Ντένις Χόπερ: Η διαδρομή του “Easy Rider” προς τον πανκ μηδενισμό του “Out of the Blue”

Γράφει ο Δημήτρης Αλέτρας

Το καλοκαίρι του 1969 πραγματοποιείται στη Νέα Υόρκη η πρεμιέρα του Easy Rider, μια από τις -κατά γενική ομολογία- ταινίες σταθμούς στην ιστορία του κινηματογράφου. Έχοντας αποσπάσει ήδη βραβείο στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών, και με τα Bonnie and Clyde και The Graduate να έχουν προηγηθεί, το πρώτο σκηνοθετικό εγχείρημα του Ντένις Χόπερ σηματοδοτεί την αρχή της λεγόμενης Αναγέννησης του Χόλιγουντ.

Παρουσιάζει τη διαδρομή δύο μοτοσικλετιστών, του Μπίλι και του Γουάιατ (στους αντίστοιχους ρόλους βρίσκονται ο ίδιος ο Χόπερ, και ο Πίτερ Φόντα), με αφετηρία το Λος Άντζελες και προορισμό τη Νέα Ορλεάνη. Ξεκινούν το ταξίδι τους μετά από μια επιτυχημένη ανταλλαγή ναρκωτικών, παρατώντας τα ρολόγια τους στην άκρη του δρόμου – μια συμβολική προσπάθεια να αποκηρύξουν την περιοριστική καθημερινότητά τους και τις καταπιεστικές κοινωνικές δομές της. Σε όλη τη διάρκεια της περιπλάνησής τους, έρχονται σε επαφή μ’ ένα μεγάλο εύρος χαρακτήρων και περιστάσεων, από την ελεύθερη εικόνα που οραματιζόταν η αμερικανική αντικουλτούρα, έως και τον πιο συντηρητικό πυρήνα των κεντρικών πολιτειών.

Η Νέα Ορλεάνη σταδιακά αντιπροσωπεύει την ίδια την αναζήτηση των χίπις για μια κοινωνία γεμάτη ειρήνη, αγάπη και ελευθερία. Ο προορισμός αυτός φαίνεται να είναι ολοένα και πιο απρόσιτος, καθώς οι “Ξέγνοιαστοι Καβαλάρηδες” βλέπουν ότι τα όνειρα των νέων δεν τα συμμερίζεται μια αρκετά μεγάλη μερίδα των ανθρώπων της εποχής. Η ελευθερία που τόσο αποζητούν δεν είναι μια απλή, μονοδιάστατη έννοια, αλλά κάτι που πρέπει πρώτα να βιωθεί εσωτερικά (χαρακτηριστική είναι η σκηνή που ο Πίτερ Φόντα, υπό την επήρεια ψυχοτρόπων ναρκωτικών, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την απώλεια της μητέρας του). Το ταξίδι που ξεκινά γεμάτο αισιοδοξία οδηγεί σ’ ένα τραγικό τέλος, και υπενθυμίζει ότι το αμερικάνικο όνειρο ίσως τελικά να μην είναι επιτεύξιμο, είτε ότι η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να το δεχτεί.

Η ταινία χαρακτηρίζεται από έντονο πειραματισμό στη φόρμα της. Η απουσία σεναρίου (που φημολογείται ότι οδήγησε σε εκδοχές διάρκειας 4 ή 5 ωρών) είχε ως αποτέλεσμα αποδραματοποιημένη αφήγηση, που έφερε στο προσκήνιο καταστάσεις του αμερικάνικου τρόπου ζωής, παρά μια σαφή αλληλουχία συμβάντων. Παρόμοια, θεωρείται ότι είναι η πρώτη φορά που το soundtrack μιας ταινίας αποτελείται όχι απλώς από κατάλληλα σχεδιασμένα ορχηστρικών χαλιά (όπως στο κλασικό Χόλιγουντ) ή ποπ κομμάτια (όπως στα τραγούδια των Σάιμον και Γκαρφάνκελ για το The Graduate), αλλά από μια προσεκτικά curated επιλογή ήδη γνωστών κομματιών της εποχής. Ως αποτέλεσμα, τη διαδρομή των καβαλάρηδων συνοδεύουν δημιουργίες καλλιτεχνών όπως οι Steppenwolf, The Byrds ή ο Jimi Hendrix, δικαιολογώντας τον χαρακτηρισμό από τον Ταραντίνο ως μια ταινία για τους νέους των 60s από τους ίδιους τους νέους των 60s .

Διαβάστε   Έρβιν Θάλμπεργκ: ένας μεγάλος κινηματογραφικός παραγωγός, ένας γνήσιος κινηματογραφικός δημιουργός

Το Easy Rider χαρακτηρίζεται από το πνεύμα της ελευθερίας, της επαναστατικότητας και την αναζήτηση για αυθεντικότητα, με αποτέλεσμα να κρίνεται ως ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό σημείο, άρρηκτα συνδεδεμένο -και αντιπροσωπευτικό- με την κοινωνία της εποχής του. Είναι γνωστό πως η δεκαετία των 60s συνδέεται με σημαντικές μεταβολές στην αμερικανική κοινωνία (Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, πόλεμος στο Βιετνάμ, άνοδος της αντικουλτούρας), ώστε οι νεότερες γενιές να αναγνωρίσουν την αποτυχία της γενιάς των γονιών τους, να εμπνευστούν από τα ιδανικά των χίπις και να προσπαθήσουν με ειρηνικά μέσα να ανατρέψουν την υπάρχουσα κατάσταση προς μια πιο δίκαιη κοινωνία.

Όμως, μέχρι τα τέλη των 60s, η ανεπάρκεια του ιδεαλισμού της αντικουλτούρας έγινε εμφανής. Συμβάντα όπως  η βίαιη καταστολή των διαμαρτυριών κατά το Εθνικό Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος του 1968, ο θάνατος καλλιτεχνών όπως η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζιμ Μόρισον ή ο Τζίμι Χέντριξ και η δολοφονία του Μέρεντιθ Χάντερ από τους Hell’s Angels στη συναυλία του Άλταμοντ οδήγησαν στο να αμφισβητηθεί η ουσία των βασικών αξιών της αντικουλτούρας. “We blew it (τα καταστρέψαμε όλα)”, ομολογεί ο Γουάιατ, αναγνωρίζοντας ότι όλη αυτή η αναζήτηση ίσως ήταν μάταιη.

Η άποψη αυτή άρχισε να διατυπώνεται όλο και περισσότερο. Η Τζόπλιν τραγουδά για το πόσο επώδυνη είναι στην πραγματικότητα η αληθινή ελευθερία, όταν συνοδεύεται από την απώλεια και την απομόνωση.

Η ελευθερία είναι απλώς μια λέξη για τότε που δε σου απομένει τίποτα να χάσεις.
Me and Bobby McGee (στ. Κρις Κριστόφερσον)

Σε όμοιο μήκος κύματος, ο Χάντερ Σ. Τόμσον στις απαρχές της “Gonzo” δημοσιογραφίας περιγράφει την απογοήτευση για όσα πρέσβευε μόλις λίγο καιρό πριν το πολλά υποσχόμενο κίνημα της αντικουλτούρας.

Θα μπορούσες να ανάψεις σπίθες οπουδήποτε. Υπήρχε μια φανταστική καθολική αίσθηση πως ό,τι κάναμε ήταν σωστό, ότι κερδίζαμε. . . . Η ενέργειά μας απλά θα επικρατούσε. Δεν υπήρχε λόγος να πολεμήσουμε, ούτε εμείς ούτε αυτοί. Είχαμε όλη τη δυναμική- ιππεύαμε την κορυφή ενός υψηλού και όμορφου κύματος. . . Έτσι, τώρα, λιγότερο από πέντε χρόνια αργότερα, μπορείς να ανέβεις σε έναν απότομο λόφο στο Λας Βέγκας και να κοιτάξεις δυτικά, και με το σωστό βλέμμα μπορείς σχεδόν να δεις το σημείο όπου το κύμα τελικά διαλύθηκε και υποχώρησε.

Fear and Loathing in Las Vegas (Χάντερ Σ. Τόμσον)

Η δεκαετία του ‘70 βρήκε τον Χόπερ να γυρίζει το The Last Movie (1971), μια πειραματική ταινία σχετικά με τη φύση της κινηματογραφικής δημιουργίας και παραγωγής. Η φτωχή αποδοχή που έλαβε κατά την περιορισμένη διανομή της, σε οικονομικούς όρους, τον οδήγησε σε αποχή από παραγωγές του Χόλιγουντ για περίπου μία δεκαετία, συμμετέχοντας όμως σε Ευρωπαϊκές και άλλες παραγωγές χαμηλότερου προϋπολογισμού (Το The American Friend του Βιμ Βέντερς ίσως η πιο αξιοσημείωτη), έως ότου το 1980 αναλαμβάνει τα ηνία της σκηνοθεσίας της ταινίας Out of the Blue -στην οποία ήδη είχε οριστεί ως βασικός πρωταγωνιστής.

Διαβάστε   Το έπος του Φράνσις Φορντ Κόπολα "Αποκάλυψη τώρα: Redux" στο Fundamentals of Cinema του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Το Out Of The Blue (ο τίτλος έχει προκύψει από το κομμάτι My, My, Hey, Hey (Out of the blue) του Νιλ Γιανγκ) εστιάζει στη Σίμπι (την υποδύεται αφοπλιστικά η Λίντα Μανζ), μια έφηβη που βρίσκει παρηγοριά στη μουσική του Έλβις και την πανκ ροκ, έχοντας τον Τζόνι Ρότεν των Sex Pistols ως ένα απ’ τα είδωλά της. Ο πατέρας της, Ντον (στο ρόλο ο ίδιος ο Χόπερ), εκτίει ποινή φυλάκισης, έχοντας προκαλέσει το θάνατο πολλών μαθητών λόγω της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ, ενώ η μητέρα της αδυνατεί να τη φροντίσει λόγω του δικού της εθισμού. Η έντονη κι αυτοκαταστροφική συμπεριφορά της Σίμπι, που δηλώνει ότι “η ντίσκο είναι χάλια” και “σκοτώστε όλους τους χίπιδες” δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια να συγκαλύψει τη μοναξιά της και την ανάγκη της να λάβει την αγάπη που έχει στερηθεί. Ανυπομονεί για την αποφυλάκιση του πατέρα της και την επανένωση της οικογένειάς της, ωστόσο ακόμα κι όταν συμβαίνει αυτό, η βελτίωση είναι μόνο παροδική. Το ατύχημα εξακολουθεί να στοιχειώνει τις ζωές όλων, και ο Ντον πολύ γρήγορα υποκύπτει και πάλι στον αλκοολισμό του. Η μόνη στιγμή που η Σίμπι είναι πραγματικά χαρούμενη, είναι όταν παίζει ντραμς σε συναυλία του πανκ συγκροτήματος The Pointed Sticks. Σταδιακά αποκαλύπτεται το πορτρέτο μιας οικογένειας που έχει σχηματιστεί από εθισμό, εξαρτήσεις και κακοποίηση, για να οδηγήσει την έφηβη πρωταγωνίστρια στο μόνο τρόπο που βρίσκει για να λυτρωθεί και να ξεφύγει, σ’ ένα οδυνηρό φινάλε.

Εύστοχα έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αυτή η ταινία απεικονίζει τι συνέβαινε όταν η γενιά των 60s μεγάλωνε κι αποκτούσε δικά της παιδιά. Η ελπίδα και η ονειροπόληση των 60s έχουν εξαφανιστεί, και τη θέση τους πήραν ο μηδενισμός, η απόγνωση και η απελπισία. Οι χαρακτήρες του Out of the Blue είναι παγιδευμένοι, με ελάχιστη δυνατότητα διαφυγής, κάτι που αντανακλά την κατάρρευση κι έλλειψη κατεύθυνσης που έγινε εμφανής τη δεκαετία του 80. Η επιλογή της πανκ απηχεί το θυμό μιας γενιάς που είχε δει τις υποσχέσεις των 60s να ξεθωριάζουν και να καταλήγουν στη σκληρή πραγματικότητα των 80s, όπου η επανάσταση αδυνατούσε να δώσει τη δυνατότητα λύτρωσης ή αλλαγής. Η ελευθερία δεν είναι πλέον κάτι που αναζητείται με ελπίδα, αλλά κάτι που φαίνεται να είναι άπιαστο και καταδικασμένο να αποτύχει. Ο Χόπερ φαίνεται να ενσωματώνει τη δική του ύπαρξη στο χαρακτήρα του Ντον, αναγνωρίζοντας στον εαυτό του τις ανεπάρκειες μιας κοινωνίας σε ηθικό ξεπεσμό, ανήμπορης να βάλει τέλος στη σκληρότητα που βιώνουν τα παιδιά της ως αποτέλεσμα. Η μικρή Σίμπι δεν είναι παρά ένα ανήμπορο θύμα της αδυναμίας των γονιών της να φέρουν την αλλαγή.

Διαβάστε   Νοτιοκορεάτικο σινεμά: η καλύτερη κινηματογραφική βιομηχανία του πλανήτη...

Ο Χόπερ, μέσα από αυτές τις δύο ταινίες, καταγράφει την πορεία μιας ολόκληρης γενιάς, από την αισιοδοξία και την ελπίδα της δεκαετίας του 1960, στην απογοήτευση και το μηδενισμό της δεκαετίας του 1980. Το Easy Rider και το Out of the Blue δεν είναι απλώς ταινίες, αλλά πολιτιστικά τεκμήρια μιας εποχής γεμάτης αντιφάσεις και ριζικές αλλαγές, που αποτυπώνουν την αποτυχία των ιδανικών της ελευθερίας και της αγάπης και την άνοδο μιας πιο σκοτεινής οπτικής.