Του Γιάννη Τοτονίδη
Τον Έντγκαρ Ράιτ δε μπορείς να τον πεις “νέο” σκηνοθέτη. Ούτε όμως και “παλιά καραβάνα”. Στο χώρο έχει κολλήσει αρκετά ένσημα. Τόσα, ώστε σε αρκετά χρόνια, αν ήταν δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, να έβγαινε στη σύνταξη.
Μας πρωτοσυστήθηκε μέσα από την τηλεόραση, τη δεκαετία του 1990. Μέσω της ώσμωσης ανάμεσα στο μέσο της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, πέρασε (το 2004) στη μεγάλη οθόνη και παρέμεινε εκεί. Φιλοδοξία του να ολοκληρώσει μια τριλογία, την οποία τελικά πέτυχε με το “Shawn of the Dead” (2004), το “Hot Fuzz” (2007) και το “The World`s End” (2013). Αν δεις τις ταινίες του θα διαπιστώσεις ότι ο τύπος διακατέχεται από μια τρέλα (με την καλή έννοια), μπόλικο χιούμορ και αστείρευτη δράση.
Ε, αυτό συνεχίζει και στην περίπτωση του “Baby Driver”. Μόνο που εδώ εμπνέεται εκείνο το συστατικό που, αν ήταν σεφ, θα του έδιναν πάραυτα ένα ακόμη Μichelin στην καριέρα του. Και αυτό το συστατικό είναι η Μουσική. Πολλή μουσική. Υπερβολικά πολλή μουσική. Ουσιαστικά, δίνει ένα ρόλο στη Μουσική. Την κάνει συμπρωταγωνίστρια με τους υπόλοιπους κεντρικούς ήρωες. Τους οποίους επιτρέψτε μου να σας συστήσω.
Αρχικά, έχουμε τον Baby. Γιατί Baby; Ίσως επειδή στο πρόσωπό του έχει πολύ από την παιδική αθωότητα και τίποτε δεν προμηνύει την extreme ικανότητα που τον διακρίνει. Ίσως, γιατί ο χαρακτήρας του επηρεάστηκε από ένα (τραγικό) συμβάν, όταν ήταν παιδί. Ίσως και για τα δύο. Έχει όμως σημασία; Ο Baby έζησε το θάνατο των γονιών του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ήταν παρών στο αμάξι. Γλίτωσε μεν, αλλά του έμεινε ένα “κουσούρι”. Έχει διαρκώς εμβοές. Ο μόνος τρόπος να μην τον ενοχλούν είναι να ακούει διαρκώς μουσική. Γι’ αυτό έχει συνεχώς ένα ipad μαζί του, φοράει ακουστικά και χρωματίζει τη στιγμή και τη διάθεση του με ανάλογα τραγούδια ή mixtapes που δημιουργεί ο ίδιος από λέξεις ή ήχους που ηχογραφεί από τον περίγυρο.
Ο Baby είναι εξαίρετος οδηγός. Αν έτρεχε σε Formula 1 θα είχε καταρρίψει τα ρεκόρ και θα μονοπωλούσε για χρόνια την πρώτη θέση. Οι αγώνες ταχύτητας όμως δεν είναι του χαρακτήρα του, γιατί είναι προβλέψιμοι και πειθαρχικοί. Ο ίδιος, αντίθετα, τρέφεται με την αδρεναλίνη του κινδύνου και του απρόβλεπτου. Συνήθως είναι ο οδηγός που μεταφέρει, μετά από μια ληστεία, τους ληστές μακριά από τα δίχτυα του νόμου. Με επικίνδυνους ελιγμούς, απότομα φρεναρίσματα και γκάζια, με αποφάσεις που έρχονται στο μυαλό του μέσα σε νανοσεκόντ, φυγαδεύει με ασφάλεια τους ληστές στο κρησφύγετό τους.
