Ένας ερημίτης καθηγητής αγγλικών που πάσχει από σοβαρή παχυσαρκία, προσπαθεί να συνδεθεί ξανά με την αποξενωμένη κόρη του, σε μία τελευταία απόπειρα να εξιλεωθεί.
Ο Ντάρεν Αρονόφσκι (Μαύρος Κύκνος, Μητέρα) επιστρέφει και αποσπά μία ακόμα αξέχαστη ερμηνεία από τον πρωταγωνιστή της ταινίας του. Αυτή τη φορά ο σκηνοθέτης επιστρατεύει τον παραγκωνισμένο Μπρένταν Φρέιζερ (Η Μούμια) και του προσφέρει όλα τα εφόδια για να παραδώσει μία σπαρακτική και καθηλωτική ερμηνεία στο διασκευασμένο για τη μεγάλη οθόνη θεατρικό του Σάμιουελ Ντ. Χάντερ.
Η Φάλαινα (The Whale) είναι ένα συγκινητικό, λυτρωτικό, ανθρωποκεντρικό δράμα με πρωταγωνιστή έναν αυτοκαταστροφικό παχύσαρκο άντρα που παλεύει να συμφιλιωθεί με την αποξενωμένη κόρη του και με τα λάθη του παρελθόντος.
Τον συγκλονιστικό και αγνώριστο Μπρένταν Φρέιζερ συνοδεύουν οι ερμηνείες των Σαμάνθα Μόρτον (Η Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης) και Σέιντι Σινκ (Stranger Things).
Ένας άλλος κόσμος
Στη Φάλαινα του Ντάρεν Αρονόφσκι, ο Μπρένταν Φρέιζερ χαρίζει μία αριστοτεχνική ερμηνεία στο πρόσωπο του Τσάρλι, ενός ακραία παχύσαρκου καθηγητή αγγλικών που του απομένει λίγος χρόνος ζωής. Καθώς κάνει την τελευταία τολμηρή απόπειρα να συμφιλιωθεί με τη διαλυμένη οικογένεια του, ο Τσάρλι πρέπει να αντιμετωπίσει με όλη του την καρδιά και όλο του το πνεύμα, τα βαθιά θαμμένα τραύματα και τον ανείπωτο έρωτα που τον έχει στοιχειώσει για δεκαετίες.
Η ταινία εξερευνά τον αγώνα ενός άντρα με το αβάσταχτο βάρος της μεταμέλειας, με το καθήκον της πατρότητας και τη σκοπιμότητα της καλοσύνης. Στον πυρήνα της, η Φάλαινα είναι μία ιστορία για τη μεταμόρφωση και την υπέρβαση, η οδύσσεια εντός και εκτός του σώματος, ένα ταξίδι στα βάθη του πένθους με προορισμό την πιθανότητα της σωτηρίας.
Μέσα από τον Τσάρλι, η ταινία μάς δίνει πρόσβαση σε μία ζωή που βλέπουμε σπάνια στη μεγάλη οθόνη. Ο Φρέιζερ διαχέεται στον καλειδοσκοπικό εσωτερικό κόσμο του Τσάρλι, με όλες τις αντιφάσεις και τις επιθυμίες του.
Η οικειότητα ανάμεσα στο κοινό και τον πρωταγωνιστή είναι ο σφυγμός της ταινίας, που διαδραματίζεται σε διάστημα πέντε ημερών και παρακολουθεί τον Τσάρλι καθώς αναζητά τη σύνδεση με διάφορους ανθρώπους στη ζωή του, την αποξενωμένη του κόρη, την πρώην σύζυγο του, τον καλύτερο φίλο του, τους διαδικτυακούς μαθητές του, ακόμα και τον γεμάτο ζήλο ιεραπόστολο που του χτυπάει την πόρτα.
Μέσα από κάθε συνάντηση, ανακαλύπτουμε μία πτυχή του Τσάρλι και τη σπαρακτική σοβαρότητα της κατάστασης του. Αυτό που μοιάζει με ένα μικροσκοπικό σπίτι, εξελίσσεται σε ένα ευρύ πεδίο μάχης όπου το παρελθόν, το παρόν και το αβέβαιο μέλλον συγκρούονται.
