Του Γιάννη Τοτονίδη
«Βασισμένη σε αληθινή ιστορία». Πόσες φορές δεν το ΄χουμε διαβάσει προτού ακόμη ξεκινήσει μια ταινία! Πόσες φορές, όμως, η «αληθινή» ιστορία είναι πράγματι αληθινή; Δεν εννοώ τις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται μια αναδόμηση ή εξωραϊσμός γεγονότων, προκειμένου να ενεργοποιηθούν νευροψυχολογικά συναισθήματα και να πολλαπλασιαστεί ο αλγόριθμος του Κέρδους. Εννοώ τις περιπτώσεις όπου άλλα συνέβησαν και άλλα παρουσιάζονται στην ιστορία. Μεγάλη σημασία, βεβαίως, έχει ποιος είναι ο συγγραφέας του βιβλίου ή ο σεναριογράφος (όταν πρόκειται για μεταφορά μιας ιστορίας στη μεγάλη οθόνη) και μέσα από ποια οπτική παρουσιάζει την «αλήθεια».
Στο «Πράσινο Βιβλίο» συναντάμε πολλά παράδοξα. Το πρώτο που με ξένισε ειλικρινά ήταν μόλις διάβασα το όνομα του σκηνοθέτη: Πίτερ Φαρέλι! Αυτός δεν έκανε με τον αδελφό του, Μπόμπι, τις αρνητικού IQ ταινίες «Ο Ηλίθιος Και Ο Πανηλίθιος», «Κάτι Τρέχει Με Τη Μαίρη», «Βαριά Ερωτευμένος»; Στο “The Hollywood Reporter”, ενημερώθηκα ότι δεν συν-σκηνοθέτησε με τον αδελφό του, ο οποίος εξαναγκάστηκε να αποχωρήσει από το project, λόγω σοβαρού οικογενειακού του προβλήματος. Τι συνέβη άραγε και πλέον καταπιάνεται με κάτι τόσο σοβαρό και όχι με τις τόσο ανεγκέφαλες ιστορίες που μέχρι πρότινος μας είχε συνηθίσει; Αλλά, προτού προχωρήσω σε οτιδήποτε άλλο, καλό είναι να αναφέρω με λίγες σειρές την ιστορία.
Είμαστε στο 1962 με τους αφροαμερικανούς να βρίσκονται στο περιθώριο της αμερικάνικης κοινωνίας. Ο Ιταλοαμερικανός Τόνι Φανφάρας Βαλελόνγκα βιοπορίζεται ως πορτιέρης στο κοσμοπολίτικο κλαμπ Κόπα. Είναι πρώην παίκτης μπέιζμπολ μικρής κατηγορίας και υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό στη μεταπολεμική Γερμανία. Μετά από μια “κατεργαριά” του το Κόπα κλείνει -τάχα- για ανακαίνιση, αλλά στην πραγματικότητα το κλείνει ένας μεγαλονονός της νύχτας, επειδή ο Τόνι εξαφάνισε το αγαπημένο του καπέλο (δώρο της μητέρας του). Στην αναζήτηση εργασιακής απασχόλησης προσλαμβάνεται ως οδηγός του Δρ. Ντον Σέρλεϊ, ενός παγκοσμίου φήμης αφροαμερικανού πιανίστα της κλασικής μουσικής. Αποστολή του είναι να τον συνοδεύσει για ένα δίμηνο σε μία περιοδεία από το Μανχάταν ως τον βαθύ αμερικάνικο Νότο.
Η μεγαλοφυία δεν αρκεί.
Χρειάζεται θάρρος
για να αλλάξεις
τις καρδιές των
ανθρώπων
Τα χρήματα θα τα πάρει μόνο εφόσον ο πιανίστας με το τρίο του παίξουν σε όλες τις προγραμματισμένες συναυλίες που έχει κλείσει η δισκογραφική εταιρία. Οι δύο τους ταξιδεύουν έχοντας ως οδηγό το “Πράσινο Βιβλίο”, μια έκδοση όπου σημειώνονται τα ελάχιστα ξενοδοχεία, μοτέλ και εστιατόρια που είναι ασφαλή για τους Αφροαμερικανούς. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας ο ρατσισμός που συναντούν απειλεί τη ροή των συναυλιών. Οι δυο ετερόκλητοι χαρακτήρες εναποθέτουν στην άκρη τις όποιες διαφορές τους, αφενός για να επιβιώσουν, αφετέρου για να ολοκληρώσουν της αποστολή τους.
Σε πρώτη ανάγνωση πρόκειται για ένα γλυκό road movie, με έντονα κωμικά στοιχεία, διδακτισμό και προβληματισμό για τις κοινωνικές ανισότητες, για θέματα ρατσισμού, παιδείας, ανθρωπιάς. Για να μιλήσουμε κινηματογραφικά, πρόκειται για τον «Σοφέρ της Κυρίας Νταίζη», αλλά από την ανάποδη. Συναντάμε όλα τα στερεότυπα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε μια χολιγουντιανή παραγωγή με αντιρατσιστικά μηνύματα. Οι ετερόκλητοι χαρακτήρες (ο αμόρφωτος λευκός, συμπαθής, άξεστος λαϊκός άνθρωπος, με τις μη πολιτικά ορθές ατάκες και ο ευγενικός, καλλιεργημένος, επιτυχημένος μαύρος πιανίστας, απομονωμένος από τον κόσμο, την οικογένειά του και τη μαύρη κουλτούρα) μετά το ταξίδι υφίστανται ώσμωση, με τον Τόνι να οικειοποιείται τον πολιτισμό και την τέχνη του Σίρλεϊ, και τον πιανίστα να διδάσκεται από τον λαϊκό συνοδοιπόρο του ότι κάποιες φορές απαιτείται να υψώσεις την πυγμή σου, για να αντισταθείς στην αδικία.
Τα συναισθήματα καταμερίζονται σε όλες τις εκφάνσεις: οργή για τους άξεστους πλούσιους και λαϊκούς λευκούς του Νότου, θλίψη για τον μοναχικό Σίρλεϊ, ικανοποίηση για τη βοήθεια του πιανίστα στα γράμματα του Τόνι προς την γυναίκα του, χαμόγελα στις κωμικές καταστάσεις που βιώνει ο Τόνι, ευαρέσκεια στις σκηνές σωτηρίας του πιανίστα από τον Τόνι σε κάθε ρατσιστικό επεισόδιο, ανθρωπιά για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι του φινάλε. Το τέλος του ταξιδιού θα τους προσφέρει αλληλοκατανόηση και αμοιβαία προσέγγιση, επιφέροντας αλλαγές στον ψυχοπνευματικό κόσμο και των δύο.
Σε δεύτερη ανάγνωση, αν ξύσεις επιδερμικά το story, προκύπτουν κενά στον χαρακτήρα του Ιταλοαμερικανού οδηγού. Στην αρχή ακόμη της ταινίας, όταν βλέπει δυο “σακιά με κάρβουνα” (όπως αποκαλεί ο πατέρας του τους αφροαμερικανούς τεχνικούς που μαστορεύουν το σπίτι του) να πίνουν νερό από τα ποτήρια του νοικοκυριού του, πετάει τα ποτήρια στα σκουπίδια. Με αυτήν την απλή κίνηση ο κ. Φαρέλι μας θυμίζει την παροιμία “κατά μάνα, κατά κύρη, κατά γιό και θυγατέρα” δίνοντάς μας να καταλάβουμε ότι ο Τόνι έχει ρατσιστικές καταβολές. Αν και παρακάτω μας δείχνει ότι θαυμάζει τους μουσικούς Λιτλ Ρίτσαρντ, Τσάμπι Τσέκερ, Αρίθα Φράνκλιν, Σαμ Κουκ. Και ας μην είναι “δικοί του άνθρωποι”, αλλά ομόχρωμοι του Σίρλεϊ.
Ένα άλλο που με ξένισε ξύνοντας βαθύτερα είναι η σκηνή με το καπέλο του μαφιόζου. Ο κ. Λοσκούντο φορά για χρόνια ένα καπέλο, δώρο από τη μητέρα του και το παραδίδει, όπως κάθε φορά στην κοπέλα που εργάζεται στο βεστιάριο του Κόπα. Ο Τόνι της το ζητά και εκείνη του το δίνει με ιδιαίτερη ευκολία, έναντι ενός μικρού φιλοδωρήματος. Ερωτώ: πόσο Ηλίθια πρέπει να είναι κάποια για να ρισκάρει κάτι τέτοιο, ξέροντας ότι την επόμενη στιγμή θα χάσει τη δουλειά της; Πόσο Πανηλίθια πρέπει να ΄ναι κάποια για να ρισκάρει, έναντι μικρού φιλοδωρήματος, την ίδια της τη ζωή, αφού γνωρίζει ότι για τον μαφιόζο αποτελεί δώρο ανεκτίμητης αξίας; Συνεχίζοντας, πιο εύκολο ήταν στον Τόνι να δουλέψει ως υπάλληλος σε κάποιο “μαύρο κάρβουνο” ή το να ζητήσει μια οποιαδήποτε δουλειά από τον μαφιόζο Λοσκούντο, όταν του επέστρεψε το αγαπημένο του καπέλο κι εκείνος τον κατέγραψε στη λίστα των προσωπικών του φίλων;
Κάποιος, βεβαίως, θα μπορούσε να πει “μα, αφού πρόκειται για αληθινή ιστορία”! Είναι πράγματι αληθινή, όπως προανέφερα; Ας το δούμε. Το σενάριο συνέγραψε ο σκηνοθέτης με τον Μπράιαν Χέιζ Κάρι και τον γιο του Τόνι Βελαλόνγκα, Νικ. Ειλικρινά πιστεύετε ότι ο γιος δε μεροληπτεί υπέρ του πατέρα του; Πιστεύετε ότι στην πραγματικότητα ο Τόνι ήταν τόσο cool, τόσο τέλεια ισορροπημένος ανάμεσα σε λευκούς, αφροαμερικανούς, μαφιόζους και λαϊκούς τύπους; Να του προσφέρουν όλοι δουλειά και αυτός να μένει πιστός στο λόγο που έδωσε στον πιανίστα; Θα επιμείνει όμως αυτός ο κάποιος και θα ξαναπεί “μα, αφού είναι αληθινή η ιστορία. Εξ’ άλλου, αν δεν ήταν έτσι τα γεγονότα, δε θα αντιδρούσε η πλευρά του Σίρλεϊ;”.
