Η καυστική συχνά κοινωνικοπολιτική ματιά του, μαζί με μια δεξιοτεχνία στην ανατροπή των κανόνων των κινηματογραφικών ειδών (ιδιαίτερα των ταινιών τρόμου και επιστημονικής φαντασίας) είναι τα κύρια στοιχεία των θαυμάσιων ταινιών του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Μπονγκ Τζουν-Χο, βραβευμένου, μόλις πρόσφατα, με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών για την αριστουργηματική ταινία του «Παράσιτο».
Ο 48χρονος σήμερα σκηνοθέτης, ξεκίνησε την καριέρα του γυρίζοντας αρχικά ταινίες μικρού μήκους, πριν, το 2000 κάνει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, τη μαύρη κωμωδία «Τα σκυλιά που γαβγίζουν δεν πεθαίνουν», που την ακολούθησε με τις «Μνήμες εγκλήματος» (2003), μια με σατιρική αιχμές, έρευνα για ένα κατά συρροή δολοφόνο. Το 2006 με τον «Επισκέπτη» («The Host» – «Ο Ξενιστής» στην πραγματικότητα), χρησιμοποιεί την απαγωγή ενός κοριτσιού από ένα τέρας που βγαίνει από τον ποταμό, για να ανατρέψει την ταινία τρόμου και να κάνει μια καυστική κοινωνική κριτική, ενώ με το θρίλερ μυστηρίου «Μητέρα» (2009), δείχνει μέχρι ποιου, ακραίου σημείου μπορεί να φτάσει η αγάπη μιας μητέρας που ψάχνει να βρει τον πραγματικό δολοφόνο και να αποδείξει την αθωότητα του γιου της που κατηγορείται για το φόνο ενός κοριτσιού.
Το 2013, στην ταινία επιστημονικής φαντασίας «Snowpiercer», μας μεταφέρει σε ένα μέλλον όπου η ανθρωπότητα βρίσκεται στα πρόθυρα εξαφάνισης εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ενώ, στο «‘Όκτζα» (ταινία που γύρισε για τη Netflix), αφηγείται τις προσπάθειες ενός κοριτσιού να σώσει το δημιουργημένο με γενετική μηχανική τεράστιο γουρούνι της από μια ισχυρή πολυεθνική εταιρία.
Στη βραβευμένη φέτος στις Κάνες ταινία του, «Παράσιτο», ο Μπονγκ Τζουν-χο στρέφεται για μια ακόμη φορά στην προσπάθεια συμβίωσης πλουσίων και φτωχών, που καταλήγει σε ένα πραγματικό λουτρό αίματος, χρησιμοποιώντας στοιχεία θρίλερ, μαύρης κωμωδίας και τρόμου για να κάνει ένα πικρό σχόλιο πάνω στη σημερινή κατάσταση μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη στις Κάνες, μετά την προβολή της ταινίας του (πριν όμως από τη λήξη του φεστιβάλ και την απονομή του Χρυσού Φοίνικα στο εξαιρετικό αυτό έργο τουΤζουν-χο) και μας μίλησε διεξοδικά για την ταινία του.
- Πώς ξεκίνησε η ιδέα της ταινίας και γιατί ο τίτλος «Παράσιτο»;
Το 2013 έκανα το post-production της ταινίας μου Snowpiercer, ταινία που ασχολείται επίσης με τους πλούσιους και τους φτωχούς, αν και εκείνη η ταινία εκτυλισσόταν σ’ ένα τρένο. Αλλά από εκεί ξεκίνησε η ιδέα και αυτής της ταινίας. Εδώ όμως πρόκειται για αληθινούς ανθρώπους, πλούσιους και φτωχούς, που προσπαθούν να ζήσουν μαζί, αλλά δεν τα καταφέρνουν, η συμβίωση αυτή αποδεικνύεται παρασιτική.
