“Μπάτμαν”: Ο Ρόμπερτ Πάτινσον πρωταγωνιστεί στη νέα, σκοτεινή εκδοχή του Σκοτεινού Ιππότη

Πάνω από ένα χρόνο τώρα, ο Μπρους Γουέιν βυθίζεται στο σκοτάδι της Γκόθαμ ως ο Μπάτμαν (Ρόμπερτ Πάτινσον) που σπέρνει τον φόβο στις καρδιές των εγκληματιών. Με μόνους συμμάχους τον Άλφρεντ (Άντι Σέρκις) και τον Τζέιμς Γκόρντον (Τζέφρι Ράιτ), ο μοναχικός τιμωρός δίνει σάρκα και οστά στην εκδίκηση για χάρη των συμπολιτών του. Όταν ένας κατά συρροή δολοφόνος στοχεύσει στην ελίτ της πόλης, ένα μονοπάτι από γρίφους οδηγεί την έρευνα του Μεγαλύτερου Ντετέκτιβ του Κόσμου στον υπόκοσμο, όπου θα συναντήσει χαρακτήρες όπως η Σελίνα Κάιλ/Κατγούμαν (Ζόι Κράβιτς), ο Όσβαλντ Κόμπλποτ/Πιγκουίνος (Κόλιν Φάρελ), ο Κάρμαϊν Φαλκόνε (Τζον Τορτούρο) και ο Έντουαρντ Νάστον/Γρίφος(Πολ Ντέινο). Όσο η κλίμακα του νοσηρού σχεδίου ξεδιπλώνεται, ο Μπάτμαν πρέπει να συνάψει καινούριες συμμαχίες, να αποκαλύψει τον ένοχο και να αποδώσει δικαιοσύνη για την κατάχρηση εξουσίας και τη διαφθορά που έχουν καταστρέψει την Γκόθαμ Σίτι.

Ο Ρόμπερτ Πάτινσον (Tenet) είναι ο νέος Μπάτμαν/Μπρους Γουέιν, ένας Σκοτεινός Ιππότης στην πρώτη αστυνομική περιπέτεια μυστηρίου του αυτόκλητου τιμωρού της Γκόθαμ. Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Ματ Ριβς (Ο Πλανήτης των Πιθήκων), τον ρόλο της αινιγματικής Κατγούμαν υποδύεται η Ζόι Κράβιτς (Χ-Men: Η πρώτη γενιά), ο Κόλιν Φάρελ (Ο Αστακός) είναι αγνώριστος ως Πιγκουίνος, ο Πολ Ντέινο (Θα Χυθεί Αίμα) στοιχειώνει ως Γρίφος, ο Άντι Σέρκις (Ο Πλανήτης των Πιθήκων) ενσαρκώνει τον συνοδοιπόρο Άλφρεντ, ο Τζέφρι Ράιτ (Η Γαλλική Αποστολή) είναι ο υπαστυνόμος  Τζέιμς Γκόρντον, ενώ οι Τζον Τορτούρο (Ω, αδελφέ, πού είσαι;) ενσαρκώνει τον αρχιμαφιόζο.

Η νέα εκδοχή του Μπάτμαν στρέφεται στο ξεκίνημα του, με τον ήρωα να εκτελεί χρέη ντετέκτιβ στα χνάρια ενός νοσηρού κατά συρροή δολοφόνου.

Άνθρωπος ή μύθος, το όνομα του είναι Μπάτμαν.

Το The Batman του σκηνοθέτη/σεναριογράφου/παραγωγού Ματ Ριβς με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Πάτινσον σε διπλό ρόλο, είναι μία περιπέτεια και μία αιχμηρή εξερεύνηση των νοσηρών παιχνιδιών του μυαλού με φόντο μία εμβληματική πόλη στο χείλος της καταστροφής. Στην Γκόθαμ του Ριβς, ο φόβος είναι ένα εργαλείο που στα σωστά χέρια μπορεί να σταματήσει τις πράξεις των κακοπροαίρετων ή να κινητοποιήσει τους φοβισμένους σε δράση. Στα χέρια του ευφυούς ντετέκτιβ με εκδικητικές τάσεις και κανένα λόγο να ζήσει, κάτι τόσο απλό όσο μια μάσκα, μπορεί να προκαλεί τρόμο.

Τα δύο τελευταία χρόνια, ο Μπρους Γουέιν έχει παραδώσει τη ζωή του στις νύχτες που κυκλοφορεί στην Γκόθαμ για να πολεμήσει το έγκλημα, συχνά με τη βοήθεια ενός σημαδιού που λάμπει στον σκοτεινό ουρανό. Αλλά είναι ένας άντρας μόνος του και το έγκλημα καραδοκεί παντού.

Όταν ξεκίνησε τη διαδρομή του στον κόσμο τού Μπάτμαν, ο Ριβς ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα να δουλέψει με έναν θρύλο που έχει ζήσει για πάνω από οχτώ δεκαετίες στις σελίδες των κόμικς. «Ο Μπάτμαν άρχισε ως ντετέκτιβ», λέει ο Ριβς. «Με ενέπνευσε η ιδέα να επιστρέψω σε αυτή του την ιδιότητα, να τον απογυμνώσω από τα στοιχεία του φανταστικού ενός υπερήρωα. Θέλαμε κάποιον του οποίου η υπερδύναμη είναι ότι αντέχει τα πάντα για να κάνει αυτό που πρέπει».

Στο σενάριο που έγραψε με τον σεναριογράφο Πίτερ Κρεγκ, ο Ριβς αποσυνδέεται από τα ήδη χαρτογραφημένα εδάφη των προηγούμενων ταινιών και μας ταξιδεύει στην αρχή, όταν ο Μπρους Γουέιν είναι ο Μπάτμαν μόλις για έναν χρόνο. «Δεν ήθελα να ξεκινήσω με ένα origin story, αλλά με τον νεαρό Μπάτμαν. Οπότε τον παρακολουθούμε να λύνει ένα μυστήριο με έναν τρόπο που φωτίζει την καταγωγή του και τον κλονίζει συθέμελα».

Σύμφωνα με τον Ριβς, «συνδέεται με τους άλλους μέσα από τη στολή, το αυτοκίνητο, τα γκάτζετ, είναι πολύ κουλ… αλλά δεν είναι στα αλήθεια ένας υπερήρωας. Κάτω από όλα αυτά, είναι ένας άντρας και θέλει να έρθει σε επαφή με την ανθρώπινη πλευρά μέσα του. Το γεγονός ότι έχει ηρωικό κίνητρο και θέλει να κάνει τον κόσμο καλύτερο -αλλά σίγουρα δεν είναι απλώς ένας αλτρουιστής- κάνει αυτό τον χαρακτήρα πιο οικείο».

