“Οι Σκιές του Μπρούκλιν”: μια ατμοσφαιρική επιστολή στη Νέα Υόρκη μέσα από διαχρονικά θέματα κουλτούρας και φυλετικών διακρίσεων

Νέα Υόρκη, 1957. Ο Λάιονελ Έσρογκ (Έντουαρντ Νόρτον), ένας μοναχικός ιδιωτικός ντετέκτιβ με σύνδρομο Τουρέτ, αναλαμβάνει να διαλευκάνει τον φόνο του μέντορα και μοναδικού φίλου του, Φρανκ Μίνα (Μπρους Γουίλις). Έχοντας λιγοστά στοιχεία και ένα ψυχαναγκαστικό μυαλό στη διάθεση του, ο Λάιονελ ανακαλύπτει τα καλά φυλαγμένα μυστικά που κρατούν σε ισορροπία τη μοίρα ολόκληρης της πόλης. Σε μία μυστηριώδη διαδρομή από τα ποτισμένα με τζιν τζαζ κλαμπ του Χάρλεμ ως τις σκληρές φτωχογειτονιές του Μπρούκλιν και τα πολυτελή σαλόνια των εμπόρων εξουσίας, ο Λάιονελ έρχεται αντιμέτωπος με κακοποιούς, διαφθορά και τον πιο επικίνδυνο άνδρα της πόλης για να τιμήσει τη μνήμη του φίλου του και να σώσει τη γυναίκα που μπορεί να αποδειχτεί σωτήρας του.

Η έμπνευση

Στην καρδιά αυτής της αστυνομικής ιστορίας βρίσκεται μία ξεχωριστή εκδοχή του νουάρ σινεμά -ένας άντρας οδηγείται στα πιο σκοτεινά μέρη της Νέας Υόρκης του 1957 από την ανάγκη να καταλάβει τον κόσμο που τον έχει αφήσει στο περιθώριο. Πρόκειται για τον Λάιονελ Έσρογκ, έναν ήρωα, του οποίου η διαταραχή θα τον είχε κανονικά αποκλείσει από τις κλασικές αστυνομικές ιστορίες, αλλά στην περίπτωση αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο και παλεύει με το χάος και την ευαισθησία.

Όταν ο Λάιονελ προσπαθεί να βρει τον φονιά του μόνου ανθρώπου που νοιάστηκε για αυτόν, του αφεντικού του, Φρανκ Μίνα, βυθίζεται βαθιά στο σκοτάδι της πόλης. Η παρόρμηση του να βάζει τάξη στο χάος, να συναρμολογεί ξανά ό,τι έχει διαλυθεί, τον οδηγούν στην ίδια τη δομή της Νέας Υόρκης. Η αναζήτηση για δικαιοσύνη γίνεται μία οδύσσεια που τον εμπλέκει με τις δυνάμεις όχι μόνο της φιλοδοξίας, της απληστίας, της μισαλλοδοξίας και της εξουσίας, αλλά και τη δύναμη της μουσικής και της συναισθηματικής σύνδεσης.

Πριν από δύο δεκαετίες, ο Νόρτον διάβασε το ομώνυμο βιβλίο του Τζόναθαν Λέθεμ και αγάπησε τον αφηγητή του. Μπορεί να είναι ένα φρικιό, αλλά ο Νόρτον διέκρινε μέσα του την ανάγκη να βρει τον εαυτό του και να αναδυθεί σε έναν χαοτικό κόσμο.

«Με συνεπήρε αυτό το ορφανό παιδί που μεγάλωσε στους κακόφημους δρόμους του Μπρούκλιν, που πάσχει από το σύνδρομο Τουρέτ και έχει ιδεοληπτική και ψυχαναγκαστική διαταραχή. Είναι, όμως, εξαιρετικά έξυπνος και έχει έναν μοναδικό τρόπο να βλέπει τον κόσμο», λέει ο Νόρτον. «Έχει μια πολύ θετική πλευρά η ψυχαναγκαστική του προσωπικότητα. Δεν μπορεί να αφήσει τα πράγματα ήσυχα, δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται πράγματα που δεν βγάζουν νόημα. Οπότε, σαν ντετέκτιβ, έχει την ακούραστη παρόρμηση να ανακαλύψει τι γίνεται γύρω του. Το βρήκα συναρπαστικό και συγκινητικό».