- Πώς χρησιμοποιείς τη μαύρη κωμωδία για να αντιμετωπίσεις κοινωνικά προβλήματα όπως αυτά στην ταινία σου;
Δεν μου αρέσει, όπως κάνουν πολλοί άλλοι, να ακολουθώ τις συμβάσεις του είδους. Επειδή αγαπώ τα διάφορα κινηματογραφικά είδη, άλλοτε τα ακολουθώ, άλλοτε τα διαστρέφω, τα ανατρέπω με παράξενους τρόπους. Είμαι όμως σκηνοθέτης που αγαπά τα διάφορα genre, τα κινηματογραφικά είδη, θρίλερ, τρόμου, επιστημονικής φαντασίας, μαύρης κωμωδίας. Χωρίς τον ενθουσιασμό, τη συγκίνηση και την ανατριχίλα που σου προσφέρουν τα είδη αυτά, νομίζω πως δεν θα μπορούσα να γυρίσω ταινίες. Αυτό που εκτιμώ είναι η ενέργεια και η ζωντάνια που έχουν αυτά τα είδη και πάντα ελπίζω πως όταν ο θεατής πάει πια σπίτι του τότε θ’ αρχίσει να διεισδύει στο μυαλό του το κοινωνικό θέμα της ταινίας. Αυτού του είδους την εμπειρία ονειρεύομαι για το κοινό.
- Όταν αρχίζεις να ετοιμάζεις την ταινία σου σκέφτεσαι από την αρχή αυτά τα θέματα που βάζεις ή κάποια από αυτά εμφανίζονται στην πορεία;
Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τα στάδια τα οποία περνά η ταινία. Γιατί το θέμα των πλούσιων και φτωχών υπήρχε από την αρχή και ήταν εντελώς πολιτικό. Ακόμη κι αν δεις μια ταινία γύρω από έναν άντρα που ζει μόνος του σε ένα έρημο νησί, υπάρχει σ’ αυτήν κι ένα κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο. Πιστεύω πως ενόσω πιο βαθιά διεισδύσεις στο χαρακτήρα ενός ατόμου, τόσο περισσότερα ανακαλύπτεις για την πολιτική, την οικονομική και την ιστορική του τοποθέτηση. - Ποια είναι η δική σου κοινωνική προέλευση;
Ο πατέρας μου δίδασκε γραφικό σχέδιο, προέρχομαι από μια μεσοαστική τάξη. Το σπίτι μου αυτή τη στιγμή βρίσκεται κάπου στη μέση, ανάμεσα σ’ εκείνα των πλούσιων και των φτωχών. Δεν έχω Bunker στο σπίτι μου, όπως αυτό που έχει η πλούσια οικογένεια στην ταινία.
- Για σένα το μπάνκερ (Bunker) το καταφύγιο, έτσι όπως βρίσκεται κάτω από το σπίτι, μήπως είναι ένα είδος μεταφοράς, για το ότι οι φτωχοί βρίσκονται από κάτω και καταστρέφουν το σπίτι των πλουσίων, με άλλα λόγια το οικονομικό οικοδόμημα;
Πριν σκεφτώ για όποια μεταφορά, τα μπάνκερ αυτά ήταν σε όλες τις ειδήσεις, όλα τα σπίτια των πλουσίων έχουν ένα μπάνκερ, ένα καταφύγιο σε περίπτωση πυρηνικής επίθεσης από τη Βόρειο Κορέα… Το μπάνκερ είναι πραγματικό. Όλα στηρίζονται στο πώς είναι χτισμένα όλα αυτά τα σπίτια. Τα σπίτια των φτωχών είναι σε ημιυπόγεια, αν και οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτά θέλουν να πιστεύουν πως ζουν πάνω από το έδαφος, παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού είναι στο υπόγειο και βλέπει το φως της ημέρας μόνο για μια ώρα.
- Αυτό το σπίτι που παρουσιάζεις υπάρχει στην πραγματικότητα ή είναι απλά σκηνικό;
Είναι πραγματικά σπίτια όλα αυτά.
