Του Νίκου Αρτινού
Η ισπανική σειρά La Casa De Papel (ελ. τίτλος Η τέλεια ληστεία (Money Heist), η μετάφραση του ισπανικού τίτλου στα ελληνικά είναι Το Χάρτινο Σπίτι) είναι απίστευτα δημοφιλής. Είναι από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις, στις οποίες το τηλεοπτικό προϊόν δημιουργεί τέτοια μαζικότητα στα συναισθήματα θέασης, ώστε αξίζει να αναλυθεί και να ερμηνευθεί με βάση θεωρητικούς, κινηματογραφικούς και ιδεολογικούς όρους. Το La Casa De Papel έχει δημιουργήσει ένα σπουδαίο και πρωτότυπο μύθο αφού είναι πλέον ένα παγκόσμιο φαινόμενο δημοφιλίας (ας είναι καλά το Netflix, το οποίο προβάλλει την σειρά). Η επιτυχία του αυτή είναι αποτέλεσμα ενός εξαιρετικού και άρτιου επιπέδου παραγωγής που συνδυάζεται με μια καλλιτεχνική ποιότητα που είναι σπάνια στην τηλεοπτική και κινηματογραφική βιομηχανία. Στο La Casa De Papel η βιομηχανία παράγει τέρψη και ποιότητα.
Τι είναι λοιπόν το La Casa De Papel; Καταρχάς είναι μια κλασική ιστορία ληστείας, εγκλεισμού και απόδρασης (είναι δηλαδή μια ιστορία «είδους») που εμπλουτίζεται από συναρπαστικούς χαρακτήρες (μυθιστορηματικούς) που γεννήθηκαν (στο μυαλό του συγγραφέα) για να βιώσουν (ή να δημιουργήσουν) συναρπαστικές (ακραίες) καταστάσεις. Όμως προσέξτε: η κλασική ιστορία (με την έννοια του «είδους») για να έχει αυτή την απίστευτη επιτυχία πρέπει να είναι σύγχρονη (εκμοντερνισμένη) κάτι που συνεπάγεται ότι πρέπει να μεταφέρει γνώριμα και οικεία στοιχεία στους θεατές του σήμερα, εκφράζοντας έτσι τις ανησυχίες τους. Κλασικό, εκμοντερνισμένο και συναρπαστικό. Το συναρπαστικό δεν είναι μόνο αποτέλεσμα ιδέας και σεναρίου αλλά (και) κυρίως ζήτημα προετοιμασίας (προπαραγωγή, δηλαδή γραφή σεναρίου, επιλογές ηθοποιών και διανομή ρόλων, επιλογή τοποθεσιών γυρισμάτων κλπ) που περιλαμβάνει όλη τη διαδικασία που οδηγεί στην παραγωγή (δηλαδή στα γυρίσματα) της ταινίας ή της τηλεοπτικής σειράς. Στην περίπτωση του La Casa De Papel είναι προφανές πως οι συντελεστές της παραγωγής έκαναν εξαιρετική δουλειά στο στάδιο της προετοιμασίας, γεγονός που διευκόλυνε το στάδιο της εκτέλεσης.
Η ιστορία είναι απλή και την έχουμε δει αμέτρητες φορές στο παρελθόν σε διάφορες παραλλαγές. Οχτώ ένοπλοι με κόκκινες φόρμες και μάσκες με το πρόσωπο του Σαλβαντόρ Νταλί, εισβάλλουν στο Βασιλικό Νομισματοκοπείο της Ισπανίας και οχυρώνονται σ’ αυτό κρατώντας ομήρους το προσωπικό και τους μαθητές ενός σχολείου που έτυχε (;) να βρίσκονται εκεί την ώρα της εφόδου. Οι ληστές δεν χρησιμοποιούν τα πραγματικά τους ονόματα αλλά ονόματα πόλεων: Βερολίνο, Τόκιο, Ρίο, Ναϊρόμπι, Ελσίνκι, Όσλο, Μόσχα, Ντένβερ. Σκοπός των παράτολμων ληστών δεν είναι να “απαλλοτριώσουν” τα χρήματα που ήδη υπάρχουν στο κτίριο, αλλά να κόψουν “φρέσκο” χρήμα (2,4 δις ευρώ!!), αξιοποιώντας τον εγκλεισμό τους και έχοντας ως όπλο τους ομήρους. Το σχέδιό τους περιλαμβάνει μια εξίσου θεαματική και ευφάνταστη απόδραση. Όλη η επιχείρηση συντονίζεται από τον “Καθηγητή”, ο όποιος βρίσκεται έξω από το κτίριο και διαπραγματεύεται με την αστυνομία και τις αρχές. Είναι το μυαλό όλης της επιχείρησης, αυτός που σχεδίασε το “πείραμα”, προσπαθώντας να καλύψει όλα τα ενδεχόμενα και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις “μεταβλητές”, προβλέποντας πως αυτές μπορούν να διαμορφωθούν, όχι in vitro αλλά in vivo. Άλλοτε λειτουργεί ως πατέρας, καθοδηγητής, φύλακας άγγελος και άλλοτε ως άγγελος-τιμωρός για τα μέλη της συμμορίας.
Τα δεκαπέντε επεισόδια των δύο κύκλων χαρακτηρίζονται από έντονη δράση και σασπένς με τις ανατροπές των γεγονότων να συνοδεύονται από ανατροπές στις σχέσεις και στην εξέλιξη των χαρακτήρων (ληστών, αστυνομικών και ομήρων) οι οποίοι – αν και στερεοτυπικοί – είναι στέρεοι και συμπαγείς. Η ψυχολογία τους περιχαρακώνεται από ανησυχίες, διλήμματα, συναισθήματα και επιλογές βαθιά ουμανιστικές, αν και οι συμπεριφορές τους σε πολλές περιπτώσεις είναι ηρωικές και εξιδανικευμένες ή με απόλυτα διακριτά τα όρια μεταξύ του καλού και του κακού (σ΄ αυτό το σημείο εντοπίζεται η κλασική διάσταση της ιστορίας). Νομίζω, όμως ότι αυτή τους η απεικόνιση δεν είναι υπερβολική, τουναντίον, οι άνθρωποι σε συνθήκες κρίσης, εκεί που καλούνται να πάρουν αποφάσεις και να ταχθούν με ομάδες και ιδεολογίες, εκεί είναι που φανερώνουν τα πραγματικά τους χαρακτηριστικά, άλλοτε εκπλήσσοντας δυσάρεστα και άλλοτε ευχάριστα.
Συνεπώς, η σειρά αποτελεί μια εύστοχη σπουδή της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε θέματα που έχουν να κάνουν με την εξουσία και την επιβολή της, τόσο σε διαπροσωπικό, όσο και σε κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, θυμίζοντας σε πολλές περιπτώσεις, τα κείμενα του Φουκό. Νομίζω, όμως, ότι το κύριο συστατικό της επιτυχίας της σειράς είναι η ξεκάθαρα προσανατολισμένη σοσιαλιστική ιδεολογία. Η σειρά «προτείνει» τρόπους δράσης (στο πλαίσιο της τηλεοπτικής μυθοπλασίας), για την αντιμετώπιση της κοινωνικής αγανάκτησης που δημιουργούν οι σύγχρονες ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές οι οποίες ενισχύουν την αδικία και την οικονομική ανισότητα της εποχής μας. Η σειρά βρίθει διακειμενικών συμβολισμών. Οι κόκκινες φόρμες παραπέμπουν στον κομμουνισμό, το ίδιο και το διάσημο τραγούδι «Bella ciao» των Ιταλών αντιστασιακών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το οποίο ακούγεται με νοσταλγία και επαναστατική θέρμη, σε αρκετά σημεία της ιστορίας, ενώ οι μάσκες με το πρόσωπο του Σαλβαδόρ Νταλί συμβολίζουν τον διανοουμενίστικο καλλιτεχνικό αναρχισμό. Ο μυστηριώδης «Καθηγητής» παραπέμπει στους προοδευτικούς διανοούμενους και τους επιστήμονες οι οποίοι, όμως δεν σχεδιάζουν απλώς επί χάρτου, ούτε απλώς αμπελοφιλοσοφούν. Ο «Καθηγητής» εκφράζει εκείνους τους ελάχιστους (δυστυχώς!) επιστήμονες και ανθρώπους του πνεύματος που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της αντίστασης κατά του σύγχρονου κατεστημένου, το οποίο έχει θεοποιήσει το χρήμα. Οι διανοούμενοι οφείλουν να είναι μπροστάρηδες και να είναι αυτοί που δίνουν το παράδειγμα στην πράξη και όχι μόνο στη θεωρία.
Η ληστεία στο νομισματοκοπείο λοιπόν, είναι μια επαναστατική πράξη, γιατί οι ληστές δεν κλέβουν χρήμα που υπάρχει, αλλά χρήμα που φτιάχνουν οι ίδιοι, χρησιμοποιώντας τα μέσα παραγωγής του χρήματος. Στην ουσία οι ενέργειές τους αποτελούν μια ιδεολογική γροθιά στο σύστημα των Αγορών και των Τραπεζών. Άρα, αναρωτιέται ο Καθηγητής (και δια μέσου της διαδικασίας της ταύτισης και οι θεατές), γιατί μπορεί να είναι παράνομο το εγχείρημά τους; Στο φινάλε της σειράς ο «Καθηγητής», έχοντας απέναντί του την διώκτριά του και γυναίκα της ζωής του, την αστυνόμο Ρακέλ Μουρίγιο, τεκμηριώνει με αποστομωτικό τρόπο, παραθέτοντας επιχειρήματα που μου θύμισαν τις απόψεις που διατυπώνει κατά καιρούς ο Γιάνης Βαρουφάκης (τόσο πολύ, που αναρωτιέται κανείς, αν ο Βαρουφάκης βοήθησε στη συγγραφή του σεναρίου!):
Δεν θέλεις να μ’ ακούς; Γιατί δεν θέλεις να μ’ ακούς, Ρακέλ; Γιατί είμαι απ’ τους κακούς; Έχω σπουδάσει την έννοια των καλών και των κακών. Μα, αυτό που κάνουμε εμείς και σου φαίνεται κακό, το κάνουν κι άλλοι. Το 2011 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έφτιαξε απ’ το τίποτα 171 δισεκατομμύρια ευρώ. Απ’ το τίποτα. Όπως το κάνουμε κι εμείς. Μόνο που το έκανε νόμιμα. 185 δις ευρώ το 2012. 145 δισεκατομμύρια ευρώ το 2013. Ξέρεις πού πήγαν όλα αυτά τα λεφτά; Στις τράπεζες. Απ’ το Νομισματοκοπείο…κατευθείαν στους πιο πλούσιους. Κάποιος είπε… ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν κλέφτης. Το ονόμασαν «ένεση ρευστότητας». Και τα έβγαλαν απ’ το τίποτα, Ρακέλ. Απ’ το τίποτα!
(Παίρνει στα χέρια του ένα χαρτονόμισμα των 50 Ευρώ και το σκίζει)
Τι είναι αυτό; Δεν είναι τίποτα, Ρακέλ. Είναι χαρτί. Είναι χαρτί, το βλέπεις; Χαρτί! Εγώ φτιάχνω μια «ένεση ρευστότητας». Αλλά όχι για την Τράπεζα. Τη φτιάχνω εδώ για την πραγματική οικονομία. Γι’ αυτήν την ομάδα των φουκαράδων, γιατί αυτό είμαστε, Ρακέλ. Για να ξεφύγουμε απ’ όλο αυτό. Εσύ δεν θέλεις να ξεφύγεις;
Ανακεφαλαιώνοντας και με βάση όσα έχουν αναφερθεί το La Casa De Papel αποτελεί μια εντυπωσιακή τηλεοπτική προσπάθεια, με βαθιά σοσιαλιστικά ερείσματα. Το αποτέλεσμα δεν στερεί σε τίποτα από την ψυχαγωγία του είδους το οποίο υπηρετεί η σειρά. Το σασπένς είναι συνεχές και κλιμακούμενο, οι ανατροπές είναι καταιγιστικές και η δράση και η περιπέτεια είναι σε κάθε στιγμή και σε κάθε λεπτό της εντυπωσιακής αυτής σειράς, η οποία, ήδη, αποτελεί μοντέλο για το συγκεκριμένο τηλεοπτικό είδος.
Πληροφορίες για την παραγωγή – Η προβολή από το Netflix
Η σειρά προβλήθηκε στην Ισπανία σε 2 κύκλους από τον σταθμό «Antenna 3», ο πρώτος, σε 9 επεισόδια, από 2 Μαΐου έως 27 Ιουνίου 2017 και ο δεύτερος, σε 6 επεισόδια, από 16 Οκτωβρίου έως 23 Νοεμβρίου 2017. Τα επεισόδια είχαν διάρκεια 60-80 λεπτά. Στο τέλος του 2017 η Netflix αγόρασε τη σειρά και την μοίρασε σε 22 επεισόδια που διαρκούν 40-50 λεπτά. Στις 25 Δεκεμβρίου 2017 προβλήθηκε ο πρώτος κύκλος 13 επεισοδίων και στις 6 Απριλίου 2018 ο δεύτερος κύκλος σε 9 επεισόδια. Η νέα αυτή διανομή εκτόξευσε την επιτυχία της σειράς παγκοσμίως κι έτσι η Netflix ανακοίνωσε τον Απρίλιο του 2018 ότι ετοιμάζεται ένας τρίτος κύκλος που θα προβληθεί το 2019. Μάλιστα το Netflix, ανακοίνωσε την απόφασή του να δημιουργήσει στούντιο παραγωγής στα βόρεια προάστια της ισπανικής πρωτεύουσας. Το έκτασης 22.000 τ.μ. στούντιο, ιδιοκτησίας του ισπανικού οπτικοακουστικού ομίλου Grupo Secuoya που σύναψε συμφωνία με το Netflix, αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2018.
La Casa De Papel (Money Heist/Η τέλεια ληστεία)
Δημιουργός: Άλεξ Πίνα
Ηθοποιοί: Άλβαρο Μόρτε, Ιτσιάρ Ιτούνιο, Ούρσουλα Κορμπερό, Πέδρο Αλόνσο, Άλμπα Φλόρες, Πάκο Τόους, Τζέιμι Λορέντε, Μιγκέλ Εράν, Ρομπέρτο Γκαρσία, Ντάρκο Πέριτς, Έσθερ Ασίμπο, Ενρίκε Αρς, Μαρία Πεδράζα