Οι δημιουργοί έντυσαν την ιστορία με ένα πέπλο μυστηρίου που καλείται να λύσει ο σταυροφόρος με την κάπα. «Είναι ένας ντετέκτιβ που λύνει τους γρίφους ενός κατά συρροή δολοφόνου, είναι μια πορεία που έχει όχι μόνο μυστήριο, αλλά και συναίσθημα», λέει ο σκηνοθέτης.

Ο Πάτινσον εκτίμησε την οξυμμένη διττότητα του χαρακτήρα. «Δεν με ενδιέφερε να κάνω ταινία με υπερήρωα, αλλά ο Μπάτμαν πάντα κατείχε μια ξεχωριστή θέση και οντότητα. Ο Ματ έχει μία συναρπαστική προσέγγιση στον χαρακτήρα. Ο Μπρους είναι μόνος και τον διακρίνει η απόγνωση και η απαισιοδοξία, κι αυτό ήταν μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία του χαρακτήρα».

Ο συν-σεναριογράφος Πίτερ Κρεγκ λέει ότι «θέλαμε η Γκόθαμ να είναι ολοζώντανη, με τα απομεινάρια της διεφθαρμένης ιστορίας της παντού. Ένα από τα πιο συναρπαστικά πράγματα στην συνεργασία μας ήταν να βλέπω το ταλέντο του Ματ στην εικαστική απόδοση της ατμόσφαιρας. Είχαμε το πλεονέκτημα να δουλέψουμε πάνω σε εμβληματικές εικόνες: o Μπάτμαν να στέκεται στην κορυφή ενός ουρανοξύστη ή η πλατεία της Γκόθαμ από ψηλά. Θέλαμε, όμως, να παρακάμψουμε την κυνισμό. Είδαμε την Γκόθαμ όπως ο Μπρους Γουέιν, σαν ένα επικίνδυνο μέρος που όμως αξίζει να σωθεί».

Κι αν ο βοηθός Άλφρεντ (Άντι Σέρκις) και ο υπαστυνόμος Τζέιμς Γκόρντον (Τζέφρι Ράιτ) είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας, ο Ριβς βρήκε διαφορετικές αποχρώσεις φωτός και σκότους στην υποψήφια για τις δημοτικές εκλογές Μπέλα Ρεάλ (Τζέιμι Λόσον) και στον εισαγγελέα Γκιλ Κόλσον (Πίτερ Σαρσγκάρντ). Ο δημιουργός διάλεξε μερικούς ακόμα χαρακτήρες από τον πλούσιο κόσμο του Μπάτμαν: o Κόλιν Φάρελ εμφανίζεται αγνώριστος ως Πιγκουίνος, ενώ ο Τζον Τορτούρο είναι ο αρχιμαφιόζος Κάρμαϊν Φαλκόνε. Δεν λείπει η Σελίνα Κάιλ, που μπορεί να είναι ή να μην είναι με το μέρος των καλών, αν και συχνά βρίσκεται στο πλευρό του Μπάτμαν.

Η Ζόι Κράβιτς υποδύεται τη μοιραία γυναίκα με τα κρυμμένα χαρτιά που είναι εξίσου αινιγματική όσο και ο συνεργάτης της στην πάταξη του εγκλήματος. «Η ταινία εξερευνά μία γκρίζα περιοχή, δεν είναι όλα καλά ή κακά. Οι χαρακτήρες είναι περίπλοκοι. Για μένα, αυτό κάνει την ταινία πραγματικά ενδιαφέρουσα», λέει η ηθοποιός.

Τέλος, ο Ριβς βάζει τον πρωταγωνιστή του απέναντι σε ένα από τα πιο διαταραγμένα μυαλά της Γκόθαμ, τον Γρίφο. Αλλά δεν είναι ο κλασικός Γρίφος. Τον υποδύεται ο Πολ Ντέινο σε μία μεμψίμοιρη εκδοχή που δεν είναι, όμως, παίξε γέλασε.

Ο Ριβς συνεχίζει: «Θέλησα να βυθιστώ στις πρώτες ιστορίες του Μπομπ Κέιν και του Μπιλ Φίνγκερ στις οποίες ο Μπάτμαν λύνει εγκλήματα ως όχημα για να περιγράψουν την Γκόθαμ ως ένα απίστευτα διεφθαρμένο μέρος. Οπότε, είχα την ιδέα με τον χαρακτήρα να αλληλοεπιδρά με μία νέα εκδοχή του Γρίφου ως κατά συρροή δολοφόνου που επιτίθεται σε μέλη της ελίτ. Μέσα από τον εκάστοτε τόπο του εγκλήματος και τους γρίφους που αφήνει πίσω απευθυνόμενος στον Μπάτμαν, ο Γρίφος αποκαλύπτει την αλήθεια για όλα αυτά τα άτομα. Με αυτόν τον τρόπο, ένιωσα ότι αυτή η διαδρομή του Μπάτμαν, καθώς επιλύει τις υποθέσεις, ξετυλίγει την ιστορία της διαφθοράς στην Γκόθαμ. Και επειδή οι γρίφοι απευθύνονται σε εκείνον, το πράγμα παίρνει προσωπική τροπή και τον κλονίζει συθέμελα».

«Δεν βλέπουμε έναν Μπάτμαν που έχει τον έλεγχο», λέει ο σκηνοθέτης. «Είναι ένας Μπάτμαν σε ελεύθερη πτώση».

Οι ηθοποιοί και οι χαρακτήρες

Στην αρχή της ταινίας, βρισκόμαστε στη νύχτα του Χαλοουίν και όλοι φοράνε κουστούμια. Ο Μπρους Γουέιν περιπολεί τους δρόμους μεταμφιεσμένος σε κάτι μεταξύ Μπρους και Νυχτερίδας, μία σκιερή περσόνα, ένας Περιπλανώμενος. Ντυμένος με αδιάφορα, σκούρα ρούχα, με μάτια βαμμένα μαύρα, η κατηφής και μηδενιστική συμπεριφορά του Περιπλανώμενου βαραίνει τους ώμους του και την ψυχή του. Ένας άντρας χωμένος βαθιά στο καβούκι του, που δεν βλέπει ελπίδα για την πόλη και τους κατοίκους της, αναζητά συνεχώς έναν λόγο για να επιτεθεί.

