Γράφει ο Νίκος Αλέτρας-Αρτινός
Εν μέσω αυτής της πρωτοφανούς κατάστασης του κορονοϊο-εγκλεισμού, οι δυνατότητες αναδρομής για τον κάθε έγκλειστο πολλαπλασιάζονται. Η αναδρομή σε ταινίες όπως το Seabisuit (2004) σε σκηνοθεσία Γκάρι Ρος, μιας παραγωγής η οποία γυρίστηκε σε μια περίοδο όπου τίποτα δεν προοιώνιζε αυτές τις ανθρωπιστικές, οικονομικές, ηθικές και υγειονομικές αρμαγεδωνικές δοκιμασίες που βιώνει η ανθρωπότητα, έχει ξεχωριστή σημασία. Αφενός μεν επειδή η ιστορία της ταινίας αναφέρεται επίσης σε μια δομική κρίση που βίωσε η αμερικάνικη κοινωνία στη δεκαετία του 1930 (αμέσως μετά το κραχ του 1929), αφετέρου δε επειδή το φιλμ αποτυπώνει με έξοχο αφηγηματικό τρόπο τις αλλαγές που υφίσταται η ανθρώπινη ψυχή σε εποχές κρίσης. Αν και, σε αντίθεση με το σκοτεινό πυκνογραμμένο μπεστ σέλερ της Λόρα Χίλκενμπραντ, η ταινία του Γκάρι Ρος είναι πιο φωτεινή, πιο επιφανειακή και πιο βελούδινη. Το φιλμ βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Seabiscuit, ενός αλόγου αγώνων που έχει τα κακά του τα χάλια και το οποίο συνοδεύεται από την φήμη του «κοιμισμένου» και αποπροσανατολισμένου ζώου. Αυτά έως την στιγμή που τρεις άντρες – προβληματικοί όπως το άλογο και φορτωμένοι με τις δικές τους ενοχές – το μετατρέπουν σε πρωταθλητή γράφοντας μια πολύ ωραία (για να είναι αληθινή…) ιστορία σιδερένιας θέλησης και βαθιάς συγκίνησης.
Το σενάριο και η πλοκή βρίθουν από κλισέ και ίσως να βύθιζαν το φιλμ αν η ιστορία δεν ήταν αληθινή. Ο Γκάρι Ρος είναι ο σεναριογράφος των ταινιών Big (1988), Dave (1993), Lassie (1994), σεναριογράφος και σκηνοθέτης του εξαιρετικού Pleasantville (1998) και σκηνοθέτης των The Hunger Games (2012), Free State of Jones (2016) και Ocean’s 8 (2018). Στη μέχρι τώρα πορεία του ο Ρος έχει αποδείξει πως ξέρει να μπαίνει στην ουσία του θέματος. Ξεκινάει την ταινία του με ένα μάθημα ιστορίας για την Αμερική του ’30, όπως την διηγείται ο ιστορικός Ντέιβιντ Μακ Κάλοου, συμπληρώνοντας αυτή την αφήγηση με εξαιρετικής ποιότητας φωτογραφίες. Μαθαίνουμε έτσι ότι οι διασταυρούμενες ζωές είναι η αρχή και το τέλος της φαντασίας. Μιας φαντασίας που δεν απέχει πολύ από την σκληρή και συνάμα μοιραία πραγματικότητα. Και επίσης είναι προφανές ότι οι διασταυρούμενες ζωές είναι αυτές που ορίζουν την πλοκή μιας ιστορίας.
Πρώτα γνωρίζουμε τον Τσάρλς Χάουαρντ (Τζεφ Μπρίτζες), ένα μεγιστάνα της αυτοκινητοβιομηχανίας ο οποίος υποστηρίζει ότι “δεν θα μπορούσα να ξοδέψω πάνω από πέντε δολάρια στο καλύτερο άλογο της Αμερικής”. Ο Χάουαρντ –τι τραγική ειρωνεία- χάνει τον γιο του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και ο ίδιος χάνεται μέσα στην θλίψη, χάνοντας τα πάντα. Το επόμενο πρόσωπο που γνωρίζουμε είναι ο Τομ Σμιθ (Κρις Κούπερ), ένας εκπαιδευτής αλόγων, “απομεινάρι” μιας άλλης εποχής, ο οποίος συναντά την αδιαφορία και ουσιαστικά είναι ανύπαρκτος για τους συνανθρώπους του. Το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας είναι ο αναβάτης Ρεντ Πόλαρντ (Τόμπι Μαγκουάιρ), ο οποίος εγκαταλείπεται από την άστεγη οικογένειά του (ένα στόμα λιγότερο!..) και αναγκάζεται να κάνει εμετό τα γεύματά του προκειμένου να μένει αδύνατος για τους αγώνες. Μοναχικοί όλοι τους, ώσπου ο χωρισμένος Χάουαρντ ξαναπαντρεύεται την πανέμορφη ιππεύτρια Μαρσέλα (Ελίζαμπεθ Μπανκς), η οποία του φωτίζει τη ζωή και του δίνει ξανά ελπίδες για το αύριο.
Και εδώ είναι που μπαίνει στην ζωή όλων το Seabiscuit…Τραυματισμένο από την κακομεταχείριση, το άλογο είχε γίνει πεισματάρικο και απείθαρχο κι οι ιδιοκτήτες του πήραν την απόφαση να το “αποσύρουν”. Ο Χάουαρντ και η γυναίκα του αποφασίζουν να το αγοράσουν. Το ζώο λες και είναι φτιαγμένο για τον συγκεκριμένο ιδιοκτήτη , για τον συγκεκριμένο εκπαιδευτή και για τον συγκεκριμένο αναβάτη. Σε μια σειρά από σκηνές επιδέξια κινηματογραφημένες, το Seabiscuit-χρησιμοποιήθηκαν 10 άλογα για να υποδυθούν το θρυλικό ζώο- κερδίζει εκπληκτικούς αγώνες με τα τέσσερα κοκαλιάρικα πόδια του. Οι αγώνες είναι δοσμένοι με συναρπαστικό τρόπο. Η ένταση φτάνει στα ύψη κατά την διάρκεια του αγώνα μεταξύ του Seabiscuit και του νικητή του Τριπλού Επάθλου, του διάσημου αλόγου War Admiral, σε μια κούρσα ανάμεσα στα δυο τετράποδα, για ν’ αναδειχθεί το καλύτερο. Το Seabiscuit στον συγκεκριμένο αγώνα δεν ιππεύεται από τον Ρεντ Πόλαρντ-λίγο πριν τον αγώνα τραυματίζεται-αλλά από τον Τζορτζ -“Iceman”-Γουλφ, ο οποίος οδηγεί το Seabiscuit στην νίκη.
Αυτό που ενδιαφέρει τον Γκάρι Ρος είναι το ανθρώπινο δράμα και το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους θεατές. Οι ηθοποιοί αναδεικνύουν με εξαιρετικό τρόπο την αληθινή ιστορία. Ο Τζεφ Μπρίτζες “δένει” το φίλμ με την απλότητα και την δύναμη της ερμηνείας του. Ο Κρις Κούπερ φτιάχνει έναν λεπτό και σύνθετο χαρακτήρα στον ρόλο του σιωπηλού Τομ Σμιθ.
Ο Τόμπι Μαγκουάιρ (ο πάλαι ποτέ Πίτερ Πάρκερ-Spider Man του Σάμ Ράιμι) έχει το πιο δύσκολο ρόλο της ταινίας. Οι δαίμονες του αλκοόλ και της αδυναμίας οι οποίοι κατατρώγουν τον πικραμένο μισότυφλο Ρεντ Πόλαρντ, είναι δύσκολο να διαβαστούν στο αρυτίδιαστο πρόσωπο του Μαγκουάιρ. Ο ηθοποιός, όμως, εμποτίζει τον ρόλο του με γνήσιο και αψεγάδιαστο συναίσθημα, όταν ο Ρέντ και το Seabiscuit, και οι δύο τραυματισμένοι και εγκαταλελειμμένοι, βοηθούν ο ένας τον άλλο να θεραπευτούν.
Το “Μεγάλο Φαβορί” αν και γεμάτο κλισέ, είναι ένα συγκινητικό φιλμ που είναι σίγουρο ότι θα μιλήσει στην καρδιά του κάθε θεατή, που βιώνει τέτοιου είδους, καθολικές κρίσεις. Σε μια εποχή όπου ο κυνισμός είναι ο κανόνας, ο Γκάρι Ρος δίνει τον ορισμό της καλής κινηματογραφικής διασκέδασης και εγώ δεν έχω παρά να σας προτείνω με καθαρή καρδιά να ανασύρετε από τα συρτάρια του streaming το Seabiscuit…
Το Μεγάλο Φαβορί (Seabiscuit, 2003)
Σκηνοθεσία: Γκάρι Ρος
Ηθοποιοί: Τόμπι Μαγκουάιρ, Τζεφ Μπρίτζες, Κρις Κούπερ, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Γουίλιαμ Χ. Μέισι
Διάρκεια: 141΄