Το 2ο Evia Film Project συνεχίστηκε με μια σειρά από masterclasses καταξιωμένων δημιουργών, όπως ΄και με προβολές ταινιών και πολλές ενδιαφέρουσες δράσεις.
Masterclass του Λευτέρη Χαρίτου «Από την κρίση του σινεμά στην άνθιση της τηλεόρασης»
Ο Λευτέρης Χαρίτος, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Dolphin Man και της τηλεοπτικής επιτυχίας Άγριες μέλισσες και πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, παρέδωσε masterclass την Παρασκευή 23 Ιουνίου, στην Αγία Άννα, με τίτλο «Από την κρίση του σινεμά στην άνθιση της τηλεόρασης», αποκαλύπτοντας μυστικά της τέχνης και της δουλειάς του.
Ανοίγοντας τη συζήτηση, ο κ. Χαρίτος δήλωσε ότι έχει έρθει περισσότερο για να ακούσει αυτά που έχουν να πουν οι φοιτητές του τμήματος Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του ΕΚΠΑ, παρά να διδάξει. Σημείωσε ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της τηλεόρασης είναι ότι δεν διδάσκεται τι είναι τηλεόραση. «Όταν πας σε μια σχολή σου μιλάνε μόνο για τέχνη. Το έχω κάνει κι εγώ στη ζωή μου, διδάσκω πάνω από δέκα χρόνια, και είναι πάρα πολύ ωραίο να μιλάς για τον κινηματογράφο και να τον διδάσκεις. Και είναι πάρα πολύ ωραίο να κάνεις και ταινίες». Παράλληλα, τόνισε ότι με την τηλεόραση βγάζεις πιο πολλά χρήματα και πρόσθεσε ότι είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι υπάρχει μία μίνι βιομηχανία στην ελληνική τηλεόραση που ανθίζει και δίνει δουλειά σε πολύ κόσμο.
Σημείωσε ότι η τηλεόραση στην Ελλάδα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη τη δεκαετία του 1990 και του 2000, περιόδους στις οποίες είχε σημειωθεί και οικονομική άνοδος. «Κάθε άνθιση οικονομική συνήθως συνοδεύεται και από μία άνθιση πολιτιστική. Γενικά η άνθιση φέρνει άνθιση» τόνισε. Σημείωσε ότι οι καλές ελληνικές ταινίες είναι περισσότερες από τις καλές ελληνικές σειρές και παραδέχθηκε ότι ένα θέμα που προκύπτει είναι ότι το ζήτημα της ποιότητας. Μιλώντας για τα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου, είπε ότι πρέπει να περιμένεις πάρα πολύ καιρό για να χρηματοδοτήσεις μια ταινία, καθώς η λογική της χρηματοδότησης είναι τελείως διαφορετική σε σχέση με την τηλεόραση, είναι αρκετά δυσκίνητη και παίρνει πάρα πολύ καιρό. Αναφερόμενος στις ελληνικές σειρές, είπε ότι «κάθε χρόνο ένα κανάλι θέλει να κάνει 3-4 σειρές. Επιλέγει κάποια σενάρια και τα χρηματοδοτεί γρήγορα και εύκολα και όχι ιδιαίτερα ποιοτικά». Σταδιακά, πρόσθεσε, υπάρχει μια απαίτηση για καλύτερη τηλεόραση από τον κόσμο που βλέπει σειρές. Ανέφερε ότι ο λόγος που μένει μια σειρά είναι το σενάριο. Ενώ στον κινηματογράφο ο βασιλιάς είναι ο σκηνοθέτης, στην τηλεόραση το σενάριο είναι πάνω απ’ όλα.
Ο κ. Χαρίτος σημείωσε ότι ο ίδιος δεν πιστεύει στην έννοια της κινηματογραφικής σειράς. «Ή κάνεις κινηματογράφο ή τηλεόραση, είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα» είπε, αναφέροντας ως βασικές διαφορές τον αφηγηματικό χρόνο, αλλά και τον χρόνο των γυρισμάτων στα δύο μέσα. Πρόσθεσε ότι υπάρχει μια συζήτηση να έρθουν άνθρωποι από το σινεμά στην τηλεόραση, προκειμένου να ανέβει η ποιότητα και η αισθητική των τηλεοπτικών σειρών. Και τόνισε ότι αυτό δεν αφορά μόνο σκηνοθέτες, αλλά και άλλες ειδικότητες, όπως για παράδειγμα διευθυντές φωτογραφίας.