Αν ο Περιπλανώμενος ψάχνει για μπελάδες, είναι ο Μπάτμαν που αναλαμβάνει δράση. Ο Μπρους διανύει τον δεύτερο χρόνο ως αυτόκλητος τιμωρός της Γκόθαμ, ο νυχτόβιος εκδικητής που σπέρνει τον φόβο στην καρδιά των εγκληματιών.

Ο απομονωμένος γόνος της πλουσιότερης οικογένειας του Γκόθαμ, που αμφισβητεί την κληρονομιά της, ο σπουδαιότερος ντετέκτιβ του κόσμου επιστρατεύει έναν θανατηφόρο συνδυασμό πνευματικής υπεροχής, σωματικής δύναμης και εξειδικευμένης τεχνολογίας. Κι όμως είναι το συναίσθημα που τον κινητοποιεί.

«Έχει οργή μέσα του, κάτι που τον κάνει αφοπλιστικό» λέει ο Πάτινσον. «Θελήσαμε να εξερευνήσουμε την ιδέα της μεταμφίεσης», λέει ο Ριβς. «Έχουμε έναν τύπο που, τελικά, ψάχνει να βρει νόημα στη ζωή μετά τον θάνατο της οικογένειας του. Όταν μεταμφιέζεται και αναζητά τον στόχο του, γίνεται ο ίδιος μια σκιά. Αυτές οι διαστάσεις είναι μοναδικές στον Μπάτμαν».

Διαβάστε   "Επιστροφή στη Σεούλ": Ένα αιχμηρό, ενδοσκοπικό ταξίδι στις ρίζες και στην ανάγκη του ατόμου να τις εξερευνήσει

Ο Ριβς επέλεξε τον Πάτινσον για τον ρόλο γιατί, όπως λέει, «ήθελα να δείξω μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα, ήθελα να έχει ένα ροκ εντ ρολ ύφος και κάτι από ερημίτη, κάτι μεταξύ του Κερτ Κομπέιν και του Χάουαρντ Χιούζ. Ο Μπρους έχει αποσυρθεί από το να είναι ένας Γουέιν και η δουλειά του είναι να είναι ο Μπάτμαν. Έχει εμμονές κι αυτό είναι ένα από τα θέματα που με ενθουσίασαν στον Ρόμπερτ Πάτινσον: είχε την ορμητικότητα να το αποδώσει αυτό».

Ο Ριβς άρχισε να σκέφτεται τον Πάτινσον για τον ρόλο ήδη από τη διαδικασία συγγραφής του σεναρίου. «Είναι πολύ διαφορετικός σε κάθε ταινία», λέει ο σκηνοθέτης. «Στο Good Time είδα κάτι που τον συνέδεε με τον Μπάτμαν. Νιώθεις την απόγνωση του στην ταινία και το κίνητρο του, αλλά και το πόσο ευάλωτος είναι. Ήθελα αυτή η εκδοχή του Μπάτμαν να είναι τρομαχτική, αλλά και ευάλωτη. Όταν είδα πόσες διαφορετικές πτυχές δίνει ο Ρομπ στους ρόλους του, ένιωσα ότι μπορεί να αναλάβει τον χαρακτήρα».

Αυτή η μεταφορά του Μπάτμαν στα πρώτα του χρόνια και η αλλαγή στη συναισθηματική και ψυχολογική στόφα του χαρακτήρα, αποπροσανατόλισε αρχικά τον ηθοποιό. «Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ο Μπρους Γουέιν ήταν τόσο ριζικά διαφορετικός», λέει. «Μετά κατάλαβα ότι δεν είναι ένας γόης σε αυτή την ιστορία. Στις προηγούμενες ταινίες, αυτό ήταν καθοριστικό, οπότε μου φάνηκε παράξενο το σενάριο. Ο Μπρους είναι τελείως μόνος και απομονωμένος, και άρα συναρπαστικός. Ο Μπρους δεν ξέρει αν θα σώσει τον κόσμο, δεν ξέρει αν ο Μπάτμαν θα τα καταφέρει, αλλά δεν έχει άλλη επιλογή. Τον διακρίνει απόγνωση».

Όταν βυθίστηκε στον πυρήνα του χαρακτήρα, ο Πάτινσον αναζήτησε να βρει ποιος είναι ο Μπρους Γουέιν και όχι ποιος είναι ο Μπάτμαν. «Ο Μπρους είναι ένας χαρακτήρας με εμμονές και νομίζω ότι η ιδέα του Μπάτμαν ήταν προϊόν χρόνιας ζύμωσης», λέει ο ηθοποιός. «Αλλά σε αυτό το στάδιο, δεν έχει μεγάλη πρόσβαση στην τεχνολογία για να έχει πλεονέκτημα, έχει απλώς μία αλεξίσφαιρη στολή, ένα Μπάτμομπιλ και μερικά γκάτζετ, όλα στοιχειώδη. Οπότε, είναι πολύ επιρρεπής στο λάθος, αλλά το προσπαθεί. Παίζει εκτός έδρας. Νιώθω ότι θέλει να αναπαραστήσει τη νύχτα που πέθαναν οι γονείς του». Κάτι σαν τον ορισμό της τρέλας για έναν άντρα στα όρια, που προσπαθεί να σώσει μία πόλη στα πρόθυρα της καταστροφής.

«Έχει να κάνει με το άλτερ έγκο και την ταυτότητα», λέει ο ηθοποιός. «Αν βάλει τη στολή και πιστέψει σε αυτή, τον ανυψώνει ως οντότητα. Δεν είναι ο Μπρους, είναι ο Μπάτμαν. Ήθελα να είναι λιγότερο ανθρώπινος με τη στολή. Ήθελα να περάσει αυτό στις κινήσεις του. Ο Μπρους προσπαθεί ακόμα να καταλάβει ποιος είναι ο Μπάτμαν. Οι μάχες που δίνει μοιάζουν προσωπικές. Ο λόγος που υπερτερεί είναι γιατί κάθε φορά που παλεύει με έναν άγνωστο είναι σαν να τον έχει πλήξει προσωπικά. Φαντάζεται ότι ο αντίπαλος του είναι το άτομο που σκότωσε τους γονείς του. Τελικά, δεν κερδίζει κανείς έτσι, γιατί αν μάχεσαι τόσο συναισθηματικά, κάνεις λάθη και χάνεις. Αλλά δεν νομίζω ότι νοιάζεται να επιβιώσει, απλώς θέλει να πονάει τους άλλους και να αποδώσει τη δική του αμφισβητήσιμη έννοια δικαίου».

Ο Πάτινσον εκτίμησε την προσέγγιση του Ριβς, όχι μόνο στο σενάριο, αλλά και στο γύρισμα. «Ο Ματ είναι πολύ υπομονετικός. Είναι σαν ένα διευθυντής ορχήστρας, ικανός να βλέπει την ιστορία από μακριά. Δεν βιάζεται, προχωράει μόνο όταν νιώθει ότι έχει αυτό που ψάχνει. Δεν δίστασε να απομακρυνθεί από τον κλασικό Μπάτμαν και έκανε τολμηρές στυλιστικές επιλογές».

Η Σελίνα Κάιλ είναι μία μυστηριώδης φιγούρα που διεισδύει αθόρυβα στην αθέατη πλευρά του Γκόθαμ, για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα. Είναι άγρια και ευκίνητη, οπότε διαπρέπει ως γάτα διαρρήκτης, με διαφορετικές πλαστές ταυτότητες  και πολλές δερμάτινες στολές μοτοσυκλέτας. Είναι κατά βάθος μία προστατευτική ψυχή που νιώθει πιο άνετα με τα αδέσποτα της πόλης παρά με τους πολίτες της.

Η Ζόι Κράβιτς πρωταγωνιστεί στον ρόλο της αινιγματικής ηρωίδας που λατρεύουν οι φαν του Μπάτμαν. Ιδανικό ταίρι του μασκοφόρου, η Σελίνα αρχικά τον κοντράρει και είναι ένας ακόμα γρίφος που πρέπει να λύσει.

«Είχε σημασία για εμένα να μη φανεί θύμα εξαιτίας του παρελθόντος της», λέει η Κράβιτς. «Αυτό μπορεί να είναι παγίδα για γυναικείους χαρακτήρες σαν αυτή και δεν νομίζω ότι είναι αυτή η περίπτωση. Είναι πολύ σκληρή, έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα, έχει κίνητρο να πολεμήσει για τους άλλους που είναι στην ίδια θέση».

Ο Ριβς λέει: «Ήξερα από την πρώτη συνάντηση με τη Ζόι ότι έχει κάτι ιδιαίτερο. Είδα τη σύνδεση της με τη Σελίνα Κάιλ και ένιωθα ότι ήταν ένας χαρακτήρας με τον οποίο θα συνδεόταν».

Η συνάντηση της με τον Μπάτμαν μοιάζει να είναι μοιραία. Η έρευνα του διασταυρώνει τα μονοπάτια τους, αλλά σύμφωνα με την Κράβιτς, η συνάντηση τους ήταν αναπόφευκτη, αφού στην ουσία μάχονται για το ίδιο πράγμα με διαφορετικές μεθόδους.

«Το παρελθόν της είναι ξεκάθαρο στο σενάριο», λέει η ηθοποιός. «Για εμένα είχε περισσότερο να κάνει με το τι συνέβη τότε και τώρα, πώς μπόρεσε να επιβιώσει, πώς κατέληξε εκεί που είναι τώρα, γιατί θεωρεί σημαντικό να μάχεται για αυτά που πιστεύει. Μίλησα στον Ματ για την ιδέα με τις αδέσποτες γάτες. Είναι η ίδια αδέσποτη και πιστεύει ότι και ο Μπάτμαν είναι αδέσποτος. Συνδέονται σε αυτό το σημείο».

Η ηθοποιός ήθελε πολύ να βάλει τη σφραγίδα της στον χαρακτήρα. «Δεν ήθελα να επικεντρωθώ στο να κάνω τον χαρακτήρα εμβληματικό ή σέξι ή οτιδήποτε θα περίμενε κανείς. Ήθελα να δείξω το πνεύμα της. Δεν είναι συχνό να έχουμε έναν σύνθετο γυναικείο χαρακτήρα, ειδικά σε τόσο μεγάλες ταινίες», λέει η ηθοποιός. «Συγκινήθηκα με την ιστορία της, το παρελθόν της, τον πόνο της, τον αγώνα και το σθένος της. Είναι ένας χαρακτήρας που στέκει όχι ως συμπληρωματικός ή ως ένα όμορφο κορίτσι με κολλητά ρούχα. Δεν χρειάζεται κανέναν σωτήρα και την ίδια στιγμή όταν διάβαζα το σενάριο, την ένιωθα πραγματικά. Έχει μία σημαντική δική της ιστορία που πρέπει να ειπωθεί».

Η Κράβιτς ενθουσιάστηκε με τον τρόπο που παίζει η Σελίνα με τον Μπάτμαν. «Είναι σαν τη γάτα με το ποντίκι», λέει η ηθοποιός χαμογελώντας. «Αγάπη και μίσος με μία λεπτή γραμμή ανάμεσα τους. Έχουν βαθιά ψυχική σύνδεση. Ακόμα κι αν βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά και προέρχονται από διαφορετικό υπόβαθρο, πιστεύουν και οι δύο στο δίκαιο… αν και οι απόψεις τους για τη δικαιοσύνη είναι κάπως διαφορετικές. Είναι και οι δύο άνθρωποι που όχι μόνο παλεύουν για αυτό που πιστεύουν, αλλά και που δεν φοβούνται να πεθάνουν για αυτό που πιστεύουν. Πράγμα πολύ σπάνιο».

Ο Ριβς δίνει τα εύσημα στους ηθοποιούς που έκαναν τον δεσμό τους να φαίνεται αβίαστος. «Έχει κάτι μαγικό ο τρόπος που ο Ρομπ και η Ζόι έπαιξαν ο ένας τον άλλον από την αρχή. Είναι φίλοι και έχουν χημεία και για μένα, ως σκηνοθέτη, ήταν πολύ συναρπαστικό». Η σχέση του Μπάτμαν με τη Σελίνα έδωσε στον Πάτινσον πολύ υλικό για να δουλέψει. «Ο Μπάτμαν είναι απόλυτος», λέει ο ηθοποιός. «Στο μυαλό του υπάρχουν καλοί και κακοί. Είναι η πρώτη για την οποία νιώθει αμφιθυμία. Πιστεύει ότι εκείνη είναι με τους κακούς, αλλά του αρέσει, η αυστηρή του στάση αρχίζει να ραγίζει. Είναι κάποιος που έχει εμμονή με τον έλεγχο πάνω του και στο περιβάλλον του, και τον τρελαίνει που δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πώς νιώθει για εκείνη».

Στον κόσμο του Μπρους Γουέιν, η πίστη και η εμπιστοσύνη έρχεται σε μικρές δόσεις. Το βασικό στήριγμα του είναι, όπως ξέρουμε όλοι, ο Άλφρεντ. Ο πιο στενός σύμμαχος του Μπάτμαν και ο μόνος που ξέρει την πραγματική ταυτότητα του, παλεύει με τον Μπρους o οποίος βάζει το καθήκον να προστατεύει τους πολίτες πάνω από το χρέος του να προστατέψει την οικογενειακή κληρονομιά των Γουέιν.

Διαβάστε   Φέτος τα Χριστούγεννα προβλέπονται "μαύρα"!..

Η προσωπική σχέση ανάμεσα στους δύο έχει επινοηθεί εκ νέου σε μεγάλο βαθμό. Ο Πάτινσον λέει: «Ο Άλφρεντ είναι ο θετός πατέρας του Μπρους χωρίς να το έχει επιλέξει. Είναι λίγο ανάπηρος συναισθηματικά, οπότε είναι μία σύνθετη κατάσταση».

Ο Άντι Σέρκις που υποδύεται τον καταλυτικό αυτό ρόλο λέει: «Υπάρχουν πολλές ερμηνείες του Άλφρεντ, αλλά εμείς επικεντρωθήκαμε στην ανείπωτη συναισθηματική σχέση του Άλφρεντ με τον Μπρους. Ο Άλφρεντ έχει τις τύψεις αυτού που επιβίωσε, γιατί ήταν ο σωματοφύλακας του Τόμας και της Μάρθα Γουέιν και νιώθει υπεύθυνος για τον θάνατο τους. Ήταν στρατιωτικός και στην πορεία δούλεψε για τους Γουέιν. Είναι πολύ λεπτολόγος και θέλει να έχει τον έλεγχο, ένας άντρας που περηφανεύεται για τη δουλειά του. Αλλά υπάρχει μία άφατη ένταση μεταξύ του Άλφρεντ και του Μπρους» λέει ο ηθοποιός. «Ο Άλφρεντ δεν έχει τη φτιαξιά ενός θετού πατέρα, δεν μπορεί να συνδεθεί συναισθηματικά. Οπότε, υπάρχει ένταση μεταξύ τους και ο μόνος τρόπος να συνδεθεί με τον Μπρους είναι να του μάθει πράγμα από τον στρατό, πώς να πολεμάει, πώς να αποκωδικοποιεί μηνύματα κτλ».

Τώρα πια, βλέποντάς την εξέλιξη του Μπρους, ο Σέρκις εξηγεί ότι «το συναισθηματικό χάσμα ανάμεσα τους έχει μεγαλώσει. Ο Μπρους είναι πιο απομονωμένος και ο Άλφρεντ ανησυχεί όλο και περισσότερο για τον Μπρους».

Ο Άλφρεντ μπορεί να ξέρει το μυστικό του Μπρους, αλλά ο αυτόκλητος τιμωρός χρειάζεται να εμπιστευτεί κάποιον ακόμα  και σύντομα τον βρίσκει στο πρόσωπο του υπαστυνόμου Τζέιμς Γκόρντον. Είναι στην αρχή της καριέρας του ακόμα, όπως και ο Μπρους. Η ταινία ξεκινάει με τον Μπάτμαν να είναι μία σχετικά άγνωστη φιγούρα στην Γκόθαμ, μία φήμη περισσότερο από μία πραγματικότητα, και ο Γκόρντον, ένας  από τους καλύτερους αστυνομικούς της Γκόθαμ, είναι ακόμα στο ξεκίνημα.

Ένας έμπειρος αστυνομικός με ακεραιότητα, ο Τζέιμς Γκόρντον λειτουργεί ως ηθική πυξίδα στο αστυνομικό τμήμα. Είναι ένα από τα λίγα δημόσια πρόσωπα που θεωρούν τον Μπάτμαν σύμμαχο. Στην πραγματικότητα, είναι αυτός που τον καλεί στην έρευνα της στυγνής δολοφονίας του δημάρχου, χωρίς την έγκριση των προϊσταμένων του. Σύντομα διαφαίνεται ότι ένας κατά συρροή δολοφόνος κινείται ανάμεσα τους, επιλέγοντας μέλη της ελίτ ως στόχους.

Όπως και ο Άλφρεντ, έτσι και ο Γκόρντον είναι σημαντικός για τον Μπάτμαν. Ο ρόλος δόθηκε στον Τζέφρι Ράιτ. Ο ηθοποιός ενθουσιάστηκε με την ευκαιρία: «Ένα από τα πράγματα που κάνουν τον Μπάτμαν να ξεχωρίζει είναι ότι ζει σε μία πόλη που είναι πολύ αναγνωρίσιμη, μία πόλη που μοιάζει πολύ με τη Νέα Υόρκη ή το Σικάγο. Αυτό τον κάνει οικείο. Είναι ανθρώπινος, όχι εξωγήινος, και μένει σε ένα περιβάλλον που μοιάζει με αυτό που μένουν πολλοί άνθρωποι».

Η σχέση του Μπάτμαν με τον Γκόρντον είναι στην αρχή της. «Ο Μπρους δεν εμπιστεύεται κανέναν, οπότε ακόμα ο ένας μαθαίνει τον άλλον», λέει ο Πάτινσον. «Πρέπει να είναι δύσκολο για τον Γκόρντον γιατί ο Μπάτμαν δεν εμπιστεύεται κανένα στο αστυνομικό τμήμα, με εξαίρεση τον Γκόρντον, που και πάλι δεν εμπιστεύεται πλήρως. Στις άλλες ταινίες, ο Μπάτμαν έχει τεράστιο πλεονέκτημα στη συγκέντρωση πληροφοριών, αλλά σε αυτή την ταινία ο Μπάτμαν στηρίζεται στον Γκόρντον και το αντίστροφο. Οπότε, είναι ίσοι κατά κάποιο τρόπο κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον».

Ο Ράιτ θεωρεί την πρώτη φορά που συναντιούνται μία καταλυτική στιγμή για το ύφος της ταινίας. «Όλα τα μάτια είναι στραμμένα σε αυτό το παράξενο πλάσμα που κανείς δεν ξέρει καλά και κανείς δεν εμπιστεύεται», λέει. «Είναι το ξεκίνημα μιας συνεργασίας, όταν συνειδητοποιούν ότι είναι αντιμέτωποι με έναν εγκληματία που αφήνει πίσω του στοιχεία. Αυτό βάζει την αφήγηση της αστυνομικής περιπέτειας στον πυρήνα της ταινίας και μας μεταφέρει στην ουσία του Μπάτμαν και του Γκόρντον. Οι δυο τους είναι πάνω από όλα ντετέκτιβ».

Ο Πάτινσον σχολιάζει την ερμηνεία του Ράιτ: «Ο δικός του Γκόρντον δεν βλέπει τον Μπάτμαν ως αλάνθαστο, θεωρεί ότι κάνει λάθη. Δεν είναι ένας απλός παρατηρητής του Μπάτμαν, οπότε είναι περισσότερο συνεργάτες».

Ο Γκόρντον καλεί τον Μπάτμαν στον τόπο του εγκλήματος ότι μόνο για βοήθεια, αλλά και γιατί ο δολοφόνος ζητά την προσοχή του Μπάτμαν μέσα από γρίφους που αφήνει πίσω του. Πολύ γρήγορα, μάλιστα, καθιερώνεται ως η πιο φονική απειλή της Γκόθαμ, ένας μασκοφόρος φονιάς, που ακούει στο παρατσούκλι Γρίφος. Έχει επινοήσει μία σειρά από νοσηρούς γρίφους και εργαλεία βασανιστηρίων για να παγιδεύσει τους πιο δυνατούς παίχτες της Γκόθαμ και να αποκαλύψει τα πιο σκοτεινά μυστικά τους.

Σύμφωνα με τον Ριβς, η ταινία εξετάζει την παράλληλη διαδρομή του Μπρους Γουέιν με τους κακούς που καταδιώκει. «Ο Γρίφος είναι ένας κατά συρροή δολοφόνος του οποίου τα κίνητρα αποκαλύπτονται σταδιακά. Σκοπός του είναι να εκθέσει τους διεφθαρμένους προνομιούχους με εξουσία. Ο Μπάτμαν και ο Γρίφος μοιράζονται την ίδια φιλοσοφία σχετικά με την κατάσταση της πόλης, την εγκληματικότητα και τη διαφθορά. Ο Μπάτμαν έλκεται από το χείλος της καταστροφής και παλεύει να κάνει το σωστό».

Τον χαρακτήρα που ωθεί τον Μπάτμαν στα άκρα υποδύεται ο Πόν Ντέινο. «Άρχισα να σκέφτομαι τον Πολ όταν έγραφα το σενάριο, αλλά δεν είχα ιδέα αν θα ήθελε να παίξει αυτόν τον χαρακτήρα. Ο Γρίφος είναι ευφυέστατος με εξαιρετικό ταλέντο στο να φτιάχνει μοτίβα. Έχει νοσηρούς σκοπούς και έχει βρει καταφύγιο στα νούμερα και τους γρίφους γιατί εκεί έχει τον έλεγχο, με τον ίδιο τρόπο που ο Μπάτμαν βρίσκει παρηγοριά στην αποστολή του βιτζιλάντε. Ευτυχώς, όταν έστειλα το σενάριο στον Πολ, αποδείχθηκε ότι ενδιαφέρεται και ότι ενθουσιάστηκε με το πόσο γειωμένος ήταν ο χαρακτήρας και κατάλαβε την αναφορά στον δολοφόνο του Zodiac».

«Την ίδια στιγμή είναι ο Γρίφος», λέει ο Ριβς. «Ένας εμβληματικός, μυθικός χαρακτήρας, οπότε χρειάζεται να είναι εξωπραγματικός, να είναι μεγαλειώδης μέσα από τους γρίφους του που θέλουν να επηρεάσουν την πόλη και τον ίδιο τον Μπάτμαν».

«Ο Μπρους Γουέιν έχει χάσει τους γονείς του και προσπαθεί να ξεπεράσει το τραύμα με το να κάνει το σωστό. Ο Έντουαρτ Νάστον, που έχει υποφέρει κι αυτός, νομίζει ότι διαχειρίζεται τον πόνο του, αλλά έχει μπερδευτεί», λέει ο ηθοποιός.

Ο Ντέινο θεωρεί ότι ο Έντουαρτ Νάστον είναι ένας άντρας με πολλά χαρίσματα, που ποτέ δεν λυγίζει. «Είναι ευφυέστατος, αλλά δεν είχε την ευκαιρία να ανελιχθεί, οπότε δουλεύει στο εγκληματολογικό ως λογιστής. Πνίγεται στο ίδιο του το μυαλό, στο παρελθόν του και στην πόλη, που δεν τον έχει βοηθήσει σε τίποτα. Οι γρίφοι είναι μία απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που τον έχουν βασανίσει όλη του τη ζωή, ειδικά στο γιατί σε εμένα;. Είναι επίσης μία παρηγοριά. Του παρέχουν ένα μέρος όπου νιώθει απολαυστικά με τα νούμερα, τα παιχνίδια… Είναι οι μόνοι τρόποι να ξεφύγει από την κατάσταση του και να νιώσει καλά».

Πώς εξηγεί ο Ντέινο την εμμονή του χαρακτήρα με τον Μπάτμαν; «Ο Μπάτμαν τον εμπνέει. Νιώθει υπερβατικά σαν να ανακαλύπτει ένα κρυμμένο κομμάτι του εαυτού του. Χωρίς τον Μπάτμαν, δεν θα υπήρχε ο Γρίφος. Υπάρχει συναισθηματική σύνδεση μεταξύ τους. Δυστυχώς, ο Έντουαρτ νιώθει ότι πρέπει να το πάει μέχρι τα άκρα για να ακουστεί και να επιφέρει την αλλαγή, γιατί διακρίνει πόσο διεφθαρμένη είναι η Γκόθαμ».

Ένας άλλος αγαπημένος χαρακτήρας είναι ο Πιγκουίνος. Γνωστός και ως Οζ, είναι ο ιδιοκτήτης του πιο πολυτελούς κλαμπ της πόλης, σημείο συνάντησης του υποκόσμου. Παρόλο που αυτός ο σκοτεινός απατεώνας είναι γνωστός για την πολυλογία του και τα πάρε δώσε του με τον αρχιμαφιόζο της πόλης, τον Κάρμαϊν Φαλκόνε, ο Πιγκουίνος έχει σίγουρα ακόμα μεγαλύτερα σχέδια.

Ο Κόλιν Φάρελ ήταν ενθουσιασμένος για τη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη και μεταμορφώθηκε εντελώς για τον ρόλο. «Το σενάριο ήταν εκπληκτικό. Είχε βάθος και κάθε χαρακτήρας έχει παρελθόν και ψυχολογικό υπόβαθρο. Η σιλουέτα του χαρακτήρα μου είναι -σε αυτή την ταινία- πολύ δραματική και διαφορετική. Μοιάζω με πιγκουίνο και με κορίνα μπόουλινγκ. Όταν είδα το πρόσωπο του Πιγκουίνου για πρώτη φορά, έμεινα άφωνος. Είναι η πρώτη φορά που επεμβαίνουν τόσο πολύ στο πρόσωπο μου και είμαι απόλυτα ευγνώμων στην ομάδα του μακιγιάζ που το πήγε μέχρι τέλους».