Ο Doc είναι ο εγκέφαλος. Αυτός διοργανώνει με ακρίβεια τις ληστείες. Τι ώρα, τι μέρα, με τι τρόπο. Η λεία μοιράζεται στα ίσα. Αλλά σε κάθε ληστεία δίνει ένα ελάχιστο ποσό στον Baby, προκειμένου να τον εξοφλήσει για ένα παλαιότερο ατόπημά του, όταν τον λήστεψε, χωρίς να ξέρει ποιος είναι και ο Doc, αντί να τον “φυτέψει”, του τη χάρισε με αντάλλαγμα να τον (εξ)υπηρετεί μέχρι να ξοφλήσει το χρέος του. Αυτό ομολογώ είναι και ένα θολό σεναριακό σημείο, γιατί ο Baby μας γίνεται γνωστός ως χαρισματικός οδηγός, χωρίς να γνωρίζουμε το παραμικρό από το παρελθόν του (πέρα από το δυστύχημα των γονιών του) και δε μπορείς να φανταστείς, πως κατάφερε ένας πιτσιρικάς να κλέψει ένα μεγάλο ποσό (αφού η δέσμευση για εξόφληση του χρέους κρατά πολλά χρόνια) από έναν διακεκριμένο και επιτήδειο κλέφτη.
Ο Buddy και η Darling είναι ένα παράνομο ζευγάρι που (μάλλον) θέλει να φτιάξει γρήγορα και πλουσιοπάροχα το σπιτικό τους. Επειδή η αγάπη τους είναι μεγάλη, αλλά είναι και ανυπόμονοι, συμμετέχουν σε ληστείες για να κάνουν γρήγορα την προίκα τους. Άριστοι χειριστές και οι δυο των όπλων, ψυχροί επαγγελματίες και φιλικοί απέναντι στον Baby.
Ο Bats από την άλλη είναι νευρικός, οξύθυμος, δύσπιστος και εκρηκτικός. Μια κινούμενη μολότοφ έτοιμη να εκραγεί σε κάθε δευτερόλεπτο. Είναι ο μόνος που δεν βλέπει με καλό μάτι τη θέση του Baby ως οδηγού, παρόλο που αποδέχεται τις ικανότητές του. Είναι αυτός που πατά το κόκκινο κουμπί και πυροδοτεί την ανάφλεξη.
Τέλος, όπως συμβαίνει σε κάθε ταινία που σέβεται τον εαυτό της, εκτός από αίμα και χρήμα, περιλαμβάνει και έρωτα, κατά το γνωστό moto “boy meets girl”. Η Deborah είναι μια σερβιτόρα στο καφέ που πίνει ο Baby τον καφέ του, ακούγοντας -πάντα- μουσική. Είναι η γυναίκα που τον κάνει να “δαγκώσει τη λαμαρίνα”. Είναι η μοιραία γυναίκα που φέρνει τα πάνω κάτω στο συναισθηματικό κόσμο του. Ή, καλύτερα, είναι το φιτίλι που πυροδοτεί μια αλυσιδωτή έκρηξη, ισοπεδώνοντας το παρελθόν του.
Ο Ράιτ κυοφορούσε αυτήν την ιδέα από το 1994. Το 2003 όμως του δόθηκε η ευκαιρία να δώσει ένα μικρό δείγμα του οράματός του σκηνοθετώντας το videoclip των Mint Royale με τίτλο «Blue Song» (τι ανακάλυψα τώρα!!!). Αν το δείτε, θα διαπιστώσετε πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στο κλιπ και στην ταινία. Ο οδηγός που χρονομετρά τη διάρκεια της ληστείας με τα λεπτά ενός τραγουδιού (του ομότιτλου), η κινησιολογία, ακόμη και οι υαλοκαθαριστήρες που κινούνται στο ρυθμό του τραγουδιού, το ύφος και το όλο στυλ αποτελούν προοίμιο αυτής της ταινίας. Αφού μιλάμε λοιπόν για μουσική, να σημειώσουμε εδώ ότι το soundtrack περιέχει μια ευρεία γκάμα από funk, soul και rock επιτυχίες. Σύγχρονες και παλαιότερες, μεταξύ των οποίων Queen, Beck, Jon Spencer Blues Explosion και Sky Ferreira (η οποία κρατά ένα μικρό ρόλο, υποδυόμενη στα flashbacks τη μητέρα του Baby).
Ο Βρετανός σκηνοθέτης καταφέρνει να δημιουργήσει “καταραμένες” σεκάνς που αδιαμφισβήτητα τις περιμένει μια θέση στην παγκόσμια ανθολογία των κινούμενων εικόνων. Κάθε αυτοκινητιστική καταδίωξη ξεχειλίζει από drafts, beat, κοφτό, νευρικό μοντάζ και αδρεναλίνη και δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από ανάλογες των “Fast & Furious” ή του πρόσφατου “Overdrive”. Μοναδική στο είδος της η σεκάνς της αρχής που συγχρονίζει κάθε δευτερόλεπτο των ηρώων με τους ήχους του “Bellbottoms” των The Jon Spencer Blues Explosion. Προσωπικά δε, με εντυπωσίασε το ενορχηστρωμένο μονόπλανο ακριβώς αμέσως μετά, στη διάρκεια των ζενερίκ, χορογραφημένο με τελειότητα στους ρυθμούς του “Harlem Shuffle” από τους Bob & Earl. Γενικά, η μουσική -όπως έγραψα και νωρίτερα- είναι τόσο σημαντική και πληθωρική, εντούτοις όμως δε μπορείς να χαρακτηρίσεις την ταινία ως μιούζικαλ, παρόλα τα μεγαλεπήβολα μουσικά νούμερα που περιέχει.
Από την άλλη, οι χαρακτήρες που εμπλέκονται είναι πολύχρωμοι, πολυδιάστατοι και πληθωρικοί (για μένα ξεχωρίζει ο χαρισματικός Έλγκορτ), ενώ η εξαιρετική ποπ φωτογραφία του Bill Pope («Clueless», «The Matrix», «Spider-Man 2») τους δίνει την απαραίτητη πινελιά που απαιτείται για να τονίσουν το story της ταινίας και να λιπάνουν τα καλογρασαρισμένα γρανάζια της σεναριακής πλοκής. Ο Ράιτ (στον οποίο δίκαια του απένειμα στην αρχή ένα ακόμη Μichelin) ως εξαίρετος σεφ συνδυάζει ιδανικά τα συστατικά της περιπέτειας, καταδίωξης, κωμωδίας και σκοτεινού ρομάντζου, δένοντας τα γευστικά με teen love και justice feeling. Θυμηθείτε στην αρχή της ταινίας, εκεί σε εκείνο το μονόπλανο που έλεγα ότι με εντυπωσίασε, ένας σύγχρονος “προφήτης” προτρέπει τον κόσμο να μετανοήσει λέγοντας: “Η αμαρτία είναι ο εχθρός σας… Μην αποφύγετε τις αμαρτίες σας”. Γι’ αυτό και το φινάλε μοιάζει ηθικοπλαστικό. Όλες οι αμαρτίες πληρώνονται εδώ.
Το μοναδικό μεμπτό -για μένα- σημείο, στο οποίο νομίζω ότι θα μπορούσε να απαντήσει για την ορθότητα ή όχι της μομφής μου μόνον ένας ψυχολόγος, είναι το παρελθόν και το παρόν του Baby. Ένα παιδί που επιβαίνει σε ένα αμάξι και γίνεται ζωντανός μάρτυρας της σύγκρουσης του αυτοκινήτου που έχει σαν αποτέλεσμα το θάνατο και των δύο γονιών του, φαντάζομαι ότι θα είναι σημαδεμένο σε όλη του τη ζωή από αυτό το τραύμα. Πιστεύω ότι δε θα μπορούσε να το ξεπεράσει και δε θα μάθαινε να οδηγεί. Ή, αν τουλάχιστον έπρεπε και ήταν απαραίτητο να βγάλει δίπλωμα, σίγουρα θα έτρεχε στα επιτρεπόμενα όρια και ποτέ δε θα τα ξεπερνούσε, κουβαλώντας μέσα του αυτήν την τραυματική εμπειρία. Κατά τα άλλα όμως, περνάς υπέροχα κατά τη θέασή της, την λατρεύεις και σίγουρα θα σου μείνει χαραγμένη στη μνήμη, όπως τα ανεξίτηλα ίχνη στην άσφαλτο από ένα καπνισμένο draft.
BABY DRIVER
Σκηνοθεσία: Έντγκαρ Ράιτ
Ηθοποιοί: Άνσελ Έλγκορτ, Κέβιν Σπέισι, Λίλι Τζέιμς, Τζον Χαμ, Τζέιμι Φοξ, Τζον Μπέρνταλ, Έιζα Γκονζάλεζ
Διάρκεια: 113΄