Του Γιάννη Τοτονίδη*
“Σου αρέσει που είσαι σερβιτόρος; Δεν έχεις σκεφτεί ποτέ να κάνεις κάτι διαφορετικό;”, ρωτά με έκδηλη απορία ο συνάδελφος του, “Kεραυνός”, τον Ρένο, στο μυστηριώδες νεο – νουάρ ντεμπούτο του σκηνοθέτη Στηβ Κρικρή, που κινείται στο γνώριμο ύφος του Greek Weird Wave Cinema, χαρακτηριστικά του οποίου αποτελούν η ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων και των διαλόγων. “Αυτό ξέρω να κάνω, το κάνω όλη μου τη ζωή”, του απαντάει αποστομωτικά ο Ρένος.
Μια σπουδή για έναν
φανταστικό χαρακτήρα
που θα μπορούσε να είναι
ένας (αντι)ήρωας
του Αλμπέρ Καμύ
Από πού πηγάζει αυτή η ερώτηση; Για να το καταλάβουμε πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον (ιδιαίτερο) χαρακτήρα του Ρένου. Μπορούμε να τον κατατάξουμε στους φιλήσυχους, ήρεμους, απλούς ανθρώπους. Η ζωή του είναι μια ευθεία γραμμή. Ούτε μια καμπύλη ούτε μια τεθλασμένη. Υπερβολικά απλή και κυρίως προκαθορισμένη. Ο τρόπος που θα ντυθεί και θα ξεντυθεί, που θα φορέσει ή θα βγάλει τα παπούτσια του, που θα σιδερώσει το παντελόνι του, που θα κάνει τη δουλειά του, το χόμπι του… Οτιδήποτε άγνωστο μπορεί να του προκαλέσει ταραχή και αποπροσανατολισμό. Επαγγελματίας και ευσυνείδητος σερβιτόρος, ζει μοναχικά, δίχως έρωτες και φιλίες. Ένας σχολαστικός παρατηρητής του περίγυρού του, με ιδιαίτερη αδυναμία στα φυτά.
Αυτή η ρουτίνα της επανάληψης λειτουργεί μέσα του απελευθερωτικά. Ζει ευχαριστημένος και ταμπουρωμένος μέσα στο μικρόκοσμό του. Δεν τον ενδιαφέρει να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη ζωή του ούτε έχει τάσεις φυγής. Δεν επιθυμεί καν να ταξιδέψει ή να κάνει διακοπές. Του αρέσει η δουλειά του. Ίσως επειδή η σχέση του με τους ανθρώπους είναι περιστασιακή, σύντομη και αποστασιοποιημένη. Αυτό του αρκεί ως κοινωνικότητα. Μεγάλο του πάθος είναι η μελέτη και η φροντίδα των φυτών που διατηρεί, με τα οποία έχει γεμίσει το σπίτι του και του αρέσει να τα ζωγραφίζει. Εκτός από αυτά, του αρέσει να αποκτά ευρύτερες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για διάφορα πράγματα.
Αυτή η ήρεμη ζωή του, ωστόσο, θα διαταραχθεί, όταν ξαφνικά κάποιο βράδυ θα βρει στον κάδο των σκουπιδιών ένα κομμένο χέρι. Σε συνδυασμό με την εξαφάνιση του γείτονά του, Μίλαν, υποψιάζεται ότι κάτι φρικτό συνέβη. Δε θέλει όμως μπλεξίματα, γιατί αυτά θα του αναστατώσουν την τυποποιημένη ρουτίνα της καθημερινότητάς του. Γι’ αυτό δεν καλεί την αστυνομία. Δεν το λέει ούτε καν στον φίλο(;) του, τον “Κεραυνό”. Το κρατά μέσα του, σα να μην έγινε ποτέ. Σα να μην το είδε ποτέ. Σα να έκανε λάθος σε αυτό που είδε.
Τότε είναι που έρχονται στη ζωή του δύο σκοτεινοί χαρακτήρες: ο “Ξανθός” και η Τζίνα, οι οποίοι, όπως αντιλαμβάνεται σταδιακά, συσχετίζονται με τον Μίλαν. Οι δυο τους –ιδιαίτερα η Τζίνα– τον παρασέρνουν σε μια σειρά ακραίων γεγονότων, που θα δηλητηριάσουν την ιερή καθημερινή του ρουτίνα. Ο (εκ)κεντρικός ήρωάς μας για πρώτη του φορά βρίσκεται στο δίλημμα κατά πόσο είναι πρόθυμος να αλλάξει ή όχι τη ζωή του σε ζητήματα Αγάπης και Θανάτου.
Ο Κρικρής εμπνέεται από αληθινά γεγονότα που συνέβησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στη μεγαλούπολη της Νέας Υόρκης, όπου ζούσε. Γράφοντας ο ίδιος το σενάριο, επιλέγει να του προσδώσει ελληνική χροιά και το τοποθετεί στην Ελλάδα του σήμερα, που δεν απέχει πλέον και πολύ από τον άχρωμο, απρόσωπο αμερικάνικο τρόπο ζωής. Η ιστορία δολοφονίας, ποτισμένη με μικρές, αλλά σημαντικές λεπτομέρειες που βγαίνουν στην επιφάνεια ανά διαστήματα, μετατρέπεται σε μία εξερεύνηση της ανθρώπινης φύσης διεισδύοντας στα άδυτα της Ψυχής του Ατόμου, μέσα από το είδος του υπαρξιακού νέο νουάρ και την οπτική ματιά του διττού “Σερβιτόρου”. Διττού, επειδή η λέξη “Waiter” είναι από τη φύση της διττή: δηλώνει τόσο τον Σερβιτόρο, όσο και το πρόσωπο που περιμένει.
Ο Έλληνας σκηνοθέτης υιοθετώντας το λανθιμικό τρόπο αφήγησης, αλλά και εμφανώς επηρεασμένος από τον ονειρικό κόσμο του Ντέιβιντ Λιντς (στο νου έρχεται το φιλμ «Μπλε Βελούδο», ιδιαίτερα στη σκηνή του τραγουδιού “Η σκλάβα” της Τζένης Βάνου), εστιάζει περισσότερο στην ψυχοσύνθεση του κεντρικού ήρωά του, παρά στη διερεύνηση των κινήτρων και των συνεπειών του φόνου. Παράλληλα θέτει ερωτήματα: εάν ένα άτομο έχει τη διάθεση, κατά πόσο και με ποιον τρόπο να αλλάξει τον μικρόκοσμό του και να αποτινάξει τις συνήθειές του, όταν έρθει εκείνη η στιγμή, κατά την οποία θα βρεθεί αντιμέτωπο με ακραία γεγονότα, όπως μια δολοφονία ή ένας έρωτας. Με ανεπαίσθητο μαύρο χιούμορ στους φειδωλούς διαλόγους των δύο συναδέλφων, περιχαρακώνει τον “Σερβιτόρο” του με την επαναλαμβανόμενη ρουτίνα της καθημερινότητας, τον παρουσιάζει απόλυτα συμφιλιωμένο με αυτή και τον τοποθετεί σε χώρους όπου αντικατοπτρίζεται ο ψυχισμός του, υπογραμμίζονται οι ιδιαιτερότητές του και τονίζεται η μοναχικότητά του.
Μαζί με τον Διευθυντή Φωτογραφίας Γιώργο Καρβέλα επιλέγουν ως χρώμα το καταπραϋντικό και αρμονικό σκούρο πράσινο του διαμερίσματος του κεντρικού χαρακτήρα (που τονίζεται επιπρόσθετα από το πλήθος των υγιών φυτών που φροντίζει με τόση αγάπη) και αποδίδουν -με μια ιδιαιτερότητα- άδειους τους κατά βάση πολύβουους δρόμους της Αθήνας. Τα κάδρα τους -σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους- είναι υπέροχα γεωμετρικά, προβάλλοντας το γνώριμο μοναχικό αδιέξοδο του ήρωα. Ο “σχεδιασμός” της οργανωμένης ζωής του Ρένου αποτυπώνεται αλληγορικά μέσα από τις οπτικές γωνίες των φυσικών γεωμετρικών σχημάτων και της απόλυτης συμμετρίας: σκάλες, διάδρομοι, εξώπορτες, παράθυρα. Σε όλα αυτά καθοριστική είναι και η συμβολή της ενδυματολόγου Νατάσας Σαρρή, η οποία κατορθώνει με το έργο της να τονίζει χώρους και συναισθηματικές καταστάσεις.
Θα ήταν άδικο να μην μνημονεύσουμε την ονειρική μουσική του Coti K (Κάπα προφέρεται και όχι Κέι), καθώς και το δημιουργικό μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη, που γίνεται εμφανές σχεδόν σε κάθε βήμα της ταινίας. Μάλιστα, για μια περίοδο δούλευε το «Waiter» στα διαλείμματα από το μοντάζ της «Ευνοούμενης». Χάρη σε αυτόν αποδόθηκε η λιτότητα στην ανάπτυξη του χαρακτήρα του Ρένου. Μυστήριο, σασπένς, κρυμμένοι κόσμοι πίσω από όσα φαίνονται, χαρακτήρες μεγαλύτεροι από την ίδια τη ζωή, πραγματικότητα που μπλέκεται με το όνειρο είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία αυτού του ιδιαίτερου φιλμ.
Δύο από τους σπουδαιότερους Έλληνες ηθοποιούς, ο Άρης Σερβετάλης (σε μια ακόμη σπουδαία, πειστική και συγκλονιστική ερμηνεία, κυρίως μέσω της κινησιολογίας και της εκφραστικής λιτότητας που τον χαρακτηρίζει) και ο Γιάννης Στάνκογλου, δημιουργούν μια εξαιρετική χημεία μεταξύ τους και αποδίδουν με τον μοναδικό τους τρόπο δύο ιδιόμορφους χαρακτήρες: ο πρώτος τον ήρεμο, ταπεινό, στρατιωτικοποιημένο άνθρωπο με έντονη παθητικότητα και ο δεύτερος τον ψυχοπαθή δολοφόνο με ένα συνδυασμό κυνισμού και αυτοσαρκασμού. Οι αντίθετοι κόσμοι που πρεσβεύουν οι δυο τους έρχονται σε σύγκρουση επιζητώντας –και οι δύο– την απόλυτη κυριαρχία. Ο Σερβετάλης αποδίδει άψογα τον αντιήρωα που λειτουργεί στην καθημερινότητά του με έναν εσωστρεφή ψυχαναγκασμό, αλλά παρασύρεται σε έναν άγνωστο και επικίνδυνο –γι’ αυτόν– κόσμο και εξαναγκάζεται να πάρει μερικές ανατρεπτικές αποφάσεις για τη ζωή του, που ούτε καν μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως ήταν ικανός να λάβει. Κατά μία έννοια, μετατρέπεται από παθητικός θεατής της ίδιας του της ζωής σε αυτοδίδακτο σκηνοθέτη της. “Είσαι πάντα τόσο ήρεμος;”, ρωτάει η Τζίνα τον Ρένο. “Δεν ξέρω αν είμαι ή αν φαίνομαι”, της απαντά εκείνος χαρίζοντάς μας μια σκηνή πρόζας που θα μείνει αλησμόνητη στο ελληνικό σινεμά.
Μπορεί να είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κρικρή, αλλά οι σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του San Franscisco Art Institute SFAI (με επιρροή στον πειραματικό και avant – garde κινηματογράφο), η σκηνοθεσία σε εκατοντάδες διαφημιστικά spots και fashion videos για αναγνωρισμένους οίκους μόδας και σχεδιαστές, τα βραβεία στο Διαφημιστικό Φεστιβάλ Νέας Υόρκης και Ελλάδας, καθώς και ο ρόλος του ως συνιδρυτή και Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Πάτμου, θεμελιώνουν την βαθύτατη και πολύχρονη ενασχόλησή του με τον χώρο. Στο 59o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έλαβε δύο βραβεία από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου: πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και καλύτερων Locations, ενώ προτάθηκε με έξι υποψηφιότητες στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Ο Σερβιτόρος (The Waiter)
Σκηνοθεσία: Στηβ Κρικρής
Ηθοποιοί: Άρης Σερβετάλης, Γιάννης Στάνκογλου, Κιάρα Τζενσίνι, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Μαρία Καλλιμάνη
Διάρκεια: 97΄
* Ο Γιάννης Τοτονίδης από μικρός αρέσκονταν στις εκρήξεις. Οι γονείς του για να μην ανατιναχθεί το σπίτι τους, τον έπεισαν να σπουδάσει Χημικός (απόφοιτος του Α.Π.Θ.). Η “εκρηκτικότητα” του ψυχισμού του τον ώθησε να ασχοληθεί με την 7η Τέχνη. Σπούδασε Σκηνοθεσία και αποτελεί μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ) και μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Σκηνοθετών (F.E.R.A.). Αρθρογραφεί σε διάφορα περιοδικά από το 1991. Σήμερα είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.), μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Στο παρελθόν υπήρξε Μουσικός Παραγωγός και Επιμελητής Κινηματογραφικών Εκπομπών, καθώς επίσης και Τηλεοπτικός Παρουσιαστής Κινηματογραφικών Εκπομπών. Τελευταία πειραματίζεται με τη μαγειρική και προκαλεί μόνο γαστρονομικές “εκρήξεις”.