Ο σκηνοθέτης μοιράστηκε τις ιδέες του με τον Φάρελ από την αρχή. «Ο χαρακτήρας δεν ήταν ακόμα αφεντικό του υποκόσμου. Βαδίζει στον δρόμο προς τα εκεί, αλλά είναι ακόμα ένα γκάνγκστερ μεσαίου βεληνεκούς που δεν τον εκτιμούν, που τον κοροϊδεύουν. Οπότε μίλησα με τον Κόλιν για αυτή την ιδέα, ότι θα δούμε μόνο τον σπόρο αυτού που είναι να γίνει, αλλά όχι την ολοκληρωμένη προσωπικότητα».

Διαβάστε   "Υπάρχει Θεός, το Όνομά της είναι Πετρούνια": Ένα δράμα για τον ρατσισμό, τον σεξισμό και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις

Ο Ριβς θυμάται την πρώτη του συνάντηση με τον Φάρελ. «Ο Κόλιν είχε λίγα κιλά παραπάνω για τις ανάγκες ενός ρόλου που έπαιζε τότε και του είπα ότι ήταν μια χαρά για τον χαρακτήρα του Πιγκουίνου. Όμως, το βάρος αυτό δεν ήταν υγιές για εκείνον και σκόπευε να χάσει τα παραπανίσια κιλά, αλλά ήξερα ότι θα συνεργαζόμουν με τον Μάικ Μαρίνο για το μακιγιάζ, που είναι ιδιοφυία στα προσθετικά».

Η φυσιογνωμική μεταμόρφωση βοήθησε τον Φάρελ να μπει στο πετσί του ρόλου. «Ο Οζ έχει συναίσθηση της εικόνας του, της εμφάνισης του», λέει ο Φάρελ «Ξέρει τα σωματικά του χαρακτηριστικά, τις αναπηρίες του, το τρέμουλο στο δεξί του πόδι. Φέρει πάνω του την ταλαιπωρία της ζωής που έχει κάνει. Το πρόσωπο του είναι σημαδεμένο από τη ζωή και είχε ενδιαφέρον να δημιουργήσουμε μία ιστορία για κάθε σημάδι και κάθε πρόβλημα που έχει. Μας έδωσε έμπνευση για την κίνηση του, το περπάτημα και τις χειρονομίες του».

Την πρώτη φορά που ολοκληρώθηκε η εμφάνιση του, που χρειάστηκε τέσσερις ώρες, ο Φάρελ δεν ένιωσε καμία ταλαιπωρία. Ακριβώς το αντίθετο. «Ήταν μία συναρπαστική εμπειρία στα 20 χρόνια που κάνω ταινίες», λέει ο ηθοποιός. «Δεν είμαι υπερβολικός. Επίσης, μπόρεσα να πειραματιστώ με τη φωνή του. Ο νεότερος γιος μου ήρθε στο γύρισμα όταν ολοκληρωνόταν το κουστούμι και η αντίδραση του ήταν για μένα πολύ μοναδική εμπειρία».

Για τον ηθοποιό, η φωνή του Πιγκουίνου σήμαινε να ανακαλύψει έναν άλλο τρόπο ομιλίας που καλύπτει την ιρλανδική του καταγωγή. «Έκανα μαθήματα με έναν υπέροχο δάσκαλο προφοράς που προσεγγίζει την ομιλία μέσα από κοινωνικά και ψυχολογικά κριτήρια. Έχει να κάνει με την καταγωγή του χαρακτήρα, με την περίοδο που γεννήθηκε, την ανατροφή του, τις ψυχολογικές επιπλοκές του μεγαλώματος του, πώς επηρεάστηκε η συμπεριφορά του κτλ. Ήταν σαν ανθρωπολογική μελέτη στην ιστορία ενός και μόνο ανθρώπου».

Αν ο Οζ αναζητά την εξουσία, είναι λογικό να έχει το μάτι τον Κάρμαϊν Φαλκόνε, τον επικεφαλής μιας από τις πιο ισχυρές οικογένειες εγκληματιών της Γκόθαμ. Κρυμμένος σε πολυτελή διαμερίσματα, αυτός ο ερημίτης με τις αρχηγικές τάσεις καταφέρνει να ασκεί εξουσία και επιρροή στην πόλη χωρίς καν να βγαίνει από το σπίτι του. Τον ρόλο παίζει ο Τζον Τορτούρο με μία αυτοσυγκράτηση που εκφράζει την βαθιά επιρροή που ασκεί ο χαρακτήρας στους γύρω του.

Ο Τορτούρο λέει ότι ήταν ο Ριβς που τον έπεισε να πάρει τον ρόλο. «Δεν ήμουν σίγουρος ότι θα το κάνω, δεν ήξερα αν ήθελα να παίξω έναν τέτοιο χαρακτήρα. Μετά, είχα κάποιες ιδέες και ο Ματ ήταν ανοιχτός».

Στην αρχή της ταινίας φαίνεται ότι είναι μία χρονιά εκλογών και η δημοτική κούρσα είναι έντονη με την Μπέλα Ρεάλ να είναι η νεότερη υποψήφια. Απευθύνεται στους απλούς πολίτες και είναι διατεθειμένη να παρακάμψει τους κανόνες για να καθαρίσει την πόλη από το έγκλημα. Δεν φοβάται να στραφεί σε όσους μπορούν να κάνουν περισσότερα, συμπεριλαμβανομένου και του Μπρους Γουέιν.

Η Τζέιμι Λόσον υποδύεται τη σίγουρη για τον εαυτό της υποψήφια. «Η Μπέλα προσπαθεί να κάνει τη διαφορά στη γενέτειρα της. Δεν προέρχεται από πλούσια οικογένεια, είναι με τον λαό, καταλαβαίνει τα προβλήματα της πόλης. Ούσα πολύ πρακτική, ξέρει τα πραγματικά θέματα σε αντίθεση με τους άλλους πολιτικούς καριέρας και έχει αποφασίσει να προσπαθήσει και να αλλάξει τα πράγματα, να μιλήσει εκ μέρους των πολιτών».

Ένας άλλος χαρακτήρας που κανονικά θα έπρεπε να εκπροσωπεί τους ανθρώπους είναι ο εισαγγελέας. Όμως, στην Γκόθαμ, ο εισαγγελέας Γκιλ Κόλσον έχει χάσει την ουσία. Κάνει τα στραβά μάτια όταν πρόκειται για τις δραστηριότητες των μεγάλων βαρόνων του εγκλήματος της Γκόθαμ, ενώ ταυτόχρονα απολαμβάνει τα προνόμια της δουλειάς ως ένας από τους κορυφαίους νομικούς της πόλης, ειδικά τη νυχτερινή της ζωή…  μέχρι την τελευταία σταγόνα.

Ο Πίτερ Σαρσγκαρντ υποδύεται τον χαρακτήρα. «Ο Γκιλ είναι οικογενειάρχης αλλά και ένας διεφθαρμένος άντρας. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι πολύ αγχωμένος και ηθικά διχασμένος. Τον έχει καταρρακώσει όλο αυτό, αλλά δεν ξέρει πώς να ξεφύγει. Ξέρει τους εσωτερικούς μηχανισμούς της πόλης», λέει ο ηθοποιός. «Καταλαβαίνει πριν από όλους ότι έχει πάρει ο ίδιος την κάτω βόλτα ο ίδιος».

Καταλήγοντας για το ύφος της νέας ταινίες, ο πρωταγωνιστής Ρόμπερτ Πάτινσον λέει: «Στις προηγούμενες ταινίες, ο Μπάτμαν θεωρεί ότι εμπνέει την πόλη για μία πιο αισιόδοξη πορεία. Στην ιστορία του Ματ, ο Μπάτμαν είναι αφοσιωμένος στο σκοτάδι και τον μηδενισμό. Δεν πιστεύει ότι η Γκόθαμ θα θεραπευτεί από μόνη της, αλλά ότι θα πάρει την κατρακύλα. Έτσι, παλεύει χωρίς ελπίδα οδεύοντας προς την ήττα. Πάντα μου άρεσε η ιδέα ο Μπάτμαν να έχει λίγη ελπίδα στο τέλος, αν και είναι και είναι ό,τι πιο οδυνηρό για εκείνον, γιατί έχει απομακρυνθεί από οποιοδήποτε συναίσθημα. Οπότε, είναι η Γκόθαμ του ανοίγει το παράθυρο στην ελπίδα».

Ο Ριβς συνοψίζει: «Ως αφηγητής θέλω να πω πολλές ιστορίες, αλλά το πιο σημαντικό για εμένα είναι παραδώσω μία ολοκληρωμένη εμπειρία στο κοινό. Θέλαμε να ταξιδέψουμε τους θεατές μαζί με τον Μπάτμαν σε μία ουσιαστική διαδρομή, τιμώντας τον χαρακτήρα που συνεχίζει να μας εμπνέει ξανά και ξανά».

Παραλειπόμενα

Ο Πάτινσον προπονήθηκε για επτά εβδομάδες για τις ανάγκες της ταινίας, ειδικά για τις σκηνές της μάχης στην πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού της Γκόθαμ.

Η Ζόι Κράβιτς έκανε τάε κβο ντο από τα έντεκα της χρόνια. Δάσκαλος της ήταν ο Ρομπ Αλόνζο ο ειδικός στις σκηνές μάχης για την ταινία.

Ο σκηνοθέτης Ματ Ριβς ήθελε να φαίνονται ξεκάθαρα στη στολή του Μπάτμαν όχι μόνο οι ραφές αλλά και τα σημάδια από τις μάχες του και όποια επιδιόρθωση είχε χρειαστεί να γίνει. Έτσι, η στολή μοιάζει χειροποίητη και πολυφορεμένη. Διατηρεί επίσης μια φυσικότητα, καθώς δεν τονίζει υπέρ του δέοντος τους ώμους και δεν υπερβάλει ως προς τη μυϊκή κοψιά του Μπάτμαν.

Για τα ρούχα του Πιγκουίνου, η ενδυματολόγος Τζάκλιν Ντουράν εμπνεύστηκε από τους γκάνγκστερ της δεκαετίας του 1940 και του 1980. Η μόνη αναφορά στον Πικγουίνο των κόμικς ήταν το μοβ χρώμα.

Ο Γρίφος φοράει ένα γερμανικό τζάκετ, ένα αμερικάνικο στρατιωτικό παντελόνι και μπότες, κι όμως μοιάζει αφύσικα απειλητικός. Για να επιλεγεί το σωστό ζευγάρι γυαλιών, ο ηθοποιός δοκίμασε περίπου 200 ζευγάρια.

Στην περίπτωση της Ζόι Κράβιτς, η στολή της υπονοεί ότι στο μέλλον θα είναι η Κάτγουμαν, όμως αυτή η ώρα δεν έχει έρθει ακόμα. Έτσι, φοράει μία κολλητή στολή μοτοσυκλέτας, μία μάσκα του σκι με αυτιά γάτας και κρατάει ένα μαστίγιο.

Η διαδικασία της μεταμόρφωσης του Κόλιν Φάρελ σε Πιγκουίνο κρατούσε τρεις ώρες με τοποθέτηση προσθετικών στη μύτη, το άνω χείλος, το πηγούνι, τα φρύδια, τους λοβούς και τον λαιμό του.

Το περίφημο Μπατμομπίλ της ταινίας δημιουργήθηκε από 1000 ξεχωριστά μέρη και είναι γεμάτο λεπτομέρειες και μηχανισμούς. Χρειάστηκε 12 εβδομάδες για να κατασκευαστεί. Εκτός από τη μηχανή, τα λάστιχα και το κουτί των ταχυτήτων, όλο το αυτοκίνητο είναι φτιαγμένο ειδικά για την ταινία. Για τις ανάγκες της ταινίας, κατασκευάστηκαν 4 τέτοια αυτοκίνητα.

Η ταινία είναι γεμάτη μουσική. Από το “Ave Maria” του Σούμπερτ μέχρι το “Something in the Way” των Nirvana και διάφορα ρέκβιεμ και κονσέρτα. Το μουσικό θέμα της ταινίας φέρει την υπογραφή του Μάικλ Τζιακίνο. Ο μουσικοσυνθέτης ζήτησε να γράψει τη μουσική πριν το γύρισμα της ταινίας. Τη νύχτα πριν το πρώτο δοκιμαστικό του Ρόμπερτ Πάτινσον, ο συνθέτης έστειλε ένα δείγμα στον σκηνοθέτη το οποίο είχε ηχογραφήσει με μία ορχήστρα. Ο Ρόμπερτ Πάτινσον το άκουσε για πρώτη φορά κάνοντας δοκιμαστικό τη σκηνή που ο Μπάτμαν βάφει τα μάτια του μαύρα.

 

The Batman (2022)

Σκηνοθεσία: Matt Reeves

Ηθοποιοί: Zoë Kravitz, Robert Pattinson, Paul Dano, Colin Farrell, Andy Serkis, Jeffrey Wright, Barry Keoghan

Διάρκεια: 175′

Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους την Πέμπτη 3 Μαρτίου 2022