Γράφει ο Νίκος Αλέτρας
Είναι κάτι που δεν σηκώνει συζήτηση: η πιο ικανοποιητική εμπειρία όταν παρακολουθείς μια ταινία είναι να σε «στέλνει» στον κόσμο της, τόσο πολύ ώστε να μην θέλεις να ξαναγυρίσεις στην βαρετή σου πραγματικότητα. Το σινεμά της Νότιας Κορέας είναι πλέον ένα τέτοιο σινεμά! Αναμφισβήτητα παράγει ταινίες με την υψηλότερη ποιότητα σε όλο τον κόσμο. Αυτό που κάνει τις νοτιοκορεάτικες ταινίες τόσο μοναδικές είναι η πρωτοτυπία, η απλότητα (μέσα από μια ευπρόσδεκτη πολυπλοκότητα) και η δυνατότητά τους να εμπεριέχουν πολλά είδη. Ειδικά μετά την σαρωτική επικράτηση του Parasite στο Όσκαρ του 2020, οι ταινίες της Νότιας Κορέας έχουν αποκτήσει πρόσβαση στις μεγάλες streaming πλατφόρμες, αποσπώντας μαζική δημοτικότητα τόσο στην Αμερική, όσο και στην Ευρώπη. Οι ταινίες της Νότιας Κορέας έχουν αισθητική, είναι καλόγουστες, συναισθηματικές, καλογραμμένες και αναπάντεχες: κανείς δεν μπορεί να μαντέψει τις ανατροπές και την κατάληξη τους και αυτό είναι που τις κάνει συναρπαστικές και υπέροχες. Πολλές από αυτές αποτελούν αριστοτεχνικές ασκήσεις πάνω στη μίξη των κινηματογραφικών ειδών με το αποτέλεσμα να είναι τόσο απολαυστικό, όσο και η γεύση ενός σπουδαίου εκλεπτυσμένου φαγητού που «μαγειρεύτηκε» από τους σπουδαιότερους σεφ του κόσμου.
Στην κινηματογραφική βιομηχανία των ΗΠΑ, παρά τις αξιοσημείωτες εισπρακτικές της επιτυχίες (παρόλα αυτά, ελάχιστες) τα τελευταία χρόνια, οι παραγωγές χαρακτηρίζονται από έλλειψη πρωτοτυπίας, προβλέψιμες ιστορίες, με έμφαση στη χρήση CGI, προκειμένου να εντυπωσιάσουν ένα μαζικό κοινό. Οι ταινίες που κυριαρχούν στο box office είναι συνήθως κομμάτι ενός franchise ταινιών ή αποτελούν remakes παλιότερων κινηματογραφικών επιτυχιών. Το Χόλιγουντ έχει φτάσει σε τέλμα και δεν βλέπω να αλλάζει σύντομα αυτό: στις αμερικάνικες ταινίες λείπει η ποιότητα στην πλοκή και κυρίως στο συναίσθημα! Για να ξεφύγει από αυτό το τέλμα το Χόλιγουντ, καλό θα ήταν να ρίξει ένα βλέμμα στη Νότια Κορέα για να μάθει πώς γίνονται πλέον οι ταινίες υψηλής ποιότητας που απηχούν στο παγκόσμιο κοινό. Η επίκληση των παραγωγών ότι στις ΗΠΑ οι θεατές προτιμούν να βλέπουν ταινίες χωρίς υπότιτλους αποτελεί απλώς μια «βολική δικαιολογία», η οποία αφενός υποτιμά τις ικανότητες των θεατών, αφετέρου τους αποτρέπει από το να δουν ταινίες από την παγκόσμια κινηματογραφία. Όπως ανέφερε και ο Bong Joon-ho, ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης του Parasite, «μόλις κάνετε το άλμα της 1 ίντσας (αυτό είναι το ύψος των υπότιτλων), θα μπείτε σε ένα κόσμο απίστευτα καταπληκτικών ταινιών».
Στο ζήτημα της μίξης των ειδών, το νοτιοκορεάτικο σινεμά έχει ανοίξει καινούρια δημιουργικά και καλλιτεχνικά μονοπάτια. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ταινίες θρίλερ και τρόμου, οι οποίες πλέον, είναι οι πιο… τρομακτικές παγκοσμίως. Συνήθως είναι ταινίες για σκεπτόμενους θεατές, περιλαμβάνουν αλλεπάλληλα plot twists, άφθονο gore, απροσδόκητα jump scares, σύνθετες ιστορίες και συναισθηματικό βάθος που ζαλίζει και εμπλέκει τους θεατές. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το φιλμ του Sang-ho Yeon, Train to Busan (2016) που αναφέρεται σε μια πανδημική κρίση ζόμπι, η οποία αναγκάζει τους εναπομείναντες υγιείς να διαφύγουν σε ασφαλέστερες περιοχές χρησιμοποιώντας τα τρένα. Η δύναμη, η αγριότητα και η νοσηρότητα των ζόμπι στο Train to Busan δίνονται με απίστευτα τρομακτικό τρόπο εξελίσσοντας το είδος, ύστερα από τις καινοτομίες που προσέφεραν στα ζόμπι τα πρωτοποριακά 28 Days Later και Dawn of the Dead. Οι αγέλες των ζόμπι της ταινίας είναι συγκλονιστικές και οι σκηνές μάχης είναι – απλώς! – ασυναγώνιστες. Σε αντίθεση με το Train to Busan, το The Wailing (2016) του Na Hong-jin συνδυάζει στοιχεία υπερφυσικού και εγκλήματος, σε ένα αγωνιώδες παιχνίδι γάτας-ποντικιού, ενώ τίθενται στο τραπέζι του διαλόγου ζητήματα πίστης και οικογενειακής αφοσίωσης με έναν απόλυτα συναρπαστικό τρόπο θέασης. Οι θεατές είναι δύσκολο να αφήσουν τα μάτια τους από την αφήγηση του The Wailing.
Από την άλλη, όταν η θεματολογία των θρίλερ έχει να κάνει με τέρατα ή εξωγήινα ή μεταλλαγμένα πλάσματα, η ταινία του Bong Jun-ho The Host (2006) αποτελεί μια πολυεπίπεδη παραγωγή που αποδίδει καλλιτεχνική και ψυχαγωγική απόλαυση. Η ταινία αναφέρεται σε ένα ποταμίσιο πλάσμα (αποτέλεσμα της μετάλλαξης εξαιτίας της μόλυνσης του ποταμού) στη σύγχρονη Σεούλ, το οποίο απαγάγει ένα μικρό κορίτσι. Η αναζήτηση του απελπισμένου πατέρα είναι συγκλονιστική και συνοδεύεται από φοβερές σκηνές δράσης, αγωνίας, συγκίνησης αλλά και πηγαίου χιούμορ. Είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί η ταινία, όμως αυτό που συνειδητοποιούν οι θεατές είναι ότι το φιλμ του Bong Jun-ho είναι μια εμπειρία ζωής. Τέλος, σε ότι αφορά τις ταινίες με serial killer, το φιλμ I Saw the Devil (2010) του Kim Jee-woon είναι επίσης μια αξέχαστη εμπειρία ζωής που πρέπει να διδάσκεται σε όλες τις σχολές κινηματογράφου όλου του κόσμου: πρόκειται για την πιο ρεαλιστική και gory horror ταινία που θα έχουν δει οι θεατές. Περιγράφει το ατέρμονο κυνηγητό ενός μυστικού πράκτορα καθώς προσπαθεί να εκδικηθεί έναν κατά συρροή δολοφόνο για τον θάνατο της εγκύου συζύγου του. Η ταινία ανήκει στο είδος των «ταινιών εκδίκησης», οι οποίες ενώ αξιοποιούν τις συμβάσεις των θρίλερ, θέτουν στο επίκεντρο ένα πανίσχυρο concept: αυτό της «ηθικής της εκδίκησης», η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως καταπραϋντικό τόσο για την ομαλή συνέχεια της προσωπικής, οικογενειακής ζωής όσο και για την ομαλή λειτουργία της ίδιας της κοινωνίας. Η ταινία προφανώς δεν απευθύνεται σ’ αυτούς που έχουν αδύναμη καρδιά. Τίποτα δεν μπορεί να προετοιμάσει τους θεατές για την βιαιότητα των εγκλημάτων και των σκηνών αναμετρήσεων και βασανισμού, οι οποίες έχουν μεγάλη διάρκεια και απεικονίζονται με κάθε «ενοχλητική» λεπτομέρεια. Οι παραπάνω ταινίες αποτελούν τα μοντέλα τα οποία οδηγούν το Νοτιοκορεάτικο σινεμά στο μέλλον και στην εδραίωσή του ως το Νέο Χόλιγουντ. Είναι το σινεμά της επόμενης μέρας, ένα full service cinema που διανέμεται κυρίως διαμέσου του streaming απευθυνόμενο στο παγκόσμιο κοινό (χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι ταινίες του Netflix, #Alive, The Call και Forgotten).