Ο Νόρτον συνεχίζει: «Ο Τζόναθαν δημιούργησε έναν χαρακτήρα αστείο και αιχμηρό, έναν χαρακτήρα που ενστικτωδώς συμπαθείς γιατί βλέπεις πώς είναι μέσα του. Πάντα με έλκυαν οι πιο αδύναμοι και αγάπησα τον Λάιονελ».

Μια διαφορετική εκδοχή

Όμως, όπως ο Λάιονελ έχει την τάση να διαλύει ό,τι τον αφορά, έτσι και ο Νόρτον ένιωσε την ανάγκη να παίξει με αυτόν τον χαρακτήρα, που τον μάγεψε.

Ο Νόρτον έκανε κάτι που ήξερε ότι είναι κόντρα στους κανόνες: φαντάστηκε τον Λάιονελ σε μία εντελώς διαφορετική χρονική στιγμή, με φόντο διαφορετικά γεγονότα από το βιβλίο. Συγχρόνως, ο Νόρτον ήθελε τον Λάιονελ να παραμείνει ένα ορφανό παιδί από το Μπρούκλιν, έναν ντετέκτιβ στα ίχνη του φονιά του μέντορα του, έναν λεκτικό βιρτουόζο και έναν άντρα που συντονίζεται με τα μυστήρια και τα πυροτεχνήματα του ανθρώπινου μυαλού. Ήθελε η ταινία, όπως και το βιβλίο, να είναι ένας φόρος τιμής στο νουάρ και μία ενδοσκοπική επιστολή στη Νέα Υόρκη με όλες τις φιλοδοξίες και το χάος της.

Όταν ο Νόρτον προσέγγισε τον Λέθεμ βάζοντας τον διάσημο αφηγητή της ιστορίας σε νέο πεδίο, ήξερε ότι το ρίσκο ήταν μεγάλο και ότι ο συγγραφέας μπορεί να μη συμφωνούσε. Ο Νόρτον είπε ξεκάθαρα τις προθέσεις του, ότι δηλαδή στόχευε να αλλάξει την πλοκή.

Όπως αποδείχθηκε, ο Λέθεμ ήταν ανοιχτός στην ιδέα. Για την ακρίβεια, του άρεσε πολύ. «Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’90. Αλλά οι χαρακτήρες έχουν τη στόφα του 1950, μιλάνε και συμπεριφέρονται όπως τότε», σημειώνει ο Νόρτον. «Αυτό λειτουργεί υπέροχα σε λογοτεχνικό επίπεδο, αλλά ξεκαθάρισα στον Λέθεμ ότι σε μια ταινία μπορεί να φανεί ειρωνικό, αν μιλάνε σαν ήρωες νουάρ. Ευτυχώς, ο Τζόναθαν συμφώνησε. Είπε ότι η πλοκή ήταν δευτερεύουσα σε σχέση με τον χαρακτήρα στο μυαλό του και ότι αν ήθελα να στείλω τον Λάιονελ σε μια άλλη περιπέτεια, ήταν εντάξει με αυτό».

Ο Νόρτον ήξερε ακριβώς πού ήθελε να πάει τον Λάιονελ. «Πάντα με ενδιέφερε το τι συνέβαινε στο παρασκήνιο της ανάπτυξης της Νέας Υόρκης στο τέλος της δεκαετίας του 1950, όταν η παλιά Νέα Υόρκη έγινε μια μοντέρνα πόλη», εξηγεί. «Ήταν ένα φορτισμένο μέρος για τον Λάιονελ. Ευτυχώς, ο Τζόναθαν είναι ένας εξίσου παθιασμένος μελετητής της Νέας Υόρκης, όπως εγώ, και κατάλαβε ακριβώς τι έλπιζα να κάνω, οπότε δεν θα μπορούσα να σταθώ πιο τυχερός».