Αναφερόμενος στην πίεση του χρόνου που επικρατεί στην τηλεόραση, είπε ότι υπάρχουν φορές που δεν υπάρχει καλλιτεχνικό ζητούμενο στο γύρισμα της σκηνής. «Αν θες να σκεφτείς κάτι λίγο πιο πολύπλοκο, δεν έχεις χρόνο να το κάνεις κι αυτό πολλές φορές είναι απογοητευτικό». Χαρακτήρισε την τηλεόραση μεγάλο σχολείο και σχολιάζοντας τη θεματολογία στον ελληνικό κινηματογράφο είπε ότι υπάρχει ένας μικρός περιορισμός. «Καλώς η κακώς, στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να κάνεις μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, ένα γουέστερν, ή μια σειρά όπως η Μάγισσα που ετοιμάζω τώρα, η οποία διαδραματίζεται στο 1800. Η τηλεόραση, αντιθέτως, σου δίνει ξαφνικά ευκαιρία να κάνεις πράγματα που μπορεί να μη σου δοθεί ποτέ η ευκαιρία σε μία ταινία», σημείωσε.
Ανέφερε επίσης ότι ένα πολύ ωραίο ζητούμενο στην τηλεόραση είναι η έννοια της ευθύνης του να δημιουργήσεις κάτι πιο ποιοτικό, με ωραία δραματουργία, καλούς ηθοποιούς και αξιόλογη φωτογραφία. Αναφέρθηκε, επίσης, στις προσπάθειες εξωστρέφειας των ελληνικών σειρών, φέρνοντας ως παράδειγμα τη σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, Maestro, τον Σιωπηλό Δρόμο του Βαρδή Μαρινάκη, καθώς και την επερχόμενη σειρά του Βασίλη Κεκάτου The Milky Way που είτε έχουν πουληθεί στο εξωτερικό είτε προβλήθηκαν σε μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού για τηλεοπτικές σειρές.
Σημείωσε ότι στο σινεμά υπάρχει λιγότερος έλεγχος σε σχέση με την τηλεόραση για το ποιους συνεργάτες θα επιλέξεις, ενώ στην τηλεόραση επειδή ξοδεύονται πολλά χρήματα υπάρχει έλεγχος για το σενάριο, ποιο συνεργείο θα πάρεις, ποιον διευθυντή φωτογραφίας θα επιλέξεις κλπ. Ο ίδιος δεν θεωρεί τον έλεγχο αυτό ως κάτι εξ ορισμού αρνητικό, καθώς δίνεται μια ευκαιρία στον δημιουργό να δικαιολογήσει και να υποστηρίξει τις επιλογές σου.
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν το σενάριο μιας σειράς τηρείται ευλαβικά, ο κ. Χαρίτος σημείωσε ότι εάν η σειρά είναι καθημερινή δεν υπάρχει χρόνος για αλλαγές. Ίσως αλλάξει μία ατάκα ή συμπτυχθεί η δράση σε κάποιο σημείο, αλλά δεν υπάρχει χρόνος να αλλάξει η κεντρική δράση. «Στις μίνι σειρές αλλάζουν τα πράγματα, γιατί εκεί έχεις όλα τα επεισόδια από πριν. Δηλαδή εννιά επεισόδια, όλα γραμμένα πριν ξεκινήσει το γύρισμα. Εκεί μπορεί να γίνει πολλές φορές δημιουργική κουβέντα του σκηνοθέτη με σεναριογράφους» πρόσθεσε.
Αναφέρθηκε, επίσης, στη σημασία του να έχεις δει πολλές ταινίες, να γνωρίζεις την ιστορία του κινηματογράφου. «Οι αναφορές είναι κάτι πολύ σπουδαίο. Όσο πιο πολύ σινεμά έχεις δει, τόσο πιο γεμάτη αναφορές είναι η σακούλα σου» είπε. Σημείωσε ότι ένα μεγάλο πρόβλημα στην τηλεόραση είναι ότι οι σκηνοθέτες δεν ξέρουν να καθοδηγούν τους ηθοποιούς, καθώς τα μαθήματα για καθοδήγηση ηθοποιών είναι πολύ υποτιμημένα. «Το μεγαλύτερο μέρος της τηλεόρασης γίνεται με παντελή έλλειψη δραματουργικής καθοδήγησης στους ηθοποιούς», είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στο παράδειγμα του κινήματος free cinema, τη δεκαετίας του 1960 στη Βρετανία, είπε ότι γνωστοί σκηνοθέτες όπως ο Μάικ Λι, ξεκίνησαν από την τηλεόραση. Σε πολλές χώρες η τηλεόραση ξεκίνησε σαν φυτώριο νέων, στοιχείο με το οποίο συμφωνεί, σπεύδοντας να προσθέσει: «Πιστεύω ακράδαντα αυτή τη στιγμή ότι θα έπρεπε τις σειρές να τις κάνουν οι νέοι».
Απαντώντας σε ερώτηση για το κάστινγκ, είπε ότι είναι σημαντικό για έναν σκηνοθέτη να μπορεί να επικοινωνήσει με τους ηθοποιούς. «Ένα πράγμα που καλό είναι να γνωρίζετε είναι ότι πρέπει εσείς να καταφέρετε να βγάλετε τον καλύτερο εαυτό του ηθοποιού και δεν είστε εκεί για να φανείτε ως σκηνοθέτες. Αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν», σημειώνοντας παράλληλα ότι θα πρέπει να δημιουργήσεις ένα τέτοιο περιβάλλον ώστε σε αυτά τα 15 λεπτά που βλέπεις τον ηθοποιό να μπορέσει να σου δώσει τον καλύτερό του εαυτό.
Σε ερώτηση για το εάν θα εκτιμηθεί από το κοινό η προσπάθεια που θα κάνει κάποιος σκηνοθετικά στην τηλεόραση, ο κ. Χαρίτος απάντησε ότι ένας δημιουργός οφείλει να γνωρίζει τα εργαλεία του καλά και είπε ότι το καλαίσθητο είναι κάτι που όλοι εκτιμούν. Στη συνέχεια προέτρεψε τους φοιτητές να βρουν το προσωπικό τους ύφος. «Όχι με την έννοια την καλλιτεχνική, αν μοιάζει με του Ταρκόφσκι ή του Μπέργκμαν, πρέπει να βρεις εσύ με τι μοιάζεις. Αυτό έχει να κάνει με το να παρατηρείς συνέχεια και να βρίσκεις τι είναι αυτό που είσαι, αυτό που σου αρέσει» τόνισε. «Σε όλα αυτά που σας αρέσουν υπάρχει κάτι από τον εαυτό σας. Αυτό οφείλετε να ψάξετε, βρείτε και να καλλιεργήσετε και όχι να το πετάξετε στα σκουπίδια, προσπαθώντας να κάνετε κάτι άλλο» συμπλήρωσε.
Αναφέρθηκε, επίσης, στη σημασία του πρώτου επεισοδίου μιας σειράς, τονίζοντας ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό εκεί βάζει κανείς τα δυνατά του, καθώς στο πρώτο επεισόδιο συστήνει τους χαρακτήρες, τον κόσμο που έχει δημιουργήσει και φανερώνονται ο ρυθμός, η μουσική, η φωτογραφία που έχει επιλέξει ο δημιουργός.
Μιλώντας για την επόμενη τηλεοπτική του δουλειά, τη Μάγισσα, τη χαρακτήρισε τεράστιο ρίσκο, καθώς είναι σειρά είδους και εάν πετύχει ίσως να ανοίξει τον δρόμο και για άλλες παρόμοιες σειρές. «Για μένα είναι μεγάλη πρόκληση αυτό, γιατί δεν συμβαίνει συχνά στην Ελλάδα να γυρίζει ένας σκηνοθέτης οράματα, μαγείες, δολοπλοκίες, πύργους. Και το πιο δύσκολο απ’ όλα αυτά είναι να κάνεις πιστευτό αυτό που δείχνεις», κατέληξε σχετικά.
Masterclass του Γιώργου Τσεμπερόπουλου «Επαγγελματίας, Καλλιτέχνης, Κινηματογραφιστής»
Ο δημιουργός Γιώργος Τσεμπερόπουλος (Ξαφνικός Έρωτας, Άντε Γεια, Πίσω Πόρτα και O εχθρός μου), παρέδωσε masterclass την Παρασκευή 23 Ιουνίου, στην Αγία Άννα, στο πλαίσιο του 2ου Evia Film Project, με τίτλο «Επαγγελματίας, Καλλιτέχνης, Κινηματογραφιστής».
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του μια διαδρομή πέντε δεκαετιών, έχοντας περάσει από όλα τα στάδια της κινηματογραφικής παραγωγής, ήταν παρών και στην περσινή διοργάνωση του Evia Film Project, όπου παρουσίασε στο κοινό την ταινία Μέγαρα, που είχε συνσκηνοθετήσει με τον Σάκη Μανιάτη.
«Η βόρεια Εύβοια είναι το δεύτερο σπίτι μου και το Φεστιβάλ είναι στην καρδιά μου, έχω υπάρξει μέλος και επί τεσσεράμισι χρόνια του Διοικητικού Συμβουλίου. Όταν μου έγινε η πρόταση να μιλήσω στους φοιτητές των Ψαχνών, δέχτηκα με τη μία, χωρίς καν να έχω σκεφτεί το θέμα. Ανέτρεξα στην εποχή όπου ήμουν στην ηλικία σας και σκέφτηκα αυτές τις τρεις λέξεις. Επαγγελματίας. Καλλιτέχνης. Κινηματογραφιστής. Με ποια σειρά όμως βάζει κανείς αυτές τις λέξεις, αυτό είναι το δίλημμα, εκεί κρύβεται όλη η ουσία. Προσωπικά μιλώντας, σας εφιστώ την προσοχή να μη βγάλετε ποτέ από την εξίσωση το “επαγγελματίας”, να μην κολλήσετε αυτή τη διαχρονική ασθένεια. Συνοψίζοντας την προσωπική μου πορεία, μέχρι τα 20 μου χρόνια σπούδαζα Οικονομικά. Στην πραγματικότητα, τριγύριζα όλη μέρα με τη φωτογραφική μηχανή, αποτυπώνοντας ό,τι υπήρχε γύρω μου. Κατάλαβα, όμως, ότι εκείνο που έλειπε από τις φωτογραφίες μου και δεν μπορούσαν να αποδώσουν τις στιγμές που βίωνα και έβλεπα στην αληθινή ζωή ήταν η μουσική. Κάπως έτσι, αποφάσισα να στραφώ στο σινεμά και βρέθηκα στο γύρισμα μιας ταινίας να δουλεύω ως φωτογράφος, φυσικά χωρίς αμοιβή. Καθόμουν σε μια γωνία, έστηναν το πλάνο, φωτογράφιζα και μετά περίμενα να στήσουν το επόμενο. Με ξετρέλανε να βλέπω τόσες πολλές ειδικότητες να δουλεύουν μαζί, τόσους ανθρώπους να συνεργάζονται μεθοδικά για έναν κοινό στόχο. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι στις φλέβες μου κυλούσαν 24 καρέ, ότι θα δινόμουν ολόψυχα στο σινεμά. Κι επειδή δεν μπορούσα απλώς να περιμένω, προσφερόμουν να βοηθήσω όπου είχαν ανάγκη, να μπαλώσω όποια τρύπα υπήρχε. Πολύ σύντομα απέκτησα πείρα σε ταινίες μικρού μήκους και γρήγορα κατάλαβα ότι θέλω να διηγούμαι τις δικές μου ιστορίες», δήλωσε αρχικά προτού περάσει σε έναν απολογισμό της σκηνοθετικής πορείας στο ελληνικό σινεμά.
«Αυτή η διαδρομή ζωής στο σινεμά απέφερε πέντε μικρού και μεσαίου μήκους ταινίες και άλλες πέντε μεγάλου μήκους. Στην πορεία έκανα όλες τις δουλειές που υπάρχουν στο πλατό και έγραψα πολλά περισσότερα σενάρια από τις ταινίες που γύρισα. Ήμουν πάντως τυχερός γιατί ανακάλυψα από νωρίς ότι ο δρόμος μου περνούσε μέσα από τη σκηνοθεσία. Αυτό που θέλω να σας μεταδώσω είναι πόση δουλειά μεσολαβεί από την πρώτη έμπνευση, από την πρώτη ιδέα μιας ταινίας μέχρι αυτή να γίνει πραγματικότητα, ύστερα από δύο, τρία ή πέντε χρόνια. Θα έλεγα πως μου ηχεί κάπως παράξενος και ο όρος “masterclass”. Υπάρχει η αντίστοιχη ελληνική λέξη που μου αρέσει πολύ: μάστορας. Ας πούμε ο Νίκος Περάκης είναι ένας αληθινός μάστορας του ελληνικού σινεμά. Πρέπει να γίνεις μάστορας ως σκηνοθέτης γιατί είναι υποχρεωμένος να συγχρωτιστείς με αμέτρητες άλλες ειδικότητες, να καταλάβεις τη δουλειά τους γιατί θα σου προσφέρουν πάρα πολλά», ανέφερε σχετικά.
Στη συνέχεια ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος έκανε ειδική μνεία για την πειθαρχία που οφείλει να επιδεικνύει σε σταθερή βάση κάθε επίδοξος δημιουργός. «Αν δεν χαλαρώνεις μέσα από την ένταση της δουλειάς, δεν κάνεις για κινηματογραφιστής. Συγχωρήστε μου ότι είμαι τόσο κάθετος σε αυτό το ζήτημα, αλλά το πιστεύω ακράδαντα. Γενιές επί γενεών ξοδεύουν τον χρόνο τους συζητώντας για τις ταινίες που ονειρεύονται να γυρίσουν αντί να τις γυρίζουν. Δεν είναι τυχαίος ο υπότιτλος της σημερινής μου ομιλίας, “Ιστορίες καθημερινής πειθαρχίας”. Αποκτήστε εμπειρία δοκιμάζοντας και δουλεύοντας, αφιερώστε αρκετές ώρες κάθε μέρα στο γράψιμο, γυρίστε ταινίες με όποιον τρόπο μπορείτε μέχρι και με την κάμερα του κινητού, δεν γίνεται να γράφετε και να ασχολείστε με το σινεμά ευκαιριακά. Μονάχα γράφοντας επίμονα θα μπορέσεις κάποτε να δώσεις μορφή και υπόσταση στους χαρακτήρες και στην πλοκή σου, δεν αποκλείεται να χρειαστείς ακόμη και πενήντα σελίδες γραψίματος για μία μικρού μήκους πέντε λεπτών, τουλάχιστον σύμφωνα με τον δικό μου τρόπο λειτουργίας. Το βασικό είναι να έχετε τις κεραίες σας ανοιχτές, η πραγματικότητα εκεί έξω είναι γεμάτη κινηματογραφικά ερεθίσματα. Στο δικό μου μυαλό, η ζωή και το σινεμά δεν είναι ξέχωρα το ένα από το άλλο», εξήγησε χαρακτηριστικά.
Αμέσως μετά, ο Έλληνας δημιουργός στάθηκε στη μαγεία της αίθουσας, κάνοντας μια σύγκριση ανάμεσα στην εκφραστική δύναμη του σινεμά και της τηλεόρασης. «Κατά τη γνώμη μου η κινηματογραφική αίθουσα δεν θα πεθάνει, ίσως να χάσει τον λαϊκό της χαρακτήρα αλλά δεν θα πεθάνει. Η ενέργεια της αίθουσας, που σε αναγκάζει σε μια βιωματική και προσηλωμένη παρακολούθηση, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τη μικρή οθόνη. Στην τηλεόραση εκ των πραγμάτων συγχωρείς ευκολότερα αβλεψίες και ευκολίες. Η οικονομία και η συμπύκνωση του κινηματογράφου είναι ασυναγώνιστη, στην τηλεόραση έχεις περιθώριο να αναπτύξεις μια ιστορία σε δεκάδες ώρες, στο σινεμά έχεις στη διάθεσή του μιάμιση ή δύο ώρες. Κατανοώ, φυσικά, το σκέλος του βιοπορισμού και η αλήθεια είναι ότι στην εποχή μας η τηλεόραση είναι πολύ πιο προσοδοφόρα. Είχα κι εγώ ένα παράλληλο επάγγελμα με το σινεμά, διετέλεσα παραγωγός σε περισσότερα από 800 διαφημιστικά, ενώ άλλοι συνάδελφοι στράφηκαν στο θέατρο ή στην τηλεόραση. Φυσικά, πολλά ονόματα που γνωρίζουμε πλέον από την τηλεόραση, μεταπήδησαν εκεί από το σινεμά, όπως ο Λευτέρης Χαρίτος, ο Βαρδής Μαρινάκης ή ο Νίκος Περάκης, για να κάνω μια ενδεικτική αναφορά. Στην παρούσα φάση μόνο η Γαλλία σε ολόκληρη την Ευρώπη επενδύει συστηματικά στην κινηματογραφική παραγωγή, έχοντας εγκαθιδρύσει ένα ισχυρό σύστημα στήριξης, το οποίο μένει ανεπηρέαστο από τις κυβερνητικές αλλαγές και τα πολιτικά παιχνίδια».
Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος συνομίλησε με το κοινό και μοιράστηκε ανεκδοτολογικές εμπειρίες από την περίοδο των κινηματογραφικών του σπουδών στις ΗΠΑ, ενώ μίλησε εκτενώς στη χρησιμότητα της διαφήμισης ως πεδίου δημιουργικού πειραματισμού και εξάσκησης για κάθε νέο κινηματογραφιστή που προσπαθεί να βρει το δικό του ύφος, κάνοντας ξεχωριστή αναφορά και στην περίπτωση του Γιώργου Λάνθιμου.
Masterclass της Δανάης Σπαθάρα «Κινηματογραφώντας στην Εύβοια – Case study Το τρίγωνο της θλίψης»
Η line producer της Heretic, Δανάη Σπαθάρα, παρέδωσε masterclass το Σάββατο 24 Ιουνίου, στο πολιτιστικό κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» της Αιδηψού, με τίτλο «Κινηματογραφώντας στην Εύβοια – Case study: Τo τρίγωνο της θλίψης», αναλύοντας τις εμπειρίες της από τα γυρίσματα της ταινίας Το τρίγωνο της θλίψης. Η ταινία του Σουηδού σκηνοθέτη Ρούμπεν Έστλουντ, ένα μέρος της οποίας γυρίστηκε στη βόρεια Εύβοια, κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα και βρέθηκε υποψήφια για τρία Όσκαρ. Το masterclass εντάσσεται στις δράσεις του Evia Film Project για την προώθηση και ανάδειξη της βόρειας Εύβοιας ως ιδανικού προορισμού για κινηματογραφικά γυρίσματα, συμπληρώνοντας το Fam Trip που πραγματοποιήθηκε τις προηγούμενες μέρες, συστήνοντας τις μαγευτικές τοποθεσίες της βόρειας Εύβοιας σε παραγωγούς και location managers από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Παρών στο masterclass ήταν και ο location manager της ταινίας, Μενέλαος Μυτιληναίος.
Τον λόγο πήρε αρχικά η επικεφαλής της Αγοράς, Αγγελική Βέργου, η οποία καλωσόρισε τη Δανάη Σπαθάρα, κάνοντας έναν απολογισμό των δράσεων της Αγοράς στη διάρκεια του Evia Film Project. «Φτάσαμε αισίως στην τελευταία ημέρα και στο masterclass που ολοκληρώνει τον κύκλο των εκδηλώσεών μας. Περάσαμε πέντε γεμάτες ημέρες, με industry meetings, τη διεθνή συνάντηση του προγράμματος CIRCLE Women Doc Accelerator, καθώς και το Fap Trip που δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα χωρίς της συμβολή του Hellenic Film Commission. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω την κ. Σταυρούλα Γερωνυμάκη, η οποία βρίσκεται εδώ μαζί μας. Η αυλαία των δράσεών μας θα πέσει με το location scouting masterclass που θα αναλύσει ως case study την πολυβραβευμένη ταινία Το τρίγωνο της θλίψης, ένα μέρος της οποίας γυρίστηκε στην παραλία της Χιλιαδούς, στη βόρεια Εύβοια», δήλωσε αρχικά προτού παραδώσει τη σκυτάλη στην κ. Σπαθάρα.
«Είναι τιμή μου να βρίσκομαι εδώ και ευχαριστώ θερμά το Evia Film Project για την πρόσκληση. Όλα ξεκίνησαν όταν ο παραγωγός της Heretic, Γιώργος Καρναβάς, συνάντησε στην Μπερλινάλε του 2019 τον σουηδό παραγωγό της ταινίας, Έρικ Χέμεντορφ, ο οποίος ήταν εξαιρετικά ανήσυχος, καθώς μόλις είχε αποσυρθεί η αμερικανική χρηματοδότηση της ταινίας και το πλάνο να γυριστεί στην Ταϊλάνδη είχε ναυαγήσει. Ο Γιώργος Καρναβάς τού πρότεινε την πιθανότητα της Εύβοιας και του μίλησε για τον location manager, Μενέλαο Μυτιληναίο, εξηγώντας του πως η βόρεια Εύβοια πληροί όλες τις προϋποθέσεις για τα γυρίσματα της ταινίας, καθώς το τοπίο συνδυάζει τις ερημικές παραλίες, τα άγρια δάση και μια αίσθηση τροπικής ζούγκλας», ανέφερε αρχικά, μιλώντας στη συνέχεια για την προετοιμασία που προηγήθηκε.
«Πρώτα απ’ όλα ήρθαμε σε επαφή με την Κτηματική Υπηρεσία και την Εφορία Αρχαιοτήτων που είχαν την τοπική αρμοδιότητα, ώστε να μας χορηγηθούν οι απαραίτητες εγκρίσεις και άδειες. Σε αυτό το πλαίσιο, είχαμε μια πολύ στενή συνεργασία με τον κ. Φάνη Σπανό, νυν Περιφερειάρχη Στερεάς Ελλάδας και πρώην Αντιπεριφερειάρχη Ευβοίας. Σταδιακά επικοινωνήσαμε και με τους υπόλοιπους αρμόδιους τοπικούς φορείς, την αστυνομία, τις δασικές υπηρεσίες, τις λιμενικές αρχές, την υπηρεσία δημοσίων έργων. Φυσικά, εξίσου σημαντική είναι και η διείσδυση στην τοπική κοινότητα, χωρίς τη στήριξη της οποίας είναι αδύνατον να ολοκληρωθεί ένα τόσο σύνθετο πρότζεκτ», ανέφερε σχετικά.
«Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσαμε, όσο και να σας φανεί περίεργο, ήταν ότι η παραλία στην οποία πραγματοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων είναι μια παραλία γυμνιστών, επομένως έπρεπε να τους προσεγγίσουμε και να λάβουμε τη συγκατάθεσή τους. Πρόκειται για μια κανονική κοινότητα, με ιεραρχική δομή και διακριτούς ρόλους και ο Μενέλαος Μυτιληναίος έκανε καταπληκτική δουλειά στην προσέγγισή τους. Μάλιστα, για δύο από τα μέλη της κοινότητας των γυμνιστών προέκυψαν και θέσεις εργασίας στην παραγωγή και στο κάστινγκ, αντίστοιχα. Ορισμένες φορές είναι πολύ δύσκολο να βρεις τα πατήματά σου στην τοπική κοινότητα. Όταν είχε επισκεφτεί αρχικά ο Μενέλαος την περιοχή για μια προκαταρκτική έρευνα, πολλοί ντόπιοι τον είχαν περάσει είτε για κατάσκοπο και πράκτορα ξένων δυνάμεων είτε για αυτοσχέδιο χρυσοθήρα», εξήγησε η κ. Σπαθάρα προτού κάνει ειδική αναφορά σε ορισμένες επιπλέον δυσκολίες που αντιμετώπισαν στη διάρκεια των γυρισμάτων.
«Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις ήταν να εξασφαλίσουμε τη διαμονή ενός συνεργείου που αριθμούσε πάνω από 100 άτομα για ένα χρονικό διάστημα που υπερέβαινε τον ένα μήνα. Άλλα εμπόδια και προβλήματα σχετίζονταν με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν σε μια παραλία που βλέπει στο βόρειο Αιγαίο. Είμασταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιήσουμε μικρές βάρκες, να μεταφέρουμε φυτά και βλάστηση από την Αθήνα στην Εύβοια, ήταν επίσης απαραίτητο να καθαρίζουμε στην εντέλεια την παραλία κάθε μέρα ώστε να φαίνεται αρκετά ερημική, ενώ μεγάλο πρόβλημα αντιμετώπισε και ο διευθυντής φωτογραφίας με τη μετάθεση τον γυρισμάτων από τον Απρίλιο στον Σεπτέμβριο του 2020. Όσο για την πανδημία, κατά κάποιον τρόπο μάς διευκόλυνε και μας δυσκόλεψε συγχρόνως. Από τη μια, συνέβαλε στο να έχουμε μειωμένη κίνηση και να πετύχουμε ευκολότερα την αίσθηση απομόνωσης που επιθυμούσαμε. Από την άλλη, όχι μόνο έπρεπε να διενεργούμε καθημερινά τεστ στους πάντες, αλλά έπρεπε να πείσουμε και τους σουηδούς συνεργάτες να φορούν τακτικά μάσκα. Όπως ίσως θυμάστε το σουηδικό κράτος είχε επιλέξει την “ανοσία της αγέλης” ως στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας, οπότε η μάσκα ήταν κάτι καινούργιο και ολότελα άβολο για εκείνους», κατέληξε σχετικά.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του κοινού, η κ. Σπαθάρα μίλησε αναλυτικά για τη διαδικασία επιλογής της Χιλιαδούς αντί για κάποια από τις γειτονικές παραλίες της βόρειας Εύβοιας που είχαν αρχικά εξεταστεί ως επιλογές, διευκρίνισε πως η Εφορία Αρχαιοτήτων δίνει το πράσινο φως στην Κτηματική Υπηρεσία ώστε να εκδοθεί η απαραίτητη άδεια, ενώ έκανε ειδική αναφορά στην αναγκαιότητα λειτουργίας περιφερειακών και αποκεντρωμένων Film Offices, τα οποία αναλαμβάνουν τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στην παραγωγή μιας ταινίας και τις τοπικές αρχές.
Προβολή «Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες» στην Αγία Άννα
Στην πλατεία της τοπικής κοινότητας της Αγίας Άννας προβλήθηκε την Παρασκευή 23 Ιουνίου το ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου, Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες, μια χιουμοριστική ματιά στην προσπάθεια μιας ομάδας ανθρώπων να διεισδύσουν στην παγκόσμια αγορά καλλιεργώντας βιολογικά έναν παλιό σπόρο ντομάτας. Η σκηνοθέτις της ταινίας ήταν παρούσα στην προβολή.
Πριν την προβολή, η κ. Οικονόμου είπε: «Αυτή η ταινία έχει γυρίσει όλο τον κόσμο, αλλά η προβολή σήμερα έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα γιατί υπάρχει μια συγγένεια ανάμεσα σε αυτόν τον τόπο και τον τόπο της ταινίας. Πρόκειται για δύο πληγωμένους τόπους. Η περιοχή εδώ έχει πληγεί από την πυρκαγιά. Αλλά και στον θεσσαλικό κάμπο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από εδώ, οι αγρότες ελπίζουν ότι μπορεί να υπάρξει αναγέννηση». Και πρόσθεσε ότι η ταινία αφηγείται μια αισιόδοξη ιστορία, την ιστορία ενός χωριού που σιγά-σιγά πεθαίνει, αλλά βρέθηκαν κάποιοι άνθρωποι που με έναν δικό τους τρόπο προσπάθησαν να αναγεννήσουν αυτό το χωριό.
Μετά την προβολή της ταινίας, η Μαριάννα Οικονόμου και ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Αλέξανδρος Γκουσιάρης που ήταν παρών στην προβολή, απάντησαν στις ερωτήσεις του κοινού. «Ένα από τα θέματα που με απασχολούσαν εδώ και αρκετά χρόνια είναι η ερήμωση της επαρχίας, το γιατί δεν μπορεί να είναι βιώσιμες αυτές οι μικρές κοινότητες» είπε η κ. Οικονόμου, σημειώνοντας ότι κατά τύχη συνάντησε τον Αλέξανδρο, ο οποίος είχε μόλις ξεκινήσει την παραγωγή της ντομάτας στο χωριό. Πρόσθεσε ότι παρακολούθησε για αρκετά χρόνια την κοινότητα, έμπαινε στα σπίτια τους, παρακολουθούσε τις καθημερινές τους εργασίες και έγινε μέρος της καθημερινότητας και της ζωής τους.
Από την πλευρά του, ο κ. Γκουσιάρης είπε ότι το εργατικό δυναμικό έχει ανανεωθεί, το χωριό έχει μικρύνει, αλλά η ντομάτα συνεχίζει να ταξιδεύει. Ανέφερε ότι μία δυσκολία είναι ο καιρός, ο οποίος είναι παράξενος παράγοντας, αλλά τόνισε ότι τα μέλη της κοινότητας εξακολουθούν να περνάνε καλά.
Σε ερώτηση σχετικά με την ανάπτυξη του σεναρίου, η κ. Οικονόμου είπε ότι δεν υπήρχε σενάριο και ότι τον πρώτο καιρό που πήγαινε στο χωριό, κατέγραφε την καθημερινότητα των μελών της κοινότητας και κάθε φορά συνέβαινε κάτι ιδιαίτερο, γεγονός που την έκανε να πηγαίνει ξανά και ξανά. Μετά από έναν χρόνο περίπου είδε το υλικό και αναρωτήθηκε ποια θα μπορούσε να είναι μια ιστορία. Συνέχισε, έτσι, να μαζεύει υλικό, αλλά πιο στοχευμένα πλέον. Ο κ. Γκουσιάρης συμπλήρωσε: «Αυτό το ντοκιμαντέρ είναι δημιούργημα είναι της Μαριάννας. Αυτό που έκανε είναι να έρχεται όσο πιο συχνά μπορούσε, ώσπου κάποια στιγμή ξεχάσαμε ότι είναι εκεί και η Μαριάννα με την κάμερα. Αυτό νομίζω ότι είναι το κλειδί».
Παίρνοντας τον λόγο, η κ. Οικονόμου είπε ότι «αυτό που βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην περίπτωση του Αλέξανδρου ήταν πώς έμπλεκε και άλλα στοιχεία στην καθημερινότητά τους. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε μύθους και παραμύθια. Ήταν ένας τρόπος να δυναμώνει τα μέλη της ομάδα, να τα κάνει να αισθάνονται σημαντικά. Για παράδειγμα, η ιστορία του Κολόμβου τούς έκανε να αισθάνονται ότι είναι οι μοναδικοί που έχουν αυτόν τον σπόρο, έγινε κομμάτι της ζωής τους».
Σε ερώτηση τι τον έκανε να επιστρέψει στο χωριό και να ασχοληθεί με την αγροτική παραγωγή, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει μαθηματικά, ο κ. Γκουσιάρης είπε: «Στο χωριό ξυπνάς το πρωί και ακούς πουλάκια. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Τα μαθηματικά είναι φιλοσοφία. Τα χρησιμοποιώ καθημερινά σε σχέση με την αγορά, την οικονομία. Και η μουσική για αυτό κάνει καλύτερες τις ντομάτες. Η μουσική κάνει καλό στην ψυχή μας, οπότε η μουσική κάνει καλό και στις ντομάτες».
Ερωτηθείσα πώς το διεθνές κοινό αντιμετώπισε αυτή την ιστορία, η κ. Οικονόμου είπε ότι αυτό που αγγίζει τον κόσμο είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. «Όπου έχουμε δείξει με την ταινία συγκινούνται με τις γυναίκες του χωριού, συγκινούνται με αυτό το εγχείρημα, γελάνε, προβληματίζονται. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό και αυτό ήταν το στοιχείο που με τράβηξε και εμένα εκεί. Η παραγωγή της ντομάτας ήταν η αφορμή για να μιλήσω για κάποια άλλα πράγματα» πρόσθεσε.