Ο Ντάρεν Αρονόφσκι ήθελε να μεταφέρει τη Φάλαινα στο σινεμά από τότε που είδε το θεατρικό, με την υπογραφή του Σάμιουελ Ντι Χάντερ, σχεδόν μία δεκαετία πριν. Τον καθήλωσε η ευφυΐα του έργου και ο τολμηρός τρόπος που σκαλίζει την ανθρώπινη συνθήκη χωρίς να προσφέρει εύκολες απαντήσεις.
Ο Αρονόφσκι λέει, «Η Φάλαινα σε ωθεί να βρεις την ανθρωπιά σου σε χαρακτήρες που δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί, που έχουν πλούσιο και περίπλοκο εσωτερικό κόσμο. Όλοι τους έχουν κάνει λάθη, αλλά μοιράζονται την επιθυμία να αγαπήσουν ακόμα και όταν οι άλλοι μοιάζουν απωθητικοί. Είναι μια ιστορία που θέτει το ουσιαστικό ερώτημα: μπορούμε να σώσουμε ο ένας τον άλλον; Αυτό είναι σημαντικό σήμερα, ειδικά όταν οι άνθρωποι φαίνεται να στρέφονται μακριά από τον διπλανό τους. Η ιστορία μας βάζει στη θέση ενός άντρα που ποτέ δεν θα μας απασχολούσε και μας θυμίζει ότι η υπόσχεση της αγάπης και της εξιλέωσης είναι κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης».
Η Φάλαινα είναι ένα κυνήγι, μία αναζήτηση της φευγαλέας φύσης της συμπόνιας. Ο Τσάρλι είχε καταρρεύσει μετά τον θάνατο του συντρόφου του, αλλά τώρα καταλήγει στην αισιοδοξία που ζωντανεύει τις δύσκολες μέρες του. Η ελπίδα του Τσάρλι, ειδικά σε ό,τι αφορά τη μισάνθρωπο κόρη του Έλι, είναι ριζωμένη στην πίστη του στην ενσυναίσθηση. «Ο Τσάρλι είναι γεμάτος ελαττώματα, αλλά καταλαβαίνει τη δύναμη της φαντασίας. Πιστεύει ότι όποιος αφιερώσει λίγο χρόνο, μπορεί να καταλάβει και να φανταστεί τον κόσμο κάποιου άλλου», λέει ο δημιουργός.
Από το σανίδι στο πανί
Το θεατρικό, που έκανε πρεμιέρα το 2012, σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Ο Αρονόφσκι το είδε στη Νέα Υόρκη, χωρίς να είναι προετοιμασμένος. Αμέσως αποφάσισε ότι αυτή θα ήταν η επόμενη ταινία του. «Συνδέθηκα με τα θέματα και τις ιδέες, το πώς βρίσκει ομορφιά στα πράγματα που οι προκαταλήψεις μας τα θεωρούν απάνθρωπα», λέει ο σκηνοθέτης. «Με πόνεσε, με έκανε να γελάσω και μου έθεσε το ερώτημα πώς μπορώ να μεταφέρω το κοινό στον κόσμο ενός χαρακτήρα που ποτέ δεν θα φανταζόταν να είναι;»
Ο Αρονόφσκι απευθύνθηκε στον Χάντερ για να γράψει το σενάριο της κινηματογραφικής μεταφοράς. «Ήταν μια ευκαιρία να δω την ιστορία με νέα ματιά και να ωριμάσω μαζί της», λέει ο Χάντερ. Ο ίδιος ο συγγραφέας έπασχε από παχυσαρκία όταν ήταν φοιτητής. Παρ’ όλο που πια έχει χάσει το βάρος αυτό, ήξερε από πρώτο χέρι τι περνάνε άνθρωποι σαν τον Τσάρλι κοινωνικά και σωματικά. Ο Χάντερ συνέδεσε τη παχυσαρκία του Τσάρλι με ανείπωτα συναισθήματα. «Πολλοί παχύσαρκοι μπορεί να είναι ευτυχισμένοι και υγιείς, αλλά εγώ δεν ήμουν. Είχα πολλά κρυμμένα συναισθήματα από τότε που πήγα σε ένα φονταμενταλιστικό χριστιανικό σχολείο, όπου η σεξουαλικότητα μου καταπιέστηκε και ανέπτυξα μία άρρωστη σχέση με το φαγητό. Όταν άρχισα να γράφω τη Φάλαινα, όλες οι εμπειρίες άρχισαν να κυλάνε από μέσα μου».
Μέσα από τον Τσάρλι, ο Χάντερ εξερεύνησε το τραύμα και τον θυμό της ανατροφής του. Όταν συναντάμε τον Τσάρλι είναι σε μετέωρη κατάσταση σωματικά και συναισθηματικά. Σωματικά δεν μπορεί να κινηθεί και συναισθηματικά πενθεί απαρηγόρητα για τον χαμένο του σύντροφο, τον Άλαν. Δεν μπορεί να συγχωρήσει τον εαυτό του για τον ρόλο του στον θάνατο του Αλ και νιώθει ένοχος για την εγκατάλειψη της κόρης του και της γυναίκας του. Έτσι, αρχίζει να τρώει ασταμάτητα και αυτοκαταστροφικά.
Ως καθηγητής ο Τσάρλι ξέρει πόσο σημαντικό είναι να έχει ξεκάθαρη ματιά, να υπερασπίζεται τις θέσεις του, να αποφεύγει τη φλυαρία. Για αυτό προσπαθεί να συνδεθεί με τους ανθρώπους στη ζωή του στις λίγες μέρες που πιστεύει ότι του έχουν απομείνει. Η αναζήτηση της αλήθειας τον φέρνει κοντά στην αποξενωμένη του κόρη, την Έλι, που κρύβει τις πληγές της από την εγκατάλειψη του Τσάρλι κάτω από μία βαριά πανοπλία οργής. Αρχικά, απορρίπτει την απόπειρα του Τσάρλι να περάσουν χρόνο μαζί, αλλά τελικά υποχωρεί όταν της προτείνει να της βοηθήσει να γράψει τις εργασίες της για το σχολείο.
«Ως καθηγητής αγγλικών, ο Τσάρλι ελπίζει να συνδεθεί με την κόρη του μέσα από μία εργασία για τον Μόμπι Ντικ», λέει ο Χάντερ.
Η θριαμβευτική επιστροφή του Μπρένταν Φρέιζερ
Ο ρόλος του Τσάρλι είναι μία μοναδικά έντονη εμπειρία για κάθε ηθοποιό. Ίσως ακόμα περισσότερο για τον Μπρένταν Φρέιζερ, που λέει ότι έδωσε τα πάντα για να ερμηνεύσει έναν άντρα στο χείλος της καταστροφής και της αποκάλυψης.
Η Φάλαινα είναι μία εντελώς διαφορετική ταινία που απαίτησε όχι μόνο τη σωματική του μεταμόρφωση αλλά και την επιστροφή με έναν μεγάλο δραματικό ρόλο. Δεν αρκούσε μόνο να αποκτήσει το σώμα του Τσάρλι, αλλά έπρεπε να μπει στην ψυχολογία του. Ήταν κρίσιμο ο χαρακτήρας να σπάσει τα στερεότυπα που συνοδεύουν την εμφάνιση του, να προκαλέσει το κοινό να ακολουθήσει τον Τσάρλι σε ένα ταξίδι και σε μία υπέρβαση. Να νιώσει ο θεατής το βάρος της εμπειρίας του ήρωα.
Ο Φρέιζερ ένιωσε δέος, «Παραδέχομαι ότι φοβήθηκα να το κάνω. Ίσως αυτό τονίζει τη σημασία του να σκάψω βαθύτερα, περισσότερο από αυτό που μπορούσα. Ίσως να ήταν μία κόντρα επιλογή, αλλά ποτέ δεν μου είχαν προτείνει κάτι τέτοιο: να συνδυάσω ό,τι έχω μάθει από την επαγγελματική μου ζωή, να ταιριάξω όλα τα στοιχεία στο χτίσιμο του χαρακτήρα σε ένα ενιαίο σύνολο, αλλά και να εκθέσω τα πάντα από μέσα μου με έναν τέτοιο τρόπο», λέει ο ηθοποιός. «Είμαι ευγνώμων για την ευκαιρία».
«Ό,τι έχω το κατέθεσα στην οθόνη», λέει ο Φρέιζερ. «Δεν συγκράτησα τίποτα. Είναι όλα εκεί». Ο ηθοποιός δεν απέφυγε τη σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα, ούτε έπαιξε με υπερβολικό συναίσθημα έναν άντρα του οποίου η ζωή ως πατέρας, ως δάσκαλος, ως σύζυγος και ως σύντροφος έχει διαλυθεί. «Ο Τσάρλι δεν είναι κανένας άγγελος, αλλά είναι πολύ ανθρώπινος. Ο Τσάρλι αγαπά τη ζωή με την ομορφιά της, αλλά την ίδια στιγμή της κρύβεται».
Ο Τσάρλι κρύβεται κυρίως από την αποστροφή που προκαλεί η εμφάνιση του, αλλά και από τα λάθη του και τις απώλειες με τις οποίες δεν μπορεί να συμφιλιωθεί. «Η ανικανότητα του να ξεπεράσει το πένθος του προκύπτει από την ανικανότητα του να είναι ο άνθρωπος που θα ήθελε. Είναι λουσμένος στις τύψεις για τον θάνατο του Άλαν, για την εγκατάλειψη της κόρης του, για ό,τι θα μπορούσε να έχει κάνει διαφορετικά».
Ο Φρέιζερ πιστεύει ότι ο Τσάρλι δεν ήθελε να βλάψει κανέναν, ειδικά την κόρη του και ίσως ούτε τον εαυτό του. «Δεν είναι κακόβουλος, αλλά έχει κάνει κακό κυρίως με το να κρύβεται, να μην είναι αυθεντικός. Τώρα πολεμάει τον εαυτό του. Όταν λέει στους μαθητές του ότι πρέπει να βρουν έναν τρόπο να πουν την αλήθεια, το λέει στον εαυτό του. Οπότε τώρα έχει φτάσει η ώρα και δεν έχει ιδέα πώς και αν θα εξιλεωθεί».
Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι σε κρίση, ο Τσάρλι είναι γεμάτος αντιφατικές τάσεις. Ξέρει ότι πεθαίνει, αλλά απορρίπτει την ιατρική περίθαλψη που θα τον ανακούφιζε ή θα τον έσωζε, αλλά την ίδια στιγμή είναι ζωντανός και νιώθει δέος για τα θαύματα του κόσμου. Αγαπά τη ζωή, ακόμα κι αν καταδικάζει τον εαυτό του σε αργό θάνατο.
Ο Φρέιζερ δεν θεωρεί ότι οι πράξεις του Τσάρλι είναι γνήσια αυτοκαταστροφικές. «Ξέρει ότι δεν μπορεί να αλλάξει ρότα, αλλά γνωρίζει ότι οι υπόλοιποι θα ανταποκριθούν στην αδυναμία του».
Ο Φρέιζερ νιώθει οικεία με την κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί ο Τσάρλι, όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι. «Ξέρω πολύ καλά πώς είναι να σε εμπαίζουν και να σε γελοιοποιούν χωρίς έλεος», επισημαίνει ο ηθοποιός. «Ίσως όχι περισσότερο από άλλους σήμερα, ή οποιονδήποτε βρεθεί εκτεθειμένος στα κοινωνικά δίκτυα. Όλοι μαθαίνουμε να σβήνουμε αυτόν τον πόνο».
Ο Αρονόφσκι χρειάστηκε δέκα χρόνια για να βρει τον Τσάρλι του. «Σκέφτηκα του πάντες, από κινηματογραφικούς αστέρες μέχρι ερασιτέχνες, αλλά κανείς δεν μου ταίριαζε», λέει ο σκηνοθέτες. «Ήθελα κάποιον που θα ήταν πιστευτός ως Τσάρλι. Εντόπισα τον Μπρένταν σε έναν μικρό ρόλο σε ένα τρέιλερ για το Journey to the End of the Night και φωτίστηκε το πρόσωπο μου».
«Βλέπεις το DNA του Τσάρλι στον Μπρένταν», λέει ο Χάντερ. «Κατάλαβε πραγματικά την απώλεια του. Κατάλαβε ότι αν έπαιζε τον ρόλο με σκοτεινό και κατηφή τρόπο, η ιστορία θα μαράζωνε. Αντί για αυτό, ο Μπρένταν συνδέθηκε με τη χαρά και την αγάπη του Τσάρλι».
Ο Φρέιζερ έκανε εκτενή έρευνα μαθαίνοντας από ανθρώπους με παχυσαρκία και είδε σχετικές ταινίες για να εξετάσει την προσέγγιση άλλων ηθοποιών. Ξαναδιάβασε τον Μέλβιλ (συγγραφέας του “Μόμπι Ντικ”) και μετά έμαθε με ειδικό προπονητή κίνησης πώς να κινείται σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα όπως ο υπέρβαρος και ογκώδης Τσάρλι. Έμαθε να φοράει ένα κουστούμι 45 κιλών και όλα τα προσθετικά μέρη που άλλαξαν τελείως την εμφάνιση του. Συνάντησε, επίσης, έναν ψυχολόγο που εξειδικεύεται σε θέματα παχυσαρκίας.
«Οι άνθρωποι στο μέγεθος του Τσάρλι είναι αόρατοι, τους ξέρουν μόνο οι φροντιστές τους και οι οικογένειες τους. Θέλουν να πούμε την ιστορία τους, θέλουν να τους αντιμετωπίζουμε με ειλικρίνεια και δικαιοσύνη. Αυτό επίσης με κινητοποίησε να ερμηνεύσω με απόλυτη αυθεντικότητα», λέει ο πρωταγωνιστής.
«Δεν θα έλεγα ποτέ ότι είναι μια ιστορία για όλους τους παχύσαρκους ανθρώπους. Υπάρχουν πολλές ιστορίες να πει κανείς, αλλά ελπίζω ότι ο Τσάρλι θα γίνει δεκτός με τους δικούς του όρους, γιατί τον έχω γράψει με αγάπη και συμπόνια», λέει ο Χάντερ.
Μπορεί η σωματική εμφάνιση του Τσάρλι να είναι στον πυρήνα της ιστορίας, αλλά ο Φρέιζερ εύχεται η ερμηνεία του να παρασύρει το κοινό σε έναν κόσμο όπου το σώμα του Τσάρλι είναι λιγότερο ενδιαφέρον από αυτά που σκέφτεται, νιώθει και επιθυμεί. «Έχουμε λιγότερο από μία εβδομάδα να τον γνωρίσουμε», λέει ο ηθοποιός. «Ξέρω ότι πολλοί θα κοιτάξουν την επιφάνεια, αλλά ελπίζω να γίνει αόρατη. Το μακιγιάζ είναι τόσο καλό που εύχομαι να σβήσει και να βυθιστούμε στην ιστορία».
Ο Αρονόφσκι στάθηκε δίπλα στον Φρέιζερ σε όλη τη διαδρομή. «Μιλήσαμε για το πού θέλαμε να μπει το κοινό και πού θα έμενε απέξω. Ο Μπρένταν είναι πολύ γοητευτικός και έξυπνος, αλλά ο Τσάρλι μπορεί να γίνει εγωιστής και παράλογος μερικές φορές, οπότε βρίσκαμε την ισορροπία σε κάθε περίπτωση», λέει ο σκηνοθέτης.
Σύμφωνα με τον Φρέιζερ, ο Αρονόφσκι έχει τη σπάνια ικανότητα να εστιάζει στην πιο μικρή λεπτομέρεια. «Ο Ντάρεν μπορεί να δει τα πάντα. Ήταν πολύ ευγενικός, με ενθάρρυνε και με ώθησε να σκάψω βαθύτερα και να τα δώσω όλα». Αντίστοιχα, ο Φρέιζερ αγάπησε τους διαλόγους του Χάντερ. «Ο Σαμ ανάγει τη ζωή σε ποίηση. Ποτίζει με σκοπό και αξία τις ιστορίες του, γράφει με σφριγηλή και σπαρταριστή γλώσσα. Ήταν κάθε μέρα στο γύρισμα και οι ιδέες του ήταν απαραίτητες».
Παρόλο που η ερμηνεία ήταν εξαιρετικά απαιτητική, ο Φρέιζερ νιώθει πραγματική αγάπη για τον Τσάρλι και δηλώνει ότι ο χαρακτήρας του έλειψε μετά το πέρας των γυρισμάτων. «Δεν έχω ξανανιώσει έτσι», εξομολογείται. «Ήταν μία πολύ έντονη προσωπική διαδρομή, πέρασα απέναντι μεταμορφωμένος. Ελπίζω να το νιώσει το κοινό. Ελπίζω οι θεατές να συνοδεύσουν τον Τσάρλι στην αναζήτηση της αυθεντικότητας. Ελπίζω να νιώσουν ότι έχει σημασία να εκφράσουν την αλήθεια τους, ότι έχει σημασία για τον Τσάρλι, για εμένα και για κάθε ζωή».
Οι επισκέπτες του Τσάρλι
Μέσα στις πέντε μέρες που περνάμε με τον Τσάρλι, γινόμαστε μάρτυρες της απόπειρας του να επανασυνδεθεί με την κόρη που εγκατέλειψε όταν ήταν νήπιο και που τώρα δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί του. Η 17χρονη Έλι είναι αιχμηρή, ετοιμόλογη και οργισμένη. Περηφανεύεται ότι δεν χρειάζεται κανέναν και επιτίθεται σε όποιον προσπαθήσει να την πλησιάσει. Η μητέρα της πιστεύει ότι είναι ανεπανόρθωτα κακιά, ο Τσάρλι είναι πεπεισμένος ότι είναι ευφυέστατη και ότι το κοφτερό μυαλό της θα την οδηγήσει μακριά φτάνει να μην ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι. Προκειμένου να περάσει χρόνο μαζί της, θα αναλάβει να τη βοηθήσει με τα μαθήματα του σχολείου. «Η Έλι κοροϊδεύει τον πατέρα της, παίζει μαζί του, είναι κακιά απέναντι του και τον κατηγορεί. Παρ’ όλα αυτά είναι πανέμορφη μέσα στην οργή και την απέχθεια της. Νομίζω ότι ο Τσάρλι πιστεύει ότι θα γίνει μεγάλη συγγραφέας», λέει ο Φρέιζερ.
Ο ρόλος απαιτούσε μία ερμηνεία που θα κατέρριπτε όλα τα κλισέ της οργισμένης εφηβείας. Ο Αρονόφσκι σκέφτηκε τη Σέιντι Σινκ, γνωστή για τον ρόλο τής Μαξ στο Stranger Things. «Μετά την επιλογή του Μπρένταν, αναρωτιόμουν πώς θα βρω μία εξίσου δυνατή ηθοποιό για να σταθεί απέναντι του. Η Σέιντι έχει μεγάλη καριέρα μπροστά της. Είναι πολύ έξυπνη, ενστικτώδης και γνωρίζει την τεχνική πλευρά ενός γυρίσματος, ξέρει πώς να δουλέψει με την κάμερα, ενώ εκφράζει τα πιο ωμά συναισθήματα μπροστά στον φακό».
Η Σινκ ανέλαβε τον ρόλο με τον ενθουσιασμό κάποιας που αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας της. «Ποτέ δεν είχα αδειάσει εντελώς τον εαυτό μου σε κάτι», λέει η ηθοποιός. «Αφαίρεσα αργά τις στρώσεις της Έλι. Όταν την πρωτοβλέπετε, πιστεύετε ότι είναι μια ακόμα αγχωμένη έφηβη, αλλά μετά θα δείτε τη σκοτεινή και δηλητηριώδη πλευρά της. Αργότερα, όσο άκαρδη κι αν μοιάζει, ίσως αρχίσετε να την αγαπάτε, γιατί ξέρετε από πού προέκυψε όλο αυτό. Ελπίζω το κοινό να συμπαθήσει την Έλι. Για εμένα, παρόλο που κάνει ακραίες επιλογές, είναι ένα κορίτσι απόλυτα χαμένο, που αναζήτα κάτι».
Η Σινκ θεωρεί ότι η Έλι έχει σκοπό να λούσει τον πατέρα της με τον δικό της πόνο, να τον αναγκάσει να πάρει την ευθύνη. «Κάποτε είχαν ένα ξεχωριστό δέσιμο, αλλά το γεγονός ότι την εγκατέλειψε ώθησε εκείνη και τη μητέρα της στην κατρακύλα. Εμφανίζεται στο διαμέρισμα του για να τον πληγώσει, να του δείξει πόσο απαίσια έχει γίνει εξαιτίας του. Ίσως και να ανακουφίζεται που τον πετυχαίνει σε κακή κατάσταση. Της δίνει το πάνω χέρι», λέει η ηθοποιός.
«Αν ο Τσάρλι μπορέσει να τη συγχωρέσει και να την αγαπήσει μετά από όλα αυτά που του λέει, τότε ίσως κι εκείνη κάνει το ίδιο», καταλήγει η Σινκ. «Η ιστορία της Φάλαινας έχει να κάνει με την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και μπορούμε να ερμηνεύσουμε την Έλι με πολλούς τρόπους».
Στον αντίποδα της Έλι συναντάμε την κολλητή φίλη του Τσάρλι, που τον φροντίζει, τη Λιζ, την οποία υποδύεται η Χονγκ Τσάου. Η Λιζ είναι πολύπλοκη. Τη στοιχειώνει ένα τραύμα που τη συνδέει με τον Τσάρλι. Τον αγαπάει, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι μέρος της αγάπης προκύπτει από το γεγονός ότι ο Τσάρλι είναι ο τελευταίος δεσμός της με τον αδελφό της, τον Άλαν.
«Είναι μια ιστορία για την ειλικρίνεια, την αποδοχή, την αγάπη. Δεν είναι εύκολα αυτά τα θέματα κι εδώ παίζει ρόλο το θεατρικό του Σαμ Χάντερ», λέει η ηθοποιός.
Η Λιζ είναι γεμάτη αντιφάσεις. Νοιάζεται πολύ για τον Τσάρλι και την τρομοκρατεί η ιδέα να τον χάσει. Όμως, η Λιζ ακόμα υποκύπτει στον εθισμό του με τον φαγητό, ίσως για να ικανοποιήσει τη δικής της ανάγκη να τη χρειάζονται. «Η Λιζ ψάχνει κάτι για να πιαστεί, όπως μερικοί αναζητούν έναν σκοπό ή έναν άνθρωπο για να αφιερώσουν τη ζωή τους», λέει η Τσάου.
Μία από τις πιο περίπλοκες σχέσεις του Τσάρλι είναι αυτή με την πρώην γυναίκα του, τη Μέρι. Είναι μία γυναίκα που τον έχει αγαπήσει και ξέρει τη χειρότερη πτυχή του. Την πλήγωσε και τον μισεί για αυτό, αλλά ακόμα τρέφει τρυφερά αισθήματα απέναντι του. Η τωρινή του κατάσταση της ξυπνά αποστροφή, οίκτο, τρόμο και τρυφερότητα. Τον ρόλο υποδύεται η Όσκαρ Σαμάνθα Μόρτον. Η ερμηνεία της κινείται ανάμεσα στη στοργή, τη σύγχυση, τη μετάνοια και την οργή. Η συνάντηση της με τον Τσάρλι είναι σπαρακτική και ξετυλίγει ένα κουβάρι από θυμό, γέλιο, δάκρυα απόγνωσης και τούμπαλιν.
Η μεταμόρφωση σε Τσάρλι
Η ερμηνεία του Φρέιζερ είναι μία σπάνια μείξη ενός ηθοποιού με ακραία χρήση προσθετικών και μακιγιάζ. Ο Αρονόφσκι είχε οραματιστεί ότι το βάρος του Τσάρλι φτάνει στα άκρα, είναι απειλητικό για τη ζωή του, αλλά επιτρέπει στο πρόσωπο του Φρέιζερ να εκφράσει τη συναισθηματική γκάμα του χαρακτήρα.
Για να επιτευχθεί αυτό το δύσκολο ζητούμενο, ο δημιουργός στράφηκε στον έμπιστο συνεργάτη του, Αντριέν Μορό. Ο Μορό χρειάστηκε να εγκαινιάσει τη χρήση αποκλειστικά ψηφιακού προσθετικού μακιγιάζ, ανάμεσα στα άλλα. Τα λεγόμενα fat suits είναι διαβόητα στο σινεμά και οι δύο συνεργάτες έπρεπε να βρουν έναν καλύτερο τρόπο για παρουσιάσουν το μέγεθος του Τσάρλι οργανικά και με σεβασμό, σαν τη διεύρυνση του πορτρέτου του.
Κατά τη διάρκεια των 40 ημερών που διήρκεσε το γύρισμα, ο Φρέιζερ απέκτησε μία σχέση αγάπης και μίσους με την κουραστική διαδικασία του μακιγιάζ, που χρειαζόταν τουλάχιστον τέσσερις ώρες τη φορά και το ειδικό κουστούμι, που χρειαζόταν πέντε άτομα για να τον βοηθήσουν να το φορέσει και να το βγάλει στο τέλος της ημέρας. Το ειδικό κουστούμι είχε ενσωματωμένο σύστημα ψύξης, παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιείται για τους αγωνιστικούς οδηγούς. Ο Φρέιζερ τελικά το συνήθισε τόσο, που, όταν το αφαιρούσε, ένιωθε αστάθεια και ζαλάδα.
«Δεν φαίνεται στην οθόνη πόσες εντατικές πρόβες χρειάστηκαν για να μάθω να κινούμαι μέσα του», λέει ο Φρέιζερ. «Γύμνασα μία ολόκληρη ομάδα από μυς που δεν ήξερα ότι έχω. Ήταν μακράν το πιο δύσκολο σωματικό ταξίδι που έχω κάνει ως ηθοποιός. Ακόμα κι αν το συγκρίνω με το τρέξιμο στην έρημο όταν ήμουν νέος», λέει ο Φρέιζερ.
Το συγκεκριμένο ειδικό κουστούμι είχε συμβολικό φορτίο. «Δεν ήταν μόνο το απτό βάρος, αλλά και το συναισθηματικό φορτίο που ήταν σημαντικό. Όταν τα πάντα απαιτούν υπεράνθρωπη προσπάθεια, οι επιλογές σου έχουν μεγαλύτερη σημασία», προσθέτει ο πρωταγωνιστής.
Ο Αντριέν Μορό εξέτασε λεπτομερώς όλα τα αντίστοιχα ειδικά κουστούμια που μπόρεσε να βρει από άλλες ταινίες, αλλά απογοητεύτηκε γιατί ήταν για κωμικές ταινίες ή ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Οπότε άλλαξε κατεύθυνση και κατάλαβε ότι έψαχνε κάτι που δεν υπήρχε. Έτσι, χρειάστηκε να μελετήσει πραγματικά σώματα για να κατανοήσει τι πρέπει να κάνει. «Ο Ντάρεν ήθελε να έχει πρόσβαση στις εκφράσεις του Μπρένταν, οπότε έπρεπε να βρούμε τρόπους να βάλουμε προσθετικά επιτρέποντας όμως την πλήρη κίνηση των μυών του», εξηγεί ο Μορό.
Αυτό οδήγησε στην απόφαση να κάνουν όλα τα προσθετικά προσώπου ψηφιακά, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει σε ταινία. Σε αντίθεση με την κλασική προσέγγιση που θα ξεκινούσε με το καλούπι από γύψο του κεφαλιού του Φρέιζερ, στο οποίο μετά θα έπλαθαν τα προσθετικά σιλικόνης, ο Μορό έκανε την όλη διαδικασία σε έναν υπολογιστή. Χρησιμοποίησε αποκλειστικά τη μέθοδο 3D modeling, χωρίς κανένα αληθινό καλούπι.
«Είχα δοκιμάσει την ιδέα λίγο καιρό και είπα στον Ντάρεν ότι θα είναι ρίσκο», εξηγεί ο Μορό. «Αