Διαζευγμένος και στα πρόθυρα να χάσει τη δουλειά του, ο Ματ (Τζέισον Σουντέικις) αιφνιδιάζεται από την απρόσμενη επίσκεψη της Ζούι (Ελίζαμπεθ Όλσεν), της κοπέλας που προσέχει τον άρρωστο και χρόνια αποξενωμένο πατέρα του Μπεν (Εντ Χάρις). Η Ζούι τον ενημερώνει ότι ο πατέρας του, ένας διάσημος φωτογράφος, είναι βαριά άρρωστος και του ζητάει να τους συνοδεύσει μέχρι το Κάνσας. Εκεί, ο Μπεντ σκοπεύει να εμφανίσει φωτογραφίες τραβηγμένες σε Kodachrome, λίγο πριν κλείσει το τελευταίο εργαστήριο εμφάνισης αυτού του φιλμ που η Kodak αποσύρει οριστικά από την αγορά. Με τα 4 καρούλια ανά χείρας, οι 3 τους θα κάνουν ένα αποκαλυπτικό και λυτρωτικό ταξίδι.
Η ιδέα
29 Δεκεμβρίου, 2010. Η εφημερίδα «New York Times» δημοσιεύει ένα άρθρο για τις τελευταίες μέρες του φιλμ Kodachrome. Ο αρθρογράφος είχε μάθει ότι το τελευταίο μηχάνημα στον κόσμο που εμφάνιζε Kodachrome σε ένα εργαστήρι στο Κάνσας, θα έβγαινε εκτός λειτουργίας.
Στην εποχή της έκρηξης τεχνολογίας, αυτή η ιστορία μπαίνει σαν υποσημείωση στην ιστορία του φιλμ. Δεν είναι απλώς μία ακόμα νεκρολογία, αφού πολλοί φωτογράφοι έφτασαν στο Κάνσας εν οίδει προσκυνήματος. «Δεκάδες επισκέπτες και χιλιάδες πακέτα έφτασαν άρον άρον εδώ, μετατρέποντας μία κωμόπολη στο κέντρο της νοσταλγίας για τις μέρες που οι φωτογραφίες εμφανίζονταν όχι στη στείρα οθόνη του υπολογιστή ή σε φτηνές εκτυπώσεις, αλλά μέσα από τη θερμή λάμψη ενός προτζέκτορα που ρουφάει τις εικόνες από ένα καρουσέλ γεμάτο slides» (Πηγή: ΝΥTimes)
Οι προσωπικές ιστορίες των φωτογράφων που έστειλαν καρούλια με φιλμ ή που ταξίδεψαν μέχρι το Κάνσας (από 6 διαφορετικές ηπείρους), στις οποίες επικεντρώθηκε ο αρθογράφος, έδωσαν ανθρώπινη διάσταση στο γεγονός αλλά και τη σπίθα για την ταινία. Χαρακτηριστικά, ένας φωτογράφος που ήταν κομπάρσος στην ταινία είπε ότι το «Kodachrome ήταν ο βασιλιάς του φιλμ».
Σημείωμα του σκηνοθέτη Μάρκ Ράσο
Η ταινία αφορά τρεις ανθρώπους που προσπαθούν να βρουν τον δρόμο τους σε έναν κόσμο που αλλάζει από τον κόκκο στα pixels, από το βινύλιο στα mp3, από το αναλογικό στο ψηφιακό. Βρίσκονται μπλεγμένοι μεταξύ τους, αλλά ο καθένας ξεχωριστά μαθαίνει να δέχεται τα λάθη του παρελθόντος για να προχωρήσει με τη ζωή του, να βρει την αγάπη και την αποδοχή σε μέρη που δεν το φανταζόταν.
Το να βρω την ιδέα ήταν ζήτημα θείας τύχης τουλάχιστον. Ξύπνησα για να ταΐσω των έξι μηνών γιο μου, τον πήρα αγκαλιά και άνοιξα τον υπολογιστή μου. Τότε διάβασα το σενάριο για πρώτη φορά. Όταν το τελείωσα, ο γιος μου κοιμόταν και εγώ δάκρυζα. Ήξερα ότι έπρεπε να κάνω αυτή την ταινία. Με αφορούσε η σχέση πατέρα-γιου και η ποιότητα του σεναρίου, ειδικά σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των χαρακτήρων. Ήθελα να πω αυτή την ιστορία.
Ο Εντ Χάρις ήταν ο Μπεν για μένα πολύ πριν δεχτεί. Θυμάμαι να διαβάζω το σενάριο και να ακούω τη φωνή του. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ψάξαμε για να κάνει την ταινία. Τον συνάντησα, του εξήγησα τις σκέψεις μου και δέχτηκε. Ο Τζέισον κι εγώ συμφωνήσαμε για το ύφος της ταινίας, έχουμε γιους που γεννήθηκαν με μία εβδομάδα διαφορά και περνούσαμε την ίδια εμπειρία ως γονείς. Οι τρεις μας είχαμε τις ίδιες σκέψεις για τα θέματα της οικογένειας και τι σημαίνει να είσαι πατέρας, ειδικά πόσο σημαντική είναι η ισορροπία ανάμεσα στην τέχνη και την οικογένεια. Η Λίζι Όλσεν ήταν παμψηφεί η επιλογή μας για τον ρόλο της Ζούι. Έχει το ταλέντο να παίξει τον ενδιάμεσο ανάμεσα στον Εντ και τον Τζέισον, πράγμα όχι εύκολο. Όταν συναντηθήκαμε, ήταν απίστευτο πόσο συντονισμένη ήταν σ’ αυτό που θέλαμε από τον χαρακτήρα.
Εκτός από τη σημασία που έχει η ιστορική στιγμή που το Kodachrome φιλμ αποσύρεται, θέλω αυτή η ταινία να κάνει το κοινό να σκεφτεί πόσο οι πράξεις και οι επιλογές μας επηρεάζουν τους άλλους και πως πρέπει να ακούμε, να νιώθουμε και να δεχόμαστε τον άλλον, για να πάμε παρακάτω. Και ότι τελικά, πρέπει να συγχωρούμε, τον εαυτό μας και τους άλλους, να είμαστε ήρεμοι με τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Μαρκ Ράσο
Οι τρεις επιβάτες:
Μπεν
Ο χαρακτήρας του Μπεν, όπως τον περιγράφει ο σεναριογράφος, είναι ένας ιδιαίτερα εγωκεντρικός τύπος και διάσημος φωτογράφος. Το έργο του χαρακτήρα είχε πρότυπο τις προσωπογραφίες του Αμερικανού φωτορεπόρτερ, Στιβ Μακ Κάρι, του οποίου η φωτογραφία της «Αφγανής με τα πράσινα μάτια» εμφανίστηκε το 1984 σε εξώφυλλο του National Geographic.
Οι ομοιότητες ανάμεσα στον Μπεν και τον Στιβ Μακ Κάρι αρχίζουν και τελειώνουν με τη φωτογραφία (ο Μακ Κάρι έδωσε πρόσβαση στο υλικό του στους δημιουργούς της ταινίας). Η ζωή του Μπεν επικεντρώνεται απόλυτα γύρω από την τέχνη του. Είναι η ζωή του και το πάθος του σε βάρος, όμως, της οικογένειας του και των προσωπικών του σχέσεων. Τώρα, στο τέλος της ζωής του, καταλαβαίνει τι έχει θυσιάσει για την τέχνη και υποφέρει. Αυτός ο φωτογράφος ήταν πάντα κρυμμένος πίσω από την κάμερα και απέφευγε τη δέσμευση. Ήταν παρών για να κάνει τη λήψη, αλλά την ίδια στιγμή κρατούσε συναισθηματική απόσταση. «Ο χαρακτήρας είναι παθιασμένος με την τέχνη του, αλλά παραμένει απόμακρος από τη ζωή του. Τώρα πεθαίνει και προσπαθεί να το διορθώσει αυτό» εξηγεί ο σεναριογράφος. «Αλλά αυτό δεν διορθώνεται σε μερικές μέρες».
Ο Εντ Χάρις ήταν ο πρώτος ηθοποιός που υπέγραψε για να κάνει την ταινία και ο σεναριογράφος απόλαυσε το χτίσιμο ενός χαρακτήρα γύρω από τον εμβληματικό ηθοποιό. «Έχει μια σκληρότητα. Είναι σαν από γρανίτη. Είναι πολύ ωραίο να βλέπεις αυτή τη δύναμη να σπάει. Γιατί ο Εντ είναι πολύ καλός ηθοποιός όταν λυγίζει, μας παρασέρνει όλους» λέει ο σεναριογράφος.
Μόλις ο ηθοποιός συμφώνησε να αναλάβει τον ρόλο, ο σκηνοθέτης του έστειλε μία Leica και ήταν η πρώτη φορά που ο ηθοποιός είχε μια τόσο καλή κάμερα, γιατί δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη φωτογραφία μέχρι τότε. Η αγαπημένη του μορφή τέχνης ήταν η ζωγραφική. «Όταν έχεις μία κάμερα, προσέχεις συνεχώς τι βλέπεις και πώς θα μπορούσες να κάνεις κάδρο» επισημαίνει ο Χάρις. «Είναι ένας διαφορετικός τρόπος να βλέπεις τα πράγματα. Δίνω σημασία, αλλά δεν κοιτάω όπως ένας φωτογράφος. Μου άρεσε που είδα τα πράγματα διαφορετικά. Μου αρέσει η δουλειά μου, γιατί πάντα υπάρχει κάτι να μάθεις».
Για να υποδυθεί τον Μπεν, ο Χάρις δεν μπορούσε να αντλήσει υλικό από προσωπική εμπειρία, γιατί ο πατέρας του, τον οποίο θαυμάζει απεριόριστα, συμπεριφερόταν σε όλους με ευγένεια και σεβασμό. «Είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με τον Μπεν. Ο χαρακτήρας είναι σύνθετος. Είναι στα τελευταία του κι αυτό τον απελευθερώνει. Έχει πολλά μέσα του που δεν ξέρει πώς να τα μοιραστεί. Μέσα από το ταξίδι, εκφράζεται στον γιο του και πιστεύω ότι ο γιος τους τον ακούει. Δεν ζητά συγχώρεση, αλλά προσπαθεί να εξηγηθεί σε κάποιο βαθμό και να δώσει στον γιο του να καταλάβει ότι νοιάζεται για αυτόν».
Ματ Ράιντερ
Στην απέναντι όχθη, είναι ο γιος που ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στο βλέπω κάποιον και συνδέομαι μαζί του. Ο Τζέισον Σουντέικις υποδύεται αυτόν τον 35χρονο άντρα που είναι σε ένα σταυροδρόμι. «Ένας δρόμος οδηγεί σε μία διαφορετική δουλειά, σε άλλη καριέρα, ένας δρόμος οδηγεί σε μια σχέση και ένας άλλος στη λύτρωση από τη διαλυμένη σχέση με τον πατέρα του. Όλοι μαζί οι δρόμοι οδηγούν σε ένα σημείο».
Όπως ο Μπεν, έτσι και ο Ματ δυσκολεύεται με την οικειότητα. «Αποφεύγει να δεθεί και εγκαταλείπει τα πράγματα που του αρέσουν, όπως τα ντραμς. Φεύγει πριν συμβεί κάτι. Δεν παίρνει ευθύνη για την απάθεια που τον διακρίνει. Δεν φταίει για την εξαφάνιση του πατέρα του, αλλά η υπερβολική του περηφάνια δεν του επιτρέπει να συνδεθεί μαζί του, μέχρι που αναγκάζεται να το κάνει».
Η μητέρα του Ματ πέθανε όταν ήταν μικρός και ο πατέρας τους τον άφησε σε συγγενείς για να ακολουθήσει την καριέρα του. Στην αρχή της ταινίας, η κοπέλα που φροντίζει τον άρρωστο Μπεν, η Ζούι, τον προσεγγίζει για να πάνε ένα ταξίδι στο Κάνσας. Στην αρχή δεν την αντέχει. Δεν θέλει να είναι με τον πατέρα του. Εκείνη έχει μια σχέση μαζί τον πατέρα του που είναι ήπια, κάτι που ο Ματ δεν είχε ποτέ. Νιώθει στο περιθώριο, ζηλεύει, αλλά την ίδια στιγμή αρχίζει να καταλαβαίνει ότι ο Μπεν έχει μια ανθρωπιά και ότι θα μπορούσε να την ανακαλύψει.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Ράσο ήταν να χτίσει το πλαίσιο και να αφήσει τους ηθοποιούς να δώσουν ζωή στους ρόλους. «Ήμουν πολύ ανοιχτός στο τι θα έφερναν οι ηθοποιοί στους ρόλους. Χρειάζεσαι ηθοποιούς που δίνουν σπίθα γρήγορα και αυτή η συνεισφορά είναι πολύτιμη. Ο Ματ είναι πληγωμένος. Ήταν μια ζωή θυμωμένος. Είναι πιο εύκολο να έχεις θυμό παρά λύπη. Ο θυμός στρέφεται στον άλλον, η λύπη είναι εσωτερικό ζήτημα. Ο θυμός του διαμόρφωσε κάθε απόφαση. Ο Ματ ενηλικιώθηκε, αλλά πέρασε τη ζωή του να προσπαθεί για την αποδοχή του πατέρα του την ίδια στιγμή που τον απεχθανόταν. Οπότε, παρευρίσκεται στο ταξίδι, αλλά δεν θέλει να δώσει στον πατέρα του την ικανοποίηση της συγχώρεσης. Με τον καιρό, καταλαβαίνει ότι ο πατέρας του υποφέρει. Το ταξίδι ήταν η απόλυτη συνειδητοποίηση ότι δεν έχει να κερδίσει τίποτα με τον θυμό. Ο Τζέισον κατάφερε να δείξει το πόσο υποφέρει ο χαρακτήρας με έναν τρόπο που δεν τον περιμένεις από τις κωμωδίες που παίζει» παρατηρεί ο σεναριογράφος.
Τα road trips έχουν να κάνουν με τη μεταμόρφωση που ξεκινάει με την αποδοχή. «Το να αποδεχτείς την τρέλα είναι μέρος του να δεχτείς τους άλλους για αυτό που είναι, με όλα τους τα ελαττώματα» λέει ο Σουντέικις. «Το ταξίδι του Ματ αποκαλύπτει ότι όλοι είναι διαλυμένοι και σύνθετοι και ότι αυτό είναι εντάξει».
Ζούι
Η Ζούι που θα δει το κοινό δεν είναι η ίδια με αυτή που είχε εμφανιστεί αρχικά στο χαρτί. Είναι η κοπέλα που φροντίζει τον άρρωστο Μπεν, κρύβεται από τον κόσμο στο σπίτι του, είναι χαμένη και έχει προϊστορία με κακές σχέσεις. Αρχικά, ο χαρακτήρας ήταν πιο περιφερειακός, αλλά η ενέργεια και η στάση της Ελίζαμπεθ Όλσεν έδωσαν ζωή στον χαρακτήρα και ευθύνη για τη ζωή της και τις πράξεις της.
Ο σεναριογράφος είχε συλλάβει έναν χαρακτήρα που ήταν κεφάτος και αισιόδοξος. Η Όλσεν έδωσε περισσότερες διαστάσεις στον χαρακτήρα. Έτσι, ενώ με τον Μπεν είναι γλυκιά και συμπονετική, με τον Ματ είναι διαφορετική. Αυτή η διχοτομία είναι πολύ ενδιαφέρουσα και της δίνει χώρο ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους. «Το μόνο που με νοιάζει είναι να υπάρχει μια καλή ομάδα, το σενάριο να είναι καλό και να συνδέομαι με τον χαρακτήρα. Μου άρεσε η ευθύτητα της Ζούι. Μετά έμαθα ότι συμμετείχε ο Εντ και ο Τζέισον και μου φάνηκε ένα πολύ καλό δίδυμο. Μετά συνάντησα τον Μαρκ που ήταν πολύ συνεργάσιμος. Ήθελα να αλλάξω ορισμένα πράγματα, οπότε συναντηθήκαμε με τον Τζόναθαν και κάναμε μερικές αλλαγές» λέει η ηθοποιός.
Έτσι, η πρώτη αλλαγή ήταν να μετατρέψουν τη Ζούι από θύμα σε έναν άνθρωπο που σαμποτάρει τον εαυτό του. Αυτή η μετατροπή έδωσε αέρα στον χαρακτήρα για να έχει έλεγχο των καταστάσεων και των αποχρώσεων. Μπορεί να κάνει τη ζωή της πιο δύσκολη, αλλά και πιο ενδιαφέρουσα. «Νιώθω πολύ άνετα με δύσκολους μεγαλύτερους άντρες» λέει η ηθοποιός. Οπότε όταν διάβασε το σενάριο δεν της φάνηκε παράξενο που μια κοπέλα στην ηλικία της Ζούι θα ήταν άνετη με τον Μπεν. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κρατάει την ισορροπία ανάμεσα στον Μπεν και τον Ματ, μέχρι που καταλαβαίνει ότι έρχεται αντιμέτωπη και με δικά της θέματα. Αφού παίζει τον διαιτητή, μετά μπαίνει κι αυτή στο παιχνίδι.
«Η Ελίζαμπεθ Όλσεν είναι φανταστική» δηλώνει ο Ράσο. «Είναι καταπληκτική ηθοποιός και έφερε πολλή ανθρωπιά στον ρόλο. Είναι όμορφη, αλλά και ευάλωτη. Έχει παίξει τον ρόλο με θάρρος και αυτοπεποίθηση, με χιούμορ και ελαφρότητα».
Ζωή σε φιλμ, Ταινία σε φιλμ
Για ευνόητους λόγους, η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ. Ο σκηνοθέτης είχε γυρίσει σε φιλμ πριν από μια δεκαετία και πραγματικά απόλαυσε την ευκαιρία που του ξαναδόθηκε. «Έχω μία αναλογική καρδιά, όχι ψηφιακή. Πρέπει να κατέχεις και τα δύο, αλλά οι αξίες μου είναι αναλογικές. Μου άρεσε να διαβάζω εφημερίδα. Τώρα διαβάζω τις ειδήσεις στο διαδίκτυο και δεν κάθομαι πια με ένα φλιτζάνι καφέ ξεφυλλίζοντας σελίδες. Όταν άκουγα μουσική, ήταν μια διαδικασία του να ακούω ολόκληρο το άλμπουμ. Για τις φωτογραφίες, θυμάμαι να τις παίρνω από το εργαστήριο εμφάνισης και να τις κοιτάω όλες. Σιγά σιγά αυτό εξασθενεί. Δεν το είχα καταλάβει, μέχρι που άρχισα να κάνω αυτή την ταινία, πόσο παρών πρέπει να είσαι για το αναλογικό. Πρέπει να ζεις τη στιγμή. Έπρεπε να εμπιστεύομαι τον διευθυντή φωτογραφίας, τον οπερατέρ, γιατί δεν μπορούσα να δω το υλικό για δύο μέρες, μέχρι να εμφανιστεί στο εργαστήριο».
Ο διευθυντής φωτογραφίας είχε την τύχη να δουλέψει με φιλμ πριν η βιομηχανία στραφεί στο ψηφιακό. «Το φιλμ έχει φοβερή ποιότητα. Είναι οργανικό, δίνει ωραίο τόνο στο δέρμα και αιχμαλωτίζει το φως απίστευτα. Όταν δουλεύεις σε φιλμ, πρέπει να εμπιστευτείς το μάτι σου, τη διαίσθηση, τη γνώση και την ικανότητα σου» λέει ο Άλαν Πουν.
Ο σκηνοθέτης, από τη μεριά του, έπρεπε να ξεπεράσει την τάση να κάνει playback, γιατί δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα στο φιλμ. Οι ηθοποιοί, από την άλλη, δεν έβλεπαν το μόνιτορ για να ελέγξουν την τελευταία λήψη και η σχέση με τον σκηνοθέτη έγινε έτσι πιο δεμένη. «Το φιλμ είναι απτό. Η ποιότητα, ο κόκκος είναι πιο ανθρώπινα. Πιο αληθινά. Ως ηθοποιός, προτιμώ το φιλμ» συμπληρώνει καταλήγοντας ο Έντ Χάρις.
Ζωή σε φιλμ (Kodachrome)
Σκηνοθεσία: Μαρκ Ράσο
Πρωταγωνιστούν: Εντ Χάρις, Τζέισον Σουντέικις, Ελίζαμπεθ Όλσεν, Μπρους Γκρίνγουντ, Γουέντι Κρούσον, Ντένις Χάισμπερτ
Διάρκεια: 100΄
Η ταινία θα κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους στις 9 Αυγούστου