
Παρόλα αυτά, να διευκρινίσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι αγαπάμε τα βίντεο με γάτες.
J.W: (Γελώντας) Ω αυτό εννοείται, είμαστε πολύ pro-cat videos, αλλά σίγουρα υπάρχει και κάποιο όριο!
Πρέπει να ρωτήσω γι’ αυτό, για ένα μικρό διάστημα είχατε υπογράψει με το πρακτορείο που αντιπροσώπευε, μεταξύ άλλων, και τους αδερφούς Κοέν!
J.W: Πολύ σωστά, με το γραφείο της UTA!
Υποθέτω υπήρξε λοιπόν κάποια περίοδος συζητήσεών σας με το Χόλιγουντ. Δεν προέκυψε κάπου ενδιάμεσα η σκέψη να κάνετε μια ταινία μέσα σ’ αυτό το σύστημα, με όποιους περιορισμούς συνοδευόταν αυτό, αφενός για την εμπειρία της δημιουργίας, κι αφετέρου για το ενδεχόμενο να μπορέσετε να κάνετε την επόμενη δική σας ταινίας με πιο ευνοϊκούς όρους στο δημιουργικό κομμάτι;
J.W: Μετά το Ink, μας προσέγγισαν διάφορα πρακτορεία, χωρίς αρχικά να ψάχνουμε για κάτι τέτοιο. Καταλήξαμε να υπογράψουμε με τη UTA, γιατί υποθέσαμε ότι θα μας εξασφάλιζαν πιο ευρεία διανομή στην ταινία. Η εικόνα που είχαμε στις συναντήσεις μαζί τους ήταν ότι θα μας βοηθούσαν να κάνουμε τις δικές μας ταινίες, όπως εμείς θέλαμε, αλλά γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό δεν ίσχυε πραγματικά. Πρέπει να πω εδώ ότι ήταν σπουδαίοι στη δουλειά τους, και τα κατάφεραν εξαιρετικά στο να κυκλοφορήσουν το Ink στο Χόλιγουντ. Οπότε, πήγαμε σε πολλά στούντιο και κάναμε πολλές συναντήσεις με διαφόρους υπεύθυνους, όπου μας ρωτούσαν τι θα θέλαμε να κάνουμε στη συνέχεια, και ποια ήταν τα ενδιαφέροντά μας. Αυτά όλα συνέβησαν το 2009, και ήδη πριν από εκείνο το σημείο, είχα αποφασίσει ότι ποτέ δε θα έκανα μια ταινία χωρίς να έχω την απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία και το final cut. Και αρκετά νωρίς καταλάβαμε ότι κανείς δε θα μου επέτρεπε να κάνω την ταινία που πραγματικά οραματιζόμουν, και ταυτόχρονα να μου δώσει το final cut. Στην πραγματικότητα, εκεί αναζητούν δύο ενδεχόμενα: είτε κάποιον στον οποίο να αναθέσουν να γράψει ένα σενάριο, το οποίο θα σκηνοθετήσει κάποιος άλλος, ή ψάχνουν έναν σκηνοθέτη προς ενοικίαση, για να γυρίσει ένα σενάριο που ήδη έχουν. Ακόμη και κάποιον που μπορεί να αναπτύξει ένα πρότζεκτ με αφετηρία ένα κόμικ του οποίου έχουν τα δικαιώματα, κάτι τέτοιο. Δηλαδή, είχα προτάσεις, και γρήγορα τις απέρριψα, λέγοντας στο πρακτορείο ότι δε δεχόμουν αυτούς τους όρους και πως ήθελα να κάνω τη δική μου ταινία. Είχαμε όντως πιστέψει ότι μπορούν να μας βοηθήσουν με τη χρηματοδότηση, που δε συνέβη όμως. Και σκέψου ότι αυτό ήταν το 2009, όπως έλεγα, τώρα είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα. Τίποτα πρωτότυπο δε βγαίνει από το Χόλιγουντ, οπότε ήδη τότε είχαμε καταλάβει ότι δε θα μπορούσαμε να δουλέψουμε μέσα από το σύστημα των στούντιο. Είναι τόσο δύσκολη και χρονοβόρα η διαδικασία του να γυρίσεις μια ταινία, ό,τι είδους ταινία κι αν κάνεις, και κανείς απ’ τους δυο μας δεν ήταν διατεθειμένος να δαπανήσει χρόνο κάνοντας κάτι με το οποίο δε θα ήμασταν παθιασμένοι. Οπότε αποφασίσαμε ότι είμαστε εντάξει με το γεγονός να παραμείνουμε φτωχοί, αλλά να γυρίζουμε τις ταινίες που θέλαμε, όπως το κάναμε πάντα, κι αυτό συνεχίζουμε να κάνουμε και τώρα. Κάτι σημαντικό, βέβαια, είναι πως η τεχνολογία έχει εξελιχθεί απίστευτα, και μαζί οι δυνατότητες που δίνει. Το να κάνουμε το Myth Of Man θα ήταν πολύ πιο δύσκολο, ακόμα και το 2015 για παράδειγμα, αλλά τα εργαλεία είναι τόσο ισχυρά τώρα. Απλώς, πρέπει να είσαι διατεθειμένος ν’ αφιερώσεις απίστευτα πολύ χρόνο σ’ αυτό, αυτό κάναμε κι εμείς. Περάσαμε χρόνια στην παραγωγή της ταινίας, κι όπως είπες κι εσύ, ήμασταν σε θέση να το εξελίξουμε από κάθε άποψη. Ένας λόγος είναι και το ότι έχουμε γίνει με τον καιρό καλύτεροι σ’ αυτό, έχουμε μάθει διάφορα κόλπα κι είμαστε πιο αποτελεσματικοί, αλλά βοηθάει σίγουρα που η τεχνολογία είναι πιο γρήγορη και πιο φτηνή πλέον, και τα κατέστησε όλα δυνατά.
Τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε όλο και περισσότερες πλατφόρμες με κινηματογραφικό περιεχόμενο στο ίντερνετ, με αποτέλεσμα κανείς να χρειάζεται πλέον να έχει περισσότερες από μία συνδρομές. Αυτό θεωρείται ότι αρχίζει και σπρώχνει σιγά-σιγά το κοινό πίσω στην πειρατεία. Πώς το αξιολογείτε αυτό;
J.W: Πράγματι ισχύει αυτό, γιατί όντως το κόστος των συνδρομών έχει καταλήξει να είναι απαγορευτικό. Η στάση μας, συγκεκριμένα, μάλλον είναι “piracy-friendly”, γιατί αντιλαμβανόμαστε αυτή την κατάσταση. Καταρχάς, το Ink ήταν από τις ταινίες που ο κόσμος κατέβαζε πειρατικά, σε τεράστιο βαθμό. Και η πειρατεία είναι ένας βασικός λόγος που η ταινία έγινε και τόσο γνωστή. Αυτό ήταν πριν το streaming, και δεν είχαμε καμία δυνατότητα να διανείμουμε την ταινία οπουδήποτε εκτός των ΗΠΑ. Κι όταν ο κόσμος άρχισε να το κατεβάζει πειρατικά, η πρώτη μας αντίδραση ήταν πως είναι τέλειο που βλέπουν την ταινία μας στην Ελλάδα, τη Ρωσία, τη Γερμανία κι όλα αυτά τα μέρη! Και παραμένει ίδια η στάση μας, χωρίς όμως να το υπερασπιζόμαστε απαραίτητα. Πάντα προσπαθούμε να είμαστε προσεκτικοί, ώστε να μη δώσουμε την εντύπωση ότι δίνουμε την ταινία δωρεάν. Αυτό θα υποτιμούσε πολύ την αξία της. Ούτε θέλουμε το κοινό να θεωρεί ότι η ταινία είναι δωρεάν, διότι δεν είναι, ταλαιπωρηθήκαμε πάρα πολύ για να την φτιάξουμε. Και σίγουρα θέλουμε το κοινό να πληρώνει για την προβολή της. Παρόλα αυτά, αν κάποιος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στην ταινία παρά μόνο μέσω της πειρατείας, ή αν πραγματικά δεν έχει τη δεδομένη στιγμή την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει, τότε σίγουρα, θα προτιμούσαμε να δει την ταινία μας έστω κι έτσι. Πάνω απ’ όλα, θέλουμε ο κόσμος να βλέπει τις ταινίες μας. Κι αν στη συνέχεια βρεθούν 5 ή 10 ευρώ, και θέλουν να τα δώσουν σε μας, είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτοι! Είμαστε κάθε άλλο παρά πλούσιοι, και κάτι τέτοιο είναι σημαντική βοήθεια, γιατί βάζουμε ό,τι έχουμε στο να κάνουμε την κάθε ταινία μας. Κι ήταν τέλειο, γιατί όταν ζητήσαμε από τους χρήστες που κατέβαζαν πειρατικά το Ink να μας βοηθήσουν αν υπάρχει η δυνατότητα, πολλοί το έκαναν! Χάρη στην πειρατεία έχουμε πολλούς φανς σ’ αυτές τις χώρες, και τώρα έρχονται και μας στηρίζουν με οποιονδήποτε τρόπο, αγοράζουν τα μπλουζάκια μας ή λένε για εμάς στους φίλους τους. Δηλαδή, τελικά όλο αυτό γύρισε προς όφελός μας, γιατί πάνω απ’ όλα θέλουμε ο κόσμος να βλέπει τις ταινίας μας με κάθε τρόπο. Επιστρέφοντας όμως στο σχόλιό σου για την πειρατεία, ναι, θεωρώ ότι το να αναγκάζεις κάποιον να έχει συνδρομές σε οχτώ διαφορετικές πλατφόρμες είναι σαν να ζητάς από τον κόσμο να βρίσκει πειρατικά το περιεχόμενο που θέλει. Φυσικά και δεν εννοώ ότι αυτό είναι δεοντολογικό, αλλά ούτε είναι και το να χρεώνεις τόσο μεγάλα ποσά στον κόσμο για να δει μια ταινία. Δεν καταλαβαίνω γιατί να μην κινηθούμε προς ένα “α-λα-καρτ” σύστημα, όπως κάνει για παράδειγμα η Amazon. Παρότι προσφέρουν συνδρομητική υπηρεσία, μπορείς κι απλώς να νοικιάσεις μόνο την ταινία που θες να δεις, δε χρειάζεσαι μηνιαία συνδρομή. Πιστεύω αυτό είναι καλύτερο σύστημα, και ελπίζω να φτάσουμε σε κάτι που είναι ακόμη πιο προσιτό στον καταναλωτή, ειδικά με την τωρινή κατάσταση της οικονομίας.
K.W: Νομίζω ότι προσπαθούν να εξαναγκάσουν κάπως το ίδιο κακό επιχειρησιακό μοντέλο της καλωδιακής τηλεόρασης στο ίντερνετ, με τον ίδιο τρόπο που έβαλαν το κόστος ενός CD επάνω στο iTunes. Ένα δολάριο για κάθε τραγούδι, είναι υπερβολικό. Και τώρα, το Spotify υπάρχει ακριβώς επειδή οι άνθρωποι δε θέλουν να πληρώνουν ένα δολάριο για ένα ψηφιακό stream ενός κομματιού. Ως έφηβη, θυμάμαι ότι με το χαρτζιλίκι μου αγόραζα CD, και πολύ συχνά κατέληγα να ακούω μόνο δύο ή τρία κομμάτια. Και πάλι ήμουν χαρούμενη όμως, γιατί είχα ένα υλικό αντίγραφο στα χέρια μου. Το μοντέλο της καλωδιακής τηλεόρασης όμως, όπου ο κόσμος πληρώνει 100 δολάρια για όλο αυτό το περιεχόμενο, το περισσότερο απ’ το οποίο κιόλας δε θέλει να δει, είναι απλά εξοργιστικό. Και τώρα, τις ίδιες αρχές αυτού του κακού μοντέλου χρησιμοποιούν, δηλαδή περιορίζουν την πρόσβαση στο δικό τους περιεχόμενο και χρεώνουν τον κόσμο με απαράδεκτες τιμές για πολλά που τελικά εκείνοι δε βλέπουν. Φυσικά, έτσι οι άνθρωποι αγανακτούν, με αποτέλεσμα να βρίσκουν τρόπο ώστε να μην πληρώνουν καθόλου. Άρα, στην πραγματικότητα καταλήγουν αυτές οι επιχειρήσεις να βλάπτουν τον εαυτό τους, θεωρώ. Παρόλα αυτά, είμαστε χαρούμενοι. Όπως είπε ο Jamin, προφανώς πρέπει να βγάζουμε τα προς το ζην, και θα θέλαμε να κάνουμε και πολλές ακόμη ταινίες. Αν το κοινό μπορεί να μας στηρίξει, θα το θέλαμε πάρα πολύ. Δεν είναι δωρεάν, αφού μας κόστισε πρακτικά τα πάντα για να φτιάξουμε την ταινία. Επειδή όμως κι εμείς έχουμε ζήσει σε άλλα μέρη του κόσμου εκτός των ΗΠΑ, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι δύσκολο να σε δελεάσει για παράδειγμα ένα τρέιλερ, ή κάτι παρόμοιο, και στη συνέχεια να μην έχεις μέσο πρόσβασης στην ταινία. Είναι πολύ άσχημο. Οπότε, θέλουμε όλοι να είναι σε θέση να παρακολουθήσουν μια ταινία μας, και να την αγαπήσουν, και να τη μοιραστούν με γνωστούς τους, αλλά κάποια στιγμή στο μέλλον που θα έχουν τη δυνατότητα, τότε να αγοράσουν ένα μπλουζάκι από εμάς, ή ένα Blu-ray, ή και να έρθουν σε μια προβολή μας.
Η ταινία Myth of Man διανέμεται από την εταιρεία Double Edge Films.