- Και η τουαλέτα; Είναι πράγματι σε ψηλότερο επίπεδο από τα άλλα δωμάτια;
Αυτά τα κτίσματα υπάρχουν πραγματικά. Επειδή τα σπίτια είναι πολύ χαμηλά, προτιμούν να φτιάχνουν τις τουαλέτες ψηλά. Φαίνεται αστείο, αλλά έτσι είναι. Θεωρούν τις τουαλέτες «βωμό των κοπράνων». (γελάει) Πολλοί μάλιστα τραβάνε φωτογραφίες και τις βάζουν στο διαδίκτυο.
- Στην ταινία σου οι πλούσιοι παρουσιάζονται καλοί γιατί έχουν χρήματα και κάνουν ότι θέλουν, ενώ οι φτωχοί είναι κακοί γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Πιστεύεις πως έτσι είναι ο κόσμος;
Όλοι οι χαρακτήρες στην ταινία κινούνται σε μια γκρίζα ζώνη. Δεν ήθελα να είναι κακοί ή καλοί. Έχουν και τις κακές και τις καλές πλευρές τους. Δεν ήθελα να δώσω τους πλούσιους ως άπληστους και μοχθηρούς. Ακόμη και οι φτωχοί κάνουν κακές πράξεις και κάποια στιγμή τιμωρούνται. Όταν ένας απ’ αυτούς (και δεν θέλω ν’ αποκαλύψω στους αναγνώστες σου το τέλος) μπαίνει στο υπόγειο αυτό μπάνκερ, αυτό για μένα είναι ένα είδος τιμωρίας. Δεν μπορούμε όμως να αρνηθούμε πως ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα. Κι αυτό προκαλεί το φόβο. Το χειρότερο όμως είναι πως αυτό δεν πρόκειται στο μέλλον να καλυτερεύσει. Έχω παιδιά, αλλά είναι θλιβερό, φοβάμαι πως τα πράγματα δεν θα καλυτερέψουν στο μέλλον, ούτε στην επόμενη γενιά. Γι’ αυτό θέλησα να εκφράσω αυτή τη θλίψη και το φόβο στην ταινία. Κάτι που με απασχολεί πολύ.
- Πώς καθοδηγείς τους ηθοποιούς σου;
Δεν μπορώ να σου πω ένα γενικό τρόπο αντιμετώπισης των ηθοποιών. Ο καθένας είναι διαφορετικός. Έχουν διαφορετική αντιμετώπιση ο καθένας. Εκτός από παιδιά και πολύ νέους στο επάγγελμα ηθοποιούς, τους ηθοποιούς τους αφήνω ελεύθερο χώρο να μπορούν να εκφραστούν, να κινηθούν ελεύθερα, να αυτοσχεδιάσουν όταν χρειάζεται. Τους δίνω τη σκηνή, τους διαλόγους και τους αφήνω να τα δουλέψουν ελεύθερα.
- Από όλα τα πρόσωπα ξεχωρίζεις το νεαρό γιο της φτωχής οικογένειας…
Στην ταινία, ο νεαρός γιος δεν είναι μαχητής, κι αυτό είναι το θλιβερό. Γιατί δεν μπορεί να αγοράσει το σπίτι παρόλο που το θέλει τόσο πολύ. Και το αισθανόμαστε αυτό. Αυτή τη θλίψη ήθελα να μεταδώσω στο κοινό, στο φινάλε τις ταινίας. Δεν είμαι απαισιόδοξος προσωπικά, γι’ αυτό αφήνω μια αχτίδα ελπίδας στο τέλος. Λογαριάσαμε πόσο θα του έπαιρνε για να μπορέσει να αγοράσει το σπίτι με τα λεφτά που θα έπαιρνε και ανακαλύψαμε πως αυτό θα γινόταν σε… 547 χρόνια. (γελάει). Γι’ αυτό το αλλάξαμε!
- Ποια ήταν, από εικαστική πλευρά, η έμπνευση της ταινίας;
Έχω επηρεαστεί από τον Ιμ Σανγκ-Σου, είναι θα έλεγα ο μέντοράς μου, ο σκηνοθέτης της ταινίας «Housemaid», της πρωτότυπης βερσιόν, και σ’ εκείνη την ταινία υπάρχει ένα σπίτι με υπόγειο, όπως και στη δική μου. Επίσης έχω επηρεαστεί και από τον Κλοντ Σαμπρόλ, από την ταινία του, «Να πεθάνει το κτήνος» και βέβαια από τον Χίτσκοκ. Αν βέβαια θέλεις να με τοποθετήσεις σ’ αυτή την κατηγορία, θα είμαι πολύ ευτυχής.
- Μετά την επιτυχία που σημείωσε το «Όκτζα», μήπως σκέφτηκες να γυρίσεις την ταινία αυτή στην Αμερική;
Εδώ δεν ήταν απλά ένα θέμα πλούσιων και φτωχών αλλά κάτι που είχε σχέση με τους ανθρώπους και τον κόσμο γύρω μου, με λεπτομέρειες που είχαν σχέση με την Κορέα. Ακόμη και με τον τρόπο που λειτουργούν τα κτίρια, με τα υπόγεια, όπως ανάφερα και πιο πριν. Σε όλα αυτά μπορούσα να προσθέσω τις λεπτές αποχρώσεις ενός κόσμου που γνωρίζω καλά και να προσθέσω τις λεπτομέρειες εκείνες που κάνουν την ιστορία όσο το δυνατό πιο αληθινή.
- Είναι κάποιο άλλο κινηματογραφικό είδος που θα ήθελες να δοκιμάσεις, κανένα γουέστερν ίσως;
Όλα τα είδη, εκτός από μιούζικαλ. Το γουέστερν δεν με ενδιαφέρει τόσο. Εκείνο που θα ήθελα να φτιάξω είναι μια ταινία που να εκτυλίσσεται σε ένα νησί, κάτι παρόμοιο με την ταινία που γύρισε ο Τζον Μπούρμαν με τον Λι Μάρβιν, δεν θυμάμαι τον τίτλο… - Το Alone in the Pacific…
Ναι, αυτή.
- Ταινίες σαν το Avengers που φτιάχνει το Χόλιγουντ, δεν σε ενδιαφέρουν;…
Εκτιμώ αυτές τις ταινίες, όπως το Winter Soldier, που έχουν πολλή δράση, αλλά δεν μου αρέσουν τα blockbusters, γιατί έχω ψυχολογικό πρόβλημα με τα tights, τα πολύ σφιχτά κοστούμια που φοράνε οι υπερήρωες, κάτι παθαίνω με τα νεύρα μου…
- Μήπως σε τρόμαξε η υπόθεση Χάρβεϊ Γοιυάινσταϊν όταν γύριζες το Snowpiercer;
Στην πραγματικότητα, ενόσω γύριζα την ταινία δεν είχα καμιά σχέση με τον Γουάινσταϊν. Μόνο όταν συζητήσαμε τη διανομή της ταινίας στην Αμερική εμφανίστηκε ο Γουάινσταϊν. Και πρέπει να σου πω ότι δεν αισθάνθηκα να ταιριάζουμε καθόλου. Ο Γουάινσταϊν ήθελε να κόψει κάποια σκηνή από την ταινία. Ευτυχώς όμως είχα το director’s cut και έτσι δεν μπόρεσε να επέμβει. Νομίζω όμως πως γι’ αυτό το λόγο θέλησε να με τιμωρήσει και περιόρισε τη διανομή της στις ΗΠΑ.
- Πώς βλέπεις σήμερα την όλη υπόθεση;
Δεν είναι φυλακή τώρα; (γελάει) Με τα λεφτά που έχει φαίνεται πως πληρώνει τους καλύτερους δικηγόρους…. Εκ των υστέρων αισθάνομαι ικανοποιημένος που είχα το director’s cut στην ταινία μου και έτσι την προστάτεψα. Για τα υπόλοιπα δεν θα ήθελα να σχολιάσω περισσότερο.
- Ποια ήταν η σκηνή που ήθελε να κόψει ο Γουάινσταϊν;
Θυμάστε τη σκηνή με το ψάρι που κρατάει ο στρατιώτης πριν από τη μάχη; Όπως και με μερικές άλλες σκηνές ήθελε να κόψει κι αυτή τη σκηνή. «Γιατί έχεις το ψάρι σ’ αυτήν», με ρώτησε. «Το κοινό δεν θα την καταλάβει». Τότε του είπα ένα μεγάλο ψέμα. Χάρβεϊ, του λέω, ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Κι αυτό είναι κάτι το προσωπικό για μένα. Κι ο Χάρβεϊ ήταν πολύ κουλ. «Ω», μου λέει, «Σέβομαι την οικογένεια. Να κρατήσεις τη σκηνή! Μοντέρ μη την κόψεις. Θα κρατήσουμε το ψάρι.»
- Ποια είναι η άποψή σου για την Netflix για την οποία γύρισες το «Όκτζα». Θα ξανασυνεργαζόσουν μαζί της;
Από πλευράς παραγωγής, και είχα πολύ δύσκολες σκηνές, είχα απόλυτη ελευθερία, όπως είχα και το director’s cut και τη διαβεβαίωση πως θα είχε και διανομή στις αίθουσες, όχι μόνο streaming στο διαδίκτυο. Από την αρχή γνώριζα την πολιτική τους αλλά κατάφερα να διανεμηθεί η ταινία και στις αίθουσες, τελικά είχαμε διανομή σε 150 αίθουσες στην Κορέα. Δεν ήταν πολλές αλλά ήταν ικανοποιητικές. Πάντως δείχνουν να θέλουν να συνεργαστούν και να βρουν τρόπους να προσελκύσουν και άλλους σκηνοθέτες. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι οι ταινίες μας να προβάλλονται στην αίθουσα, όχι απλά επειδή είναι πιο μεγάλες οι οθόνες, ή επειδή βλέπεις την ταινία μαζί με άλλους ανθρώπους αλλά και γιατί στην αίθουσα εστιάζεις το ενδιαφέρον σου αποκλειστικά στην ταινία, χωρίς διακοπές που κάνεις στο σπίτι με τις διαφορετικές πλατφόρμες προβολής. Στην αίθουσα, χωρίς διακοπές, παρακολουθείς την ταινία με το ρυθμό και την ατμόσφαιρα που έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης.
- Παρόλο που έφτιαξες εξαιρετικές ταινίες τρόμου όπως τον «Επισκέπτη», που η επιτυχία του αναβίωσε το είδος του, το Χόλιγουντ δεν κατάφερε ποτέ να την φτάσει σε ατμόσφαιρα και τρόμο…
Δεν με ενδιαφέρει το Χόλιγουντ. Αν και, η Γιουνιβέρσαλ είχε ζητήσει κάποια στιγμή να κάνει ριμέικ τον «Επισκέπτη», αλλά κάποια στιγμή το σχέδιο δεν προχώρησε… Πάντως είναι εταιρία που κάνει καλές, προσεγμένες παραγωγές και θα περιμένω να δω αν τελικά το σχέδιο προχωρήσει…
- Τι είδους διανομή έχουν οι ταινίες σου στην Κορέα;
Από πλευράς του μποξ-όφις, η πρώτη μου ταινία ήταν πραγματική καταστροφή. Η ταινία μου, «Μητέρα», μόλις που ισοφάρισε, ενώ με τον «Επισκέπτη» και «Μνήμες εγκλήματος» είχαμε ένα πολύ μεγάλο κοινό. Με το Snowpiercer, επειδή ήταν πολυέξοδη ταινία, δεν είχαμε σημαντικό κέρδος.
Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στο Νίνο Φενέκ Μικελίδη στις Κάνες την 17/10/2019
και αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr