“Hell or High Water”: Είμαστε όλοι Κομάντσι…

Γράφει ο Νίκος Αλέτρας-Αρτινός

Το φιλμ του Ντέιβιντ Μακένζι Hell or high water είναι μία από τις πλέον καλύτερες αμερικάνικες ταινίες που έχω δει τα τελευταία χρόνια. Είναι ένα γουέστερν δομημένο σύμφωνα με τους κανόνες του είδους, σύμφωνα με τα σημασιολογικά και τα συντακτικά στοιχεία που συναντάμε στις κλασσικές ταινίες του είδους και ταυτόχρονα, είναι ένα μοντέρνο νεορεαλιστικό δράμα του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου. Το φιλμ προσδιορίζει εκ νέου τον αμερικανικό μοντέρνο νεορεαλισμό και η πρωτοτυπία του έγκειται στον ειδολογικό του συνδυασμό, με το πλέον καθαρόαιμο αμερικάνικο σινεμά, το γουέστερν. Πρόκειται λοιπόν για ένα γουέστερν το οποίο εκτυλίσσεται στις αχανείς πεδιάδες μιας σύγχρονης, ερημωμένης και χρεοκοπημένης Άγριας Δύσης. Η σύγχρονη Άγρια Δύση εξακολουθεί να είναι άγρια, όχι εξαιτίας του ανεξερεύνητου φυσικού περιβάλλοντος αλλά εξαιτίας της κανιβαλικής Κοινωνίας της Αγοράς της οποίας βασικός πυλώνας είναι το τραπεζικό σύστημα. Ένα σύστημα το οποίο είναι ανεξέλεγκτο και παρασιτικό, απάνθρωπο και ανίκητο. Ολόκληρη η κοινωνία της σύγχρονης Άγριας Δύσης είναι χρεωμένη στις τράπεζες. Ολόκληρη η κοινωνία είναι χρεοκοπημένη και λειτουργεί χωρίς καμιά αντίσταση σύμφωνα με τους κανόνες που επιβάλλουν οι καπιταλιστές των τραπεζών. Δεν υπάρχει αντίσταση και το πολιτικό σύστημα είναι έτσι δομημένο, ώστε να υπηρετεί τους τραπεζίτες. Η χρεοκοπία του αμερικανικού ονείρου σε όλο της το μεγαλείο.

Η φράση «Hell or High Water» σημαίνει συνήθως «κάνε ό, τι χρειάζεται, ανεξάρτητα από τις περιστάσεις». Αναφέρεται επίσης στην «hell or high water clause» ως μια σύμβαση, συνήθως μίσθωση, η οποία προβλέπει ότι οι πληρωμές πρέπει να συνεχιστούν ανεξάρτητα από τυχόν δυσκολίες που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο δανειολήπτης. Και οι δύο ορισμοί ισχύουν για διαφορετικά μέρη της πλοκής αυτής της ταινίας.Τα δυο αδέρφια, οι δύο πρωταγωνιστές προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το σύστημα έξω από αυτό βγαίνοντας στην παρανομία, αναζητώντας το αυτονόητο, την δικαιοσύνη. «Η δικαιοσύνη δεν είναι έγκλημα» λέει ο Μακένζι, και λέει ακριβώς το αυτονόητο. Οι πράξεις τους δεν είναι ποινικές, είναι εξόχως πολιτικές και βασίζονται ακριβώς στη διεκδίκηση του αυτονόητου. Δεν γίνεται αλλιώς. Όταν οι πολίτες μιας κοινωνίας αναγκάζονται να διεκδικήσουν, να αγωνιστούν για αυτονόητα ζητήματα (όπως η δικαιοσύνη, η υγεία και η παιδεία), τότε η κοινωνία αυτή είναι άρρωστη και νοσογόνος. Τότε η διεκδίκηση των αυτονόητων πολιτικοποιεί οποιoδήποτε ποινικό αδίκημα ή έγκλημα. Τα δύο αδέρφια παίρνουν τα όπλα στα χέρια τους, κάτι που είναι απόλυτα φυσικό στην σύγχρονη Αμερική της οπλοχρησίας, και «μπουκάρουν» σε διάφορα τραπεζικά υποκαταστήματα στην ευρύτερη περιοχή του Τέξας. Ληστεύουν τράπεζες προσπαθώντας να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό ώστε να απαλλάξουν την οικογενειακή περιουσία (ένα ερημωμένο ράντσο, του οποίου το υπέδαφος κολυμπάει στο πετρέλαιο) από την υποθήκη της τράπεζας (την οποία ληστεύουν με συστηματικό και μεθοδικό τρόπο).

Διαβάστε   "Yellowstone": Ένα υπέροχο μοντέρνο γουέστερν παλιάς κοπής

Η ταινία είναι ένα νεορεαλιστικό  γουέστερν, με εξαιρετική σκιαγράφηση χαρακτήρων, δράση, ανατροπές και κυρίως με έντονη πολιτική άποψη που ενισχύεται με λυρικό τρόπο από την υπέροχη μουσική του Νικ Κέιβ. Οι δύο πρωταγωνιστές, ο Κρις Πάιν και ο Μπεν Φόστερ είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους. Εξαιρετικός και ο Τζεφ Μπρίτζες ο οποίος υποδύεται έναν υπερήλικα ρέιντζερ που κυνηγάει τα δύο αδέρφια. Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι ατσάλινοι, ανίκητοι, αδροί και πληθωρικοί άξεστοι και συγκινητικοί, έτσι όπως τους έχουμε συναντήσει σε μεγάλα κλασικά αμερικάνικα γουέστερν του Τζον Φόρντ και του Σαμ Πέκινπα. Οι χαρακτήρες αυτοί είναι μεγαλειώδεις και επικοί στην αξιοπρέπειά τους, παρά τη χρεοκοπία, παρά τη μιζέρια, παρά την κατάθλιψη της κοινωνίας στην οποία ζουν.

Από τις πιο σπουδαίες σκηνές της ταινίας είναι αυτή στην οποία ο Μπεν Φόστερ παίζει στο καζίνο και έρχεται αντιμέτωπος με έναν Ινδιάνο. Η σκηνή είναι γεμάτη ειρωνεία, αφού οι απόγονοι των άλλοτε περήφανων και ανυπότακτων γηγενών της Αμερικάνικης Μεθορίου κατέληξαν να παίζουν μπλακ τζακ στα καταγώγια της λευκής καπιταλιστικής διαφθοράς, ενάντια σε άλλους λευκούς και μαύρους κακομοίρηδες, οι οποίοι, όπως και οι σημερινοί Ινδιάνοι, «δεν έχουν στον ήλιο μοίρα». Η αντιπαράθεση του Μπεν Φόστερ με τον Ινδιάνο στο καζίνο δεν οδηγεί σε μια συναρπαστική μονομαχία κάπου στην αχανή έρημο του Τέξας, αλλά στην εξής- εξίσου συναρπαστική-στιχομυθία, γεμάτη πικρή ειρωνεία, η οποία φανερώνει, έστω και έτσι, μίζερα και απελπισμένα, το πνεύμα της Άγριας Δύσης, όπου τα πάντα και οι πάντες είναι εχθρός:

  • Φόστερ: Είσαι Κομάντσι;
  • Ινδιάνος: Άρχοντες του κάμπου.
  • Φόστερ: Άρχοντες του τίποτα τώρα πια.
  • Ινδιάνος: Ξέρεις τί σημαίνει Κομάντσι; Σημαίνει εχθροί για πάντα.
  • Φόστερ: Εχθροί με ποιον;
  • Ινδιάνος: Με όλους.
  • Φόστερ: Ξέρεις τι με κάνει εμένα αυτό;
  • Ινδιάνος: Έναν εχθρό.
  • Φόστερ: Όχι. Με κάνει έναν Κομάντσι.
Διαβάστε   Το σινεμά στην... ανεργία

Hell or High Water (2016)

Σκηνοθεσία: David Mackenzie

Σενάριο:   Taylor Sheridan

Μουσική: Nick Cave

Ηθοποιοί: Chris Pine, Ben Foster, Jeff Bridges

Διάρκεια: 102΄

Η ταινία είναι διαθέσιμη για streaming από το Netflix