Του Νίκου Ευσταθίου
Ανθρώπινα πρόσωπα που αποσυντίθενται βασανιστικά, νεογέννητα μωρά που πεθαίνουν μόλις τέσσερις ημέρες μετά τη γέννησή τους, δένδρα που λικνίζονται στον αέρα απλώνοντας τριγύρω τους αόρατους, ραδιενεργούς σπόρους του θανάτου. Οι εικόνες της νέας σειράς «Τσερνόμπιλ» του HBO σε καμία περίπτωση δεν φέρνουν στον νου την αναμενόμενη ψυχαγωγία που θα επέλεγε να παρακολουθήσει κανείς από το κρεβάτι του τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού. Παρ’ όλα αυτά, δεν χωρά αμφιβολία πως σε λιγότερο από ένα μήνα από την κυκλοφορία της, η σειρά του Κρεγκ Μάζιν που αναπαριστά με βλοσυρό τρόπο το καταστροφικό πυρηνικό ατύχημα του 1986, κατάφερε να εκτοξευθεί στο πάνθεον της δημοσιότητας.
Μερικοί αριθμοί αρκούν για να αποτυπώσουν το μέγεθος της επιτυχίας του «Τσερνόμπιλ». Ενα σύνολο 6 εκατ. τηλεθεατών συντονίστηκε κάθε Δευτέρα του Μαΐου στην πλατφόρμα του HBO για να παρακολουθήσει τη σοκαριστική σειρά – μέγεθος το οποίο σύμφωνα με μερικές εκτιμήσεις αποτελεί την υψηλότερη τηλεθέαση σειράς στην ιστορία της αμερικανικής τηλεόρασης. Το θέμα «Τσερνόμπιλ» βρέθηκε ανάμεσα στις κορυφαίες τάσεις του Twitter για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες, με αναρτήσεις που κυμάνθηκαν από διθυραμβικά σχόλια μέχρι παράπονα των τηλεθεατών πως τα όνειρά τους στοιχειώνουν καθημερινά σενάρια πυρηνικής καταστροφής.
Ισως η πιο περίτρανη απόδειξη της δημοφιλίας της σειράς, ωστόσο, ήταν οι άνευ προηγουμένου υψηλές βαθμολογίες που έλαβε από το κοινό στην ιστοσελίδα του IMDB. Το «Τσερνόμπιλ» αξιολογήθηκε με τη βαθμολογία-ρεκόρ των 9,6 αστέρων από 200.000 χρήστες της πλατφόρμας, εκθρονίζοντας υπερδημοφιλείς σειρές όπως το «Game of Thrones» και το «Breaking Bad» και ανεβαίνοντας στην κορυφή της λίστας των πιο αγαπημένων σειρών στην ιστορία.
Παρότι τα νούμερα αυτά είναι από μόνα τους εντυπωσιακά, η απήχηση της σειράς αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν αναλογιστεί κανείς τη βαριά και πολύπλοκη θεματική του. Το «Τσερνόμπιλ» ισορροπεί ανάμεσα στη φόρμα του δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ και του ιστορικού δράματος, και ξετυλίγει την ιστορία της μαζικής έκρηξης του πυρηνικού σταθμού στο Πριπιάτ της Ουκρανίας με μία σειρά από ωμές ανθρώπινες ιστορίες που φανερώνουν την παράλυση και την αποποίηση των ευθυνών του σοβιετικού καθεστώτος. «Τα ντοκιμαντέρ και οι ιστορικές σειρές σπάνια καταφέρνουν να κονταροχτυπηθούν με την ελαφρά ψυχαγωγία όσον αφορά τη δημοφιλία» αναφέρει σε κείμενό του ο Economist, προσθέτοντας πως ακόμη και σειρές με εκλαϊκευμένες θεματικές όπως η ζωή της Βασίλισσας Ελισάβετ και η θυελλώδης δίκη τού Ο. Τζ. Σίμπσον δεν κατάφεραν ποτέ να βρεθούν στις πρώτες θέσεις της τηλεθέασης. Κατ’ επέκταση προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: πώς κατάφερε το «Τσερνόμπιλ» να τοποθετηθεί στην κορυφή της τηλεοπτικής δημοφιλίας;
Ο «καλοήθης μαζοχισμός»
Μια εκδοχή είναι το φαινόμενο που διέκρινε τη δεκαετία του ’90 ο διακεκριμένος ψυχολόγος Πολ Ρόζιν, βαφτίζοντάς το «καλοήθη μαζοχισμό». Η λογική τής θεωρίας είναι απλή: σύμφωνα με τον καθηγητή, ο άνθρωπος απολαμβάνει εκ φύσεως καταστάσεις στις οποίες το σώμα πιστεύει πως βρίσκεται σε κίνδυνο, όμως ο εγκέφαλος γνωρίζει πως στην πραγματικότητα είναι ασφαλής. «Η συνειδητοποίηση πως το σώμα έχει ξεγελαστεί και πως δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος οδηγεί σε μια μοναδική ευχαρίστηση που προέρχεται από την κυριαρχία του ανθρώπινου νου» ισχυρίζεται ο Ρόζιν, υποστηρίζοντας πως ο καλοήθης μαζοχισμός εξηγεί φαινόμενα όπως την αγάπη για τα rollercoaster και τον φανατισμό για τις ταινίες τρόμου. Σύμφωνα με τη θεωρία, λοιπόν, ένα κομμάτι της δημοφιλίας της σειράς έγκειται στη γνωστική ασυμφωνία της: ο θεατής ανατριχιάζει παρακολουθώντας το νέφος του ραδιενεργού καπνού να εξαπλώνεται, ωστόσο γνωρίζει πως ο ίδιος επιβίωσε από την πυρηνική καταστροφή και έτσι απολαμβάνει το αίσθημα της φρίκης.
Ο καλοήθης μαζοχισμός του «Τσερνόμπιλ» δεν θα αρκούσε ως μοναδικός παράγοντας της εκθετικής του επιτυχίας αν δεν αποτύπωνε επιτυχώς και ένα κομμάτι του σύγχρονου zeitgeist. Τη χρονιά που η υπερθέρμανση του πλανήτη και η κλιματική αλλαγή αναδείχθηκαν ως παγκόσμιες προτεραιότητες, και που η νεαρή ακτιβίστρια του περιβάλλοντος Γκρέτα Τούνμπεργκ είναι το απόλυτο φαβορί για το βραβείο του Νομπέλ Ειρήνης, δεν προκαλεί εντύπωση που μια σειρά για τη σημασία της αντικειμενικότητας της επιστήμης και της ηθικής της απήλαυσε τέτοια απήχηση.
«Δεν θα περίμενα ποτέ πως το “Τσερνόμπιλ” θα γινόταν τέτοιο φαινόμενο, και μάλιστα νομίζω πως δεν το περίμενε ούτε το HBO, καθώς αποφάσισε να το προβάλει τις Δευτέρες και όχι κάποια πιο ιδανική μέρα όπως η Κυριακή», δηλώνει στην «Κ» η κριτικός τηλεόρασης του περιοδικού ΤΙΜΕ, Τζούντι Μπέρμαν. «Ωστόσο, νομίζω πως τελικά υποτίμησα τι παλμό έχει μια ιστορία για την καταστροφική άγνοια, την αμέλεια και τον εγωισμό μιας κυβέρνησης εν έτει 2019», συμπληρώνει. «Εν μέσω της καταστροφικής κλιματικής αλλαγής και της ανόδου του αυταρχισμού, τι πιο επίκαιρο από την ιδέα πως οι ηγέτες ενός έθνους δεν έχουν τα συμφέροντα των πολιτών στην καρδιά τους», καταλήγει.
Παρά τους σαφείς παραλληλισμούς με την πρόκληση της κλιματικής αλλαγής, υπάρχει ταυτόχρονα και κάτι το νεφελώδες στο ηθικό μήνυμα της σειράς. Δεν υπάρχει βασικός «κακός» για την πλοκή του «Τσερνόμπιλ» –πέρα ίσως από τη δαιδαλώδη σοβιετική γραφειοκρατία– και ο θεατής είναι ελεύθερος να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Τα γεγονότα αποτυπώνονται ωμά και χωρίς ξεκάθαρη καθοδήγηση – κατ’ επέκταση η σειρά συνάντησε ιδιαίτερα θερμή υποδοχή και από τους δύο πόλους ενός ιδιαίτερα τεταμένου πολιτικού κλίματος στις ΗΠΑ. Από τη μία, το συντηρητικό κοινό των Ρεπουμπλικανών που ζει ακόμα υπό τη σκιά του Ψυχρού Πολέμου βρίσκει στη σειρά ένα ηχηρό αφήγημα κατά του σοσιαλισμού. Από την άλλη, οι προοδευτικοί Δημοκρατικοί ελκύονται από το μοτίβο της παραπληροφόρησης και της αμφισβήτησης της αλήθειας, που φέρνει στον νου το σημερινό καθεστώς της χώρας.
«Είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς το “Τσερνόμπιλ” χωρίς να σκεφθεί τον Ντόναλντ Τραμπ. Οπως ακριβώς και οι υπεύθυνοι του καταδικασμένου ρωσικού αντιδραστήρα, ο Τραμπ είναι ένας άνθρωπος με μέτρια νοημοσύνη που ωστόσο είναι υπεύθυνος για μια τεράστια δύναμη που καλά καλά δεν καταλαβαίνει», ανέφερε στα κοινωνικά δίκτυα ο Στίβεν Κινγκ σχολιάζοντας τη σειρά-φαινόμενο. Λίγα λεπτά μετά την ανάρτησή του, ο δημιουργός της σειράς, Κρεγκ Μάζιν, του απάντησε: «Σε ευχαριστώ θερμά για την έξυπνη θέαση».
Η παρερμηνεία
Είτε πρόκειται για έναν καμβά για τις σύγχρονες ανησυχίες μας είτε για ένα δοχείο καλοήθη μαζοχισμού, η δημοσιότητα του «Τσερνόμπιλ» δεν μπορεί να διαχωριστεί από την εποχή στην οποία κυκλοφόρησε. Η πληροφορία ταξιδεύει πλέον υπερβολικά γρήγορα, ο ενθουσιασμός μοιράζεται ασταμάτητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι τάσεις ενισχύονται τρομακτικά χάρη στους αλγόριθμους. Η νέα σειρά του HBO και η εκθετική της δημοφιλία αφήνουν πίσω μια τεράστια κληρονομιά: μια ολόκληρη γενιά πρωτοέμαθε για μία εκ των σημαντικότερων στιγμών της ανθρώπινης Ιστορίας από την τηλεόραση. Ωστόσο, η δημοφιλία φέρνει την παρερμηνεία και η παρερμηνεία την απλούστευση. Το αποτέλεσμα: χιλιάδες τουρίστες που συρρέουν στο μολυσμένο Πριπιάτ, για να τραβήξουν με τη σειρά τους μία σέλφι από το Τσερνόμπιλ.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr
Στη φωτογραφία του θέματος οι πρωταγωνιστές της σειράς Στέλαν Σκάρσγκαρντ και Τζάρεντ Χάρις