Με την ευκολία που παρέχει το ίντερνετ διαβάζω: “Συγγενείς του Σίρλεϊ καταδίκασαν την ταινία, γιατί η παραγωγή δεν επικοινώνησε με την οικογένειά του, παρά μόνο μετά την ολοκλήρωση του φιλμ. Οι αντιδράσεις που υπήρξαν ήταν έντονες, γιατί στην ταινία λέγεται πως ο Σίρλεϊ είχε μόνο έναν αδελφό με τον οποίο δεν είχαν καλές σχέσεις. Στην πραγματικότητα ο μουσικός είχε δύο αδέλφια, τον Κάλβιν και τον Έντουαρντ που έγιναν γιατροί, ενώ ο τελευταίος ανέπτυξε πολύ στενή φιλία με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Jr. Από την άλλη, ο ανιψιός του Ντον Σίρλεϊ, ο Μορίς, δήλωσε πως ο Ντον δε θεώρησε ποτέ τον Τόνι φίλο του και πως ήταν μόνο μια σχέση αφεντικού και υπαλλήλου. Ο Μαχερσάλα Άλι (ο Σίρλεϊ στην ταινία) ζήτησε συγγνώμη λέγοντας “έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα με το υλικό που είχα”, αποκαλύπτοντας πως δεν είχε ιδέα ότι υπήρχαν συγγενείς του Σίρλεϊ με τους οποίους θα μπορούσε να συναντηθεί και να μάθει λεπτομέρειες για τον ήρωά του. Το ίδιο δήλωσε και ο σκηνοθέτης Πίτερ Φαρέλι”.
Και δεν είναι μόνο αυτά. Συνεχίζω. Λίγες μέρες μετά τις τρεις Χρυσές Σφαίρες (Καλύτερης Κωμωδίας ή Μιούζικαλ, Σεναρίου και Β΄ Ανδρικού Ρόλου στον Μαχερσάλα Άλι), ένα tweet του Νικ Βαλελόνγκα, που χρονολογείται από το 2015, ανασύρεται από τα αρχεία, με το οποίο ο Βαλελόνγκα απαντάει στον Ντόναλντ Τραμπ δείχνοντας το ρατσιστικό του μένος εναντίον των Μουσουλμάνων: “έχεις δίκιο, οι Μουσουλμάνοι στο Τζέρσεϊ χειροκροτούσαν όταν έπεσαν οι πύργοι”. Οργή ξεσηκώθηκε στα κοινωνικά δίκτυα, κυρίως για την υποκρισία ενός ανθρώπου που σε κάθε του λόγο μιλάει για τον τρόπο με τον οποίο η ταινία καταδικάζει τον ρατσισμό. Το tweet σβήστηκε άρον-άρον και επίσης λίγο μετά διαγράφηκε και ολόκληρος ο λογαριασμός του Βαλελόνγκα στο Twitter.
Πηγές αναφέρουν ότι ο Σίρλεϊ έλαβε διδακτορικά διπλώματα στη μουσική, τις λειτουργικές τέχνες και την ψυχολογία, ακολούθησε για λίγο μια σταδιοδρομία ως ψυχολόγος στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ενώ ήξερε οχτώ γλώσσες και ήταν ένας ταλαντούχος ζωγράφος. Ωστόσο, σύμφωνα με τους The New York Times, ο Σίρλεϊ δεν παρακολούθησε ποτέ το μεταπτυχιακό του σχολείο. Πιστεύεται ότι ο τίτλος του μπορεί να ήταν μια αναφορά στα δύο τιμητικά του πτυχία. Επίσης, σύμφωνα με το “TIME” ο Τόνι ταξίδεψε με τον πιανίστα-μουσικό για ενάμιση χρόνο, αλλά στην ταινία το διάστημα συμπυκνώθηκε σε δύο μήνες.
Αν αφήσουμε τα παρασκήνια και εστιάσουμε στην ταινία, συνοπτικά μπορώ να πω ότι πρόκειται για μια άψογη μελοδραματική αμερικανιά που φέρει ως μοτίβο τον άξονα της ανδρικής φιλίας διαποτισμένη με αντιρατσιστική οπτική. Η ταινία ενθουσιάζει το κοινό, αλλά έχουμε δει πολλές παρόμοιες με αυτήν, άλλες καλύτερες, άλλες πιο μέτριες. Η ερμηνεία του Μαχέρσαλα Άλι είναι καθηλωτική ως επηρμένου μουσικού, θυμωμένου, απομονωμένου, να υπομένει σθεναρά τις ρατσιστικές επιθέσεις εναντίον του και να δέχεται στωικά την προσβλητική συμπεριφορά. Εξαιρετική είναι και η ερμηνεία του Μόρτενσεν ως άξεστου οδηγού με χοντροκομμένους τρόπους. Ο θόρυβος, όμως, που προκαλεί είναι πλέον του δέοντος ύποπτος. Είναι σίγουρο ότι μετά τις τρεις Χρυσές Σφαίρες, το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ του Τορόντο και το Βραβείο της Ένωσης Κριτικών κι Ιστορικών του σινεμά, μπαίνει δυναμικά στην οσκαρική κούρσα και θα μαζέψει αρκετές υποψηφιότητες. Ακατανόητο όμως το γιατί!
Δύο είναι οι σκηνές που ξεχώρισα για τη δύναμη που εμπεριέχουν. Η πρώτη, λίγο προτού φθάσουν στο Ράλεϊ της Βόρειας Καρολίνα, κατά την οποία το αυτοκίνητο παθαίνει βλάβη και σταματούν, για να το επιδιορθώσει ο Τόνι. Χωρίς να ειπωθεί η παραμικρή λέξη αντιστρέφονται έξυπνα οι κυρίαρχες σχέσεις εξουσίας στο Νότο του ‘60. Με φόντο τους μαύρους δούλους να θερίζουν εκτάσεις του λευκού αφεντικού, ο αμόρφωτος λευκός οδηγός υπηρετεί τον μορφωμένο κουστουμαρισμένο μαύρο που βρίσκεται σε θέση ισχύος. Η δεύτερη, μετά την αποφυλάκισή τους, όταν στη μεταξύ τους σύγκρουση ακούγεται ο εξής διάλογος: “Είμαι πιο μαύρος από εσένα”, λέει ο Τόνι. “Αν δεν είμαι αρκετά μαύρος ούτε αρκετά λευκός και αν δεν είμαι αρκετά άντρας, τότε πες μου τι είμαι;”, απαντά ο πιανίστας.
Μην καταπίνετε αμάσητα όσα σας σερβίρουν, αλλά -όπως λένε και οι γιατροί- να τα μασάτε πολύ καλά. Κάνει καλό στην υγεία. Προβληματιστείτε, μάθετε να είστε κριτικοί απέναντι σε ότι προκαλεί θόρυβο και να μασάτε πολύ καλά. Ιδιαίτερα την Πνευματική τροφή! “Η αξιοπρέπεια κυριαρχεί πάντα”.
Το Πράσινο Βιβλίο (Green Book)
Σκηνοθεσία: Πίτερ Φαρέλι
Ηθοποιοί: Βίγκο Μόρτενσεν, Μαχερσάλα Άλι, Λίντα Καρντελίνι
Διάρκεια: 130΄
* Ο Γιάννης Τοτονίδης από μικρός αρέσκονταν στις εκρήξεις. Για να γλιτώσουν οι γονείς του την ανατίναξη του σπιτιού τους, τον έπεισαν να σπουδάσει Χημικός (απόφοιτος του Α.Π.Θ.). Η “εκρηκτικότητα” του ψυχισμού του τον ώθησε να ασχοληθεί με την 7η Τέχνη. Έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ), μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Σκηνοθετών (F.E.R.A.), μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Πρόσφατα (σχετικά) έγινε και μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Στο παρελθόν υπήρξε Μουσικός Παραγωγός και Επιμελητής Κινηματογραφικών Εκπομπών, καθώς επίσης και Τηλεοπτικός Παρουσιαστής Κινηματογραφικών Εκπομπών. Τελευταία πειραματίζεται με τη μαγειρική και προκαλεί μόνο γαστρονομικές εκρήξεις.