Λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, υπό τη βασιλεία του Βαυαρού Όθωνος, προσήγαγε σε δίκη τους μεγάλους οπλαρχηγούς του αγώνα, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (Μάνος Κατράκης) και Γεώργιο Πλαπούτα (Χρήστος Καλαβρούζος), με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η περιβόητη αυτή δίκη του 1833, που έγινε στο Ναύπλιο, συγκλόνισε το έθνος, επειδή οι πάντες γνώριζαν ότι οι δύο ήρωες ήταν απολύτως αθώοι. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αθανάσιος Πολυζωίδης (Νίκος Κούρκουλος) και ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης (Νικηφόρος Νανέρης) αρνούνται να προσυπογράψουν την καθ’ υπαγόρευση από το παλάτι, μέσω των τριών αντιβασιλέων Άρμανσμπεργκ, Μάουερ και Χέιντεκ, καταδίκη σε θάνατο των κατηγορουμένων. Οι Βαυαροί διατάζουν τον Υπουργό Δικαιοσύνης να παρέμβει, και αυτός απαγγέλλει κατηγορία εναντίον τους, με αποτέλεσμα να συρθούν στα μπουντρούμια των φυλακών και να δικαστούν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας…
Τι ανέφερε ο σκηνοθέτης Πάνος Γλυκοφρύδης για την ταινία στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος (1974)
Προσπάθησα να κρατήσω μια γραμμή απλούστευσης όσον αφορά το σενάριο και το ντεκουπάζ της ταινίας, Η δίκη των δικαστών (1974) και να κρατήσω κάποια απόσταση από τα πράγματα, και γι αυτό υπάρχει μια χρήση γενικών πλάνων.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν γκρο-πλαν που λειτουργούν ως εξής: π.χ διακόπτεται η ανάγνωση της δικαστικής απόφασης, για να κυριαρχήσει ένα γκρο-πλαν διαρκείας του Κούρκουλου, βουβό, με μόνο ήχο τη μουσική.
Αυτό είναι φανερό πως γίνεται για να εξοντωθεί το μοντέλο, κι ο Φίνος «έμεινε κατάπληκτος», θεωρώντας αδιανόητο κάτι τέτοιο. Σαν κινηματογραφική αντίληψη δεν μπορούσε να την αποδεχτεί. Φυσικά, το γύρισμα είχε τελειώσει∙ ήταν αδύνατον πια να ανατραπεί. Το ίδιο συνέβη με τα τράβελινγκ και τα πανοραμίκ. Τελικά, δεν λειτούργησαν, γιατί η επέμβαση έγινε στο μοντάζ∙ δηλαδή καταστράφηκαν πάνω στην προσπάθεια της αναζήτησης του μοντέλου. Το τράβελιγκ και τα πανοραμίκ κομματιάστηκαν. Στα ντεκόρ υπήρχε μια αρχική δέσμευση. Η δίκη του Κολοκοτρώνη έγινε σε ένα τζαμί του Ναυπλίου, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Το τζαμί τους έλυνε το πρόβλημα της χωρητικότητας, ώστε να παρακολουθήσει τη δίκη πολύς κόσμος για παραδειγματισμό.
Οι Βαυαροί θα σκότωναν τους δύο φορείς της λαϊκής θέλησης μπροστά στα μάτια του λαού. Έτσι, το γεγονός της καταδίκης θα γινόταν πιο αποτελεσματικό. Το συγκεκριμένο τζαμί ήταν ένας γυμνός χώρος, που δεν εξυπηρετούσε το μοντέλο της «Φίνος Φιλμ”. Προτιμήθηκε μια κατασκευή που να θυμίζει περισσότερο αυτά που έχει ο κόσμος στις μνήμες του για το τζαμί (καμάρες, κολόνες, γραμμές, τόξα στα παράθυρα κ.λ.π). Το μέγεθος λειτούργησε ενάντια στην ταινία, “Η δίκη των δικαστών” γιατί ο χώρος απαιτούσε πολλούς κομπάρσους, αλλά έπασχε η «Φίνος Φιλμ» οικονομικά, όπως κι όλος ο κινηματογράφος, κι έτσι μειώθηκε ο αριθμός των κομπάρσων. Ο Φίνος, όπως και κάθε παραγωγός, επιδιώκοντας το κέρδος, απαιτεί να υπάρχει πάντα στις ταινίες του απεριόριστος βαθμός κατανοητικότητας. Τα πάντα να υπάρχουν, να δείχνονται, να λέγονται…
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι νόμιμο, από τη στιγμή που το κοινό δεν θέλει να κουράζεται για να ψάχνει, να σκέφτεται, κι έτσι προτιμάει τις ταινίες του. Δεν είμαι αντίθετος στο να βλέπει τις ταινίες πολύς κόσμος. Θα ήθελα, όπως κάθε κινηματογραφιστής, οι ταινίες μου να βλέπονται από πολύ κόσμο. Ο κινηματογράφος είναι ένα μέσο πλατειάς επικοινωνίας και άμεσης αποτελεσματικότητας. Γι’ αυτό θα ήθελα να κάνω ταινίες που να τις βλέπει πολύς κόσμος. Δεν ξέρω, όμως, πως πετυχαίνεται αυτό, δηλαδή από τη μία οι ταινίες να είναι κατανοητές κι από την άλλη να είναι «καλλιτεχνικές», «επιστημονικές», «σύγχρονες» κ.λ.π. Μου φαίνεται δύσκολο, αλλά προς αυτό πρέπει να τείνουμε.