Παρά την τύχη του, όμως, ο Νόρτον δεν μπορούσε να επισπεύσει τη διαδικασία. Χρειαζόταν εκτενή έρευνα και μια πολυφωνική πλοκή. Ο Νόρτον εργάστηκε πάνω στο σενάριο μέσα στην επόμενη δεκαετία και μερικά χρόνια ακόμα για να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη.

Διαβάστε   "Cocaine Bear": Μια άγρια μαύρη κωμωδία για την αληθινή ιστορία της αρκούδας που κατάπιε μια τεράστια ποσότητα κοκαΐνης

Ένας αστικός λαβύρινθος

Όσο δούλευε πάνω στην ιστορία του Λάιονελ, ο Νόρτον επέτρεψε στο κυνηγητό για τον φονιά του Φρανκ Μίνα να τον οδηγήσει πιο βαθιά στον λαβύρινθο μιας πόλης που τότε σφυρηλατούσε την εκλεπτυσμένη ομορφιά της και την υπόγεια ανισότητα που επικρατεί ακόμα και σήμερα.

Ο Νόρτον μετατρέπει την αναζήτηση του φονιά του Φρανκ Μίνα στη μάχη με έναν γίγαντα: τον Μόουζες Ράντολφ, τον φιλόδοξο εργολάβο που ξαναφτιάχνει την πόλη, τον οποίο υποδύεται ο Άλεκ Μπάλντουιν. Στον Ράντολφ, ο Λάιονελ ανακαλύπτει ένα έγκλημα πιο βαρύ από οτιδήποτε του είχε μάθει ο Μίνα, αποκαλύπτοντας διαφθορά, διάκριση και ολοσχερή καταστροφή γειτονιών, που λάμβανε χώρα ανενόχλητη, καθώς η πόλη μεγάλωνε προς όφελος μερικών και σε βάρος άλλων.

Η Νέα Υόρκη χτιζόταν μέσα από διεφθαρμένες συμφωνίες, ρατσιστικές τακτικές και αντιδημοκρατικές διαδικασίες.

Ο κτηματομεσιτικός τομέας είναι, κατά μία έννοια, στη μοίρα του Νόρτον. Ο παππούς του, Τζέιμς Ρους, ήταν ένας προοδευτικός εργολάβος και φιλάνθρωπος, ένας πρωτοπόρος και φιλόσοφος της αστικής ανανέωσης. Ο Νόρτον μεγάλωσε στην Κολούμπια, μία πόλη που είχε φανταστεί και χτίσει ο ίδιος ο παππούς του.

Οπότε, ο Νόρτον άρπαξε την ευκαιρία να φτιάξει το πορτρέτο ενός αλαζόνα, αχόρταγου πολεοδόμου που εκπροσωπεί ό,τι αποποιήθηκε ο παππούς του. Παρόλο που ο Ράντολφ δεν ήταν υπαρκτή προσωπικότητα, αντλεί στοιχεία από την έλλειψη ηθικής των νεοϋρκέζων διαπλεκόμενων των μέσων του προηγούμενου αιώνα και προκύπτει από ένα μείγμα χαρακτήρων της ιστορίας της πόλης.

«Η ιστορία του πώς η παλιά Νέα Υόρκη μεταμορφώθηκε σε μία μοντέρνα πόλη είναι σκοτεινή», επισημαίνει ο Νόρτον. «Υπάρχουν βιβλία και ντοκιμαντέρ σχετικά με αυτή την εποχή, αλλά δεν έχουμε δει κάποια σχετική ταινία. Πολλά από αυτά που έγιναν στην πόλη πραγματοποιήθηκαν μέσα από μεθόδους που ήταν αντίθετες με τη δημοκρατία, αφού θύμιζαν περισσότερο δικτατορία. Οι γέφυρες, οι δρόμοι και τα στεγαστικά έργα της Νέας Υόρκης κρύβουν τα πιο σκοτεινά μυστικά της πόλης».

Χάος, τρυφερότητα και τζαζ

Παρόλο που ο Λάιονελ είναι εξοικειωμένος με την ωμή πραγματικότητα της ζωής, η ακραία διαφθορά στην καρδιά της πόλης τον αφήνει άφωνο. Όμως, επειδή πρόκειται για έναν αποφασιστικό χαρακτήρα, δεν πρόκειται να μην βρει την άκρη του νήματος, καθώς αφορά τον μέντορά του, Φρανκ Μίνα.

Καθώς ο Λάιονελ βυθίζεται στο σκοτάδι της πόλης, ανακαλύπτει μία απόδραση από τις κουραστικές σκέψεις που ταλαιπωρούν το μυαλό του: την τρυφερή σύνδεση με μία γυναίκα που δεν προσπαθεί να τον αλλάξει. Ο Λάιονελ δεν ήξερε μέχρι τότε πώς είναι να σε αγαπούν. Ο Νόρτον ήθελε αυτό να είναι ένας από τους μικρούς, αλλά αναζωογονητικούς θριάμβους στην πορεία επίλυσης ενός μεγαλύτερου μυστηρίου.

«Ο Λάιονελ έχει την ανάγκη και την επιθυμία να συνδεθεί. Νιώθει ότι δεν τον βλέπουν, γιατί δεν βλέπει πέρα από το πρίσμα της δικής του κατάστασης. Οπότε, ο χαρακτήρας της Λόρα Ρόουζ, που υποδύθηκε τόσο ωραία η Γκούγκου Μπάτα-Ρο, γίνεται ο συναισθηματικός πυρήνας της ιστορίας», λέει ο Νόρτον. «Είναι αυτή που εκφράζει την ιδέα ότι όλοι χρειαζόμαστε κάποιον να μας φροντίζει».

Είναι η Λόρα που οδηγεί τον Λάιονελ σε μία άλλη ανακάλυψη που του ανοίγει μία νέα διάσταση: τον χώρο της τζαζ και της κουλτούρας της.

«Αν υπάρχει μία μουσική έκφραση της αυτοσχεδιαστικής, άγριας, καταπληκτικής γλώσσας που μπορεί να εκφράσει το σύνδρομο Τουρέτ, είναι η τζαζ, οπότε μου άρεσε η ιδέα να βρίσκει ο Λάιονελ αυτόν τον κόσμο», λέει ο Νόρτον. «Απελευθερώνεται μέσα από τη μουσική, που, όπως και το μυαλό του, είναι αναρχική, χαοτική, αλλά και όμορφη».

Η ενέργεια και ο αυθορμητισμός της τζαζ παρασύρει τον Λάιονελ σε μία άλλη πλευρά της πόλης που υπάρχει στα υπόγεια. «Η μουσική της ταινίας ήταν μία δίοδος όχι μόνο στη χρονική περίοδο και την ιστορία της Νέας Υόρκης, αλλά και μία προσέγγιση του εσωτερικού κόσμου του Λάιονελ», επισημαίνει ο Νόρτον.

Το καστ

Η επιλογή των ηθοποιών που θα ζωντάνευαν τον κόσμο που είχε στο μυαλό του ο Νόρτον για δύο δεκαετίες, ήταν μία κρίσιμη διαδικασία. Ο Νόρτον ήξερε ότι χρειαζόταν δυνατούς ηθοποιούς δεδομένου ότι θα πρωταγωνιστούσε ως Λάιονελ, ενώ θα σκηνοθετούσε και θα έκανε και την παραγωγή μιας τόσο απαιτητικής ταινίας.

«Το να σκηνοθετείς μια ταινία είναι σχεδόν εξ ορισμού ανταγωνιστικό με τη νοητική κατάσταση στην οποία θέλεις να βρίσκεσαι, όταν είσαι ηθοποιός», τονίζει ο Νόρτον. «Θέλεις να ζεις στον κόσμο σου όταν υποδύεσαι έναν ρόλο, ενώ έχεις πολλά στο μυαλό σου, όταν σκηνοθετείς. Αυτό σημαίνει ότι όταν τα κάνεις και τα δύο, πρέπει να κατακτήσεις τον χαρακτήρα πολύ πριν τον υποδυθείς. Σημαίνει επίσης ότι χρειάζεσαι έμπειρους συνεργάτες».

Βρήκε ακριβώς αυτό που έψαχνε στους Μπρους Γουίλις, Γουίλεμ Νταφόε, Άλεκ Μπάλντουιν, Γκούγκου Μπάτα-Ρο και Μπόμπι Καναβάλε.

Διαβάστε   Aquaman

Για τον Άλεκ Μπάλντουιν, που υποδύεται τον Μόουζες Ράντολφ, έναν αμφιλεγόμενο άντρα, η ιστορία λειτουργεί μόνο επειδή όλοι οι συμπρωταγωνιστές του έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Η Μπάτα-Ρο λέει σχετικά: «Ο Έντουαρτ ζωντανεύει μία ατμοσφαιρική, εκφραστική ερωτική επιστολή στη Νέα Υόρκη μαζί με ένα ασυνήθιστο προσωπικό ταξίδι. Υφαίνει παράλληλα διαχρονικά θέματα κουλτούρας, ανάπλασης περιοχών, φυλετικών διακρίσεων και την ιστορία των αμερικάνικων πόλεων, αλλά μέσα από τα μάτια ενός αουτσάιντερ».

Ο Νόρτον νιώθει υποχρέωση απέναντι σε αυτούς που συνεργάστηκαν στο τολμηρό του όραμα και τον υποστήριξαν μπροστά και πίσω από την κάμερα. «Αυτή η παραγωγή είχε μεγάλη κλίμακα και ποτέ δεν θα ολοκληρωνόταν από ψυχρούς επαγγελματίες», επισημαίνει. «Ένιωσα ότι είχα μία φοβερή ομάδα γύρω μου σε κάθε βήμα της ταινίας. Χωρίς αμφιβολία, ήταν μία από τις καλύτερες συνεργασίες σε όλα τα επίπεδα, που είχα τη χαρά να ζήσω στην καριέρα μου».

Ο Λάιονελ Έσρογκ και η παράδοση του νουάρ

Όπως ο συγγραφέας Τζόναθαν Λέθεμ έπαιξε με τα θέματα της pulp αμερικάνικης λογοτεχνίας για να δημιουργήσει τον Λάιονελ Έσρογκ, έτσι και ο Νόρτον αυτοσχεδίασε με τα κλασικά θέματα του νουάρ σινεμά.

Το 1957, τη χρονιά που ο Νόρτον τοποθέτησε την ιστορία, το νουάρ καταξιώνεται στο Χόλιγουντ και γίνεται το όχημα που αμφισβητεί τις κοινωνικές νόρμες. Αναδυόμενοι από τη χαμένη αθωότητα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ήρωες του νουάρ είναι ένα μείγμα μελαγχολίας, ενοχής και θυμού. Για τον δημιουργό, το νουάρ εξερευνά το σκοτάδι καλύτερα από κάθε άλλο είδος. «Τη δεκαετία του ’50, είχες την αίσθηση ότι η Αμερική βρισκόταν σε ραγδαία εξέλιξη. Ήμασταν μια νέα, αισιόδοξη και ιδεαλιστική χώρα. Το νουάρ έβγαζε αυτό το περιτύλιγμα. Από κάτω, γινόντουσαν πολλά σκοτεινά πράγματα. Το να βλέπεις τι συμβαίνει στις σκιές, είναι εξίσου ενδιαφέρον σήμερα», αναφέρει σχετικά ο Νόρτον.

Ως ηθοποιός, ο Νόρτον κλήθηκε να ερμηνεύσει έναν εντελώς διαφορετικό ντετέκτιβ. Στη νουάρ κουλτούρα, οι ντετέκτιβ είναι λιγομίλητοι, ενώ ο Έσρογκ δεν μπορεί να σταματήσει τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα του με κάθε ευκαιρία. Δεν μπορεί να σταματήσει να κάνει λογοπαίγνια και ήχους με το στόμα του, γεγονός που τον κάνει έναν μάλλον διάφανο και εύθραυστο χαρακτήρα. Όμως, ο Νόρτον έκανε τα πάντα ώστε το κοινό να νιώσει το Σύνδρομο Τουρέτ ως οργανικό χαρακτηριστικό του Λάιονελ, ένα κομμάτι του εαυτού του, όπως το ότι είναι ορφανός και γεννημένος στο Μπρούκλιν. Μάλιστα, όσο ο ίδιος ο χαρακτήρας ενστερνίζεται τις εκκεντρικότητες του, συνειδητοποιεί ότι δεν χρειάζεται να είναι μόνος του. Μπορεί να βρει παρηγοριά με το να ανοιχθεί σε κάποιον άλλον, όπως όλοι μας.

«Για μένα, η ουσία του προσωπικού του ταξιδιού είναι η ανάγκη του να συνδεθεί», λέει ο Νόρτον. «Νιώθει ότι δεν τον βλέπουν, ή δεν τον βλέπουν γι΄αυτό που είναι, γιατί τον χαρακτηρίζει πολύ η πάθηση του. Το παιχνίδι της απόγνωσης με το χιούμορ είναι ένα μείγμα που εντοπίζω σε πολλούς από τους αγαπημένους μου χαρακτήρες».

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί εμπνεύστηκαν από την ερμηνεία του Νόρτον, που βυθίζεται σε όλα τα επίπεδα του χαρακτήρα. Για τον Μπόμπι Καναβάλε, φίλο και συνεργάτη του Νόρτον, η ερμηνεία του τον εξέπληξε. «Όταν πήγα στο σετ, μιλούσαμε με τον Έντουαρτ τη μία στιγμή και την επόμενη βρεθήκαμε σε μία συναισθηματικά φορτισμένη σκηνή και μου ερχόταν να σταματήσω και να του πω ότι είχα ξεχάσει πόσο σπουδαίος ηθοποιός είναι», θυμάται ο Καναβάλε. «Είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του».

Φυλετικές Διακρίσεις

Αν ο θάνατος του Φρανκ Μίνα πυροδοτεί το ταξίδι του Λάιονελ, η δικηγόρος και ακτιβίστρια Λόρα Ρόουζ δίνει στο ταξίδι ένα σπουδαίο μήνυμα, μεγαλύτερο από αυτό που περίμενε. Όμως η Λόρα είναι το ακριβώς αντίθετο της μοιραίας γυναίκας. Είναι αυτή που θα σώσει τον Λάιονελ. Τη συναντά στην Επιτροπή Κατά των Φυλετικών Διακρίσεων σε θέματα στέγασης, μία επιτροπή που αντιστέκεται σθεναρά στα σχέδια του Μόουζες Ράντολφ, όπου υποδύεται έναν ρεπόρτερ με την ελπίδα να αποκαλύψει τι συνέβη στον Φρανκ Μίνα. Οι δυο τους θα ενώσουν τις δυνάμεις του ψάχνοντας την αλήθεια και δημιουργώντας έναν δυνατό δεσμό.

Τον ρόλο αναλαμβάνει η Γκούγκου Μπάτα-Ρο, που ενθουσιάστηκε με την ευφυία του χαρακτήρα. «Η Λόρα ζει ανάμεσα σε δύο κόσμους, μεγάλωσε στο Χάρλεμ και είναι απόφοιτος νομικής. Μου άρεσε το πάθος της για την κοινότητα, για τον νόμο, τον ακτιβισμό και την τζαζ».

Αρχικά, η Λόρα πιστεύει ότι ο Λάιονελ είναι ένας δημοσιογράφος που διερευνά ένα μεγάλο σκάνδαλο. Όμως η μάσκα του πέφτει, όπως και οι συναισθηματικές του άμυνες.

«Μου αρέσει η δυναμική τους», λέει η Μπάτα-Ρο. «Στην αρχή, η Λόρα θεωρεί ότι είναι ένας ρεπόρτερ που μπορεί να τη βοηθήσει να ρίξει φως στον σκοπό της. Αλλά όσο πιο πολύ τον γνωρίζει, βλέπει πέρα από το Σύνδρομο Τουρέτ. Βλέπει μέσα του με έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Κι αυτός κάνει το ίδιο. Είναι ένα παράξενο ζευγάρι, αλλά είναι αληθινοί. Μπορεί να μην ταιριάζουν στον κόσμο, αλλά ταιριάζουν μεταξύ τους».

Για τον Νόρτον, η Μπάτα-Ρο είναι μια αποκάλυψη. «Η Γκούγκου είναι τόσο χαρισματική. Βρίσκαμε πράγματα μαζί που με βοηθούσαν να ανακαλύψω την ιστορία συνολικά. Όπως και ο Λάιονελ, η Λόρα νιώθει αόρατη ως μαύρη δικηγόρος τη δεκαετία του ’50».

Στην Επιτροπή Κατά Των Φυλετικών Διακρίσεων σε θέματα στέγασης, η Λόρα συνεργάζεται με την Γκάμπι Χόροϊτς, τη χαρισματική αρχηγό ενός κινήματος με στόχο να σώσει τις γειτονιές της Νέας Υόρκης από τις μπουλντόζες του Μόουζες Ράντολφ. Όπως και στην περίπτωση του Ράντολφ, η Χόροϊτς είναι εμπνευσμένη από μία αληθινή προσωπικότητα, την Ορτένς Γκέιμπλ, μία μάχιμη δικηγόρο σε θέματα φυλετικών διακρίσεων και στέγασης.

Διαβάστε   Επικίνδυνη Αποστολή: Η Πτώση

Τον ρόλο αναλαμβάνει η Τσέρι Τζόουνς. Ο Νόρτον ήταν ενθουσιασμένος που είχε την ευκαιρία να δουλέψει με έναν θρύλο του θεάτρου. «Πολλοί γνωρίζουν την Τσέρι από τον ρόλο της στο Doubt, οπότε θα είχε ενδιαφέρον να την πάρουμε από τον ρόλο της μοναχής και να τη βάλουμε σε ρόλο ακτιβίστριας. Μου αρέσει ο τρόπος που ερμήνευσε αυτή τη σκληροτράχηλη, παλαιών αρχών, ανυποχώρητη σοσιαλίστρια από το Μπρονξ».

Οι Άνθρωποι του Μίνα

Στην αρχή της ταινίας, το κοινό γνωρίζει τον μοναδικό φίλο του Λάιονελ, τον Φρανκ Μίνα. Ένας αθυρόστομος τύπος από το Μπρούκλιν με καλή καρδιά που προστατεύει τα ορφανά και τα βάζει στη δούλεψη του ανορθόδοξου γραφείου ντετέκτιβ που διευθύνει.

Ο Νόρτον συνεργάστηκε με τον Μπρους Γουίλις, τον οποίο θαύμαζε από παλιά. «Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να γίνει ο Φρανκ Μίνα, που είναι η επιτομή των κλασικών ντετέκτιβ. Τη στιγμή που εμφανίζεται, νιώθεις τη σχέση του με τον Λάιονελ. Είναι καταπληκτικό πόσο γρήγορα προκαλεί το συναίσθημα».

Τα ορφανά που ο Μίνα αναλαμβάνει μαζί με τον Λάιονελ είναι ο Γκιλ, ο Ντάνι και ο Τόνι. Τον τελευταίο υποδύεται ο Μπόμπι Καναβάλε. «Είναι ο κλασικός τύπος άντρα που αναλαμβάνει την αρχηγία της ομάδας. Ίσως βλέπει και μια σπάνια ευκαιρία στον θάνατο του Μίνα για να αναλάβει την επιχείρηση».

Οι διαπλεκόμενοι και οι διαφωνούντες

Ο Μόουζες Ράντολφ πιστεύει ότι η Νέα Υόρκη θα σωθεί αν ισοπεδωθούν όλα αυτά που δεν του αρέσουν, όπως ολόκληρες φτωχογειτονιές. «Έπρεπε να παίξω τον Μόουζες Ράντολφ σαν έναν βίαιο τύπο που στη δημόσια ζωή πλασάρεται ως οραματιστής. Δεν έχει αυτογνωσία. Νομίζει ότι κάνει τα πάντα τέλεια και ότι όλοι θα έκαναν το ίδιο στη θέση του. Η ιδέα του είναι να γκρεμίσεις κάτι σήμερα για να έχεις ένα καλύτερο αύριο. Αλλά έχει μία σκοτεινή πλευρά σεξισμού και ρατσισμού», λέει ο Άλεκ Μπάλντουιν, που υποδύεται τον ρόλο.

Ο Μόουζες βρίσκει τον Λάιονελ ενδιαφέροντα με έναν παράξενο τρόπο. «Για τον Μόουζες, ο Λάιονελ είναι ασυνήθιστος», παρατηρεί ο Μπάλντουιν. «Τον βρίσκει ενδιαφέροντα γιατί και ο ίδιος νιώθει αποξενωμένος. Ταυτίζεται με το μυαλό του Λάιονελ, που ποτέ δεν σταματάει. Αναγνωρίζει κάτι ο ένας στον άλλον».

Καθώς ο Λάιονελ ψάχνει να λύσει την υπόθεση του φόνου του Μίνα, συναντά έναν ακόμα παράξενο, αναμαλλιασμένο άντρα, τον μυστηριώδη Πολ, έναν ιδεαλιστή αρχιτέκτονα, τον οποίο υποδύεται ο Γουίλεμ Νταφόε. «Όταν τον βλέπεις την πρώτη φορά, νομίζεις ότι είναι ένας άστεγος ή τρελός. Όμως, είναι ο ιππότης της ιστορίας», επισημαίνει ο Νόρτον.

«Στην αρχή, νομίζεις ότι είναι ένας άστεγος με παρανοϊκές φαντασιώσεις για όλα όσα πάνε λάθος στον κόσμο. Μετά καταλαβαίνεις ότι έχει σπάνιες πληροφορίες που μπορούν να βοηθήσουν στην έρευνα του Λάιονελ. Είναι ο ενδιάμεσος κρίκος που συνδέει ένα απλό μυστήριο με την αποκάλυψη μιας μεγαλύτερης ιστορίας διαφθοράς», λέει ο Νταφόε.

Κάποτε ο Μόουζες Ράντολφ ήταν σε κοινό μονοπάτι με τον Πολ. «Είχαν την ευκαιρία να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά ο Μόουζες πρόδωσε τα ιδανικά του και κυνήγησε την εξουσία», παρατηρεί ο Νταφόε. «Άρχισε να εκφοβίζει, ενώ ο Πολ ήταν πιο σκεφτικός. Για τον Μόουζες, ο Πολ ήταν αναποτελεσματικός και αδύναμος. Για τον Πολ, ο Μόουζες πιστεύει ότι είναι άνθρωπος του λαού, αλλά δεν είναι. Οπότε, χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο Έντουαρτ δεν έγραψε τους ρόλους με διδακτικό ύφος. Αυτό που συμβαίνει μεταξύ τους είναι πολύ ανθρώπινο».

«Όλοι οι αγαπημένοι μου δημιουργοί παρουσιάζουν ένα παράδοξο και αυτή η ταινία έχει πολλά παράδοξα, από τη μείξη της ομορφιάς και του πόνου στα βάσανα που περνάει ο Λάιονελ, μέχρι τη μείξη καταστροφής και δημιουργικού οράματος στον Μόουζες Ράντολφ», καταλήγει ο Νόρτον. «Ελπίζω αυτή η ταινία να θέτει μεγάλα ερωτήματα για τις πόλεις και τις διακρίσεις. Πιο πολύ, ελπίζω το κοινό να αποκτήσει σχέση με έναν απρόσμενο χαρακτήρα που κάνει ένα βαθύ συναισθηματικό ταξίδι».

 

Οι Σκιές του Μπρούκλιν (Motherless Brooklyn)

Σκηνοθεσία: Έντουαρτ Νόρτον

Ηθοποιοί: Έντουαρτ Νόρτον, Μπρους Γουίλις, Γουίλεμ Νταφόε, Άλεκ Μπάλντουιν, Γκούγκου Μπάτα-Ρο, Μπόμπι Καναβάλε, Λέσλι Μαν, Φίσερ Στίβενς, Τσέρι Τζόουνς

Διάρκεια: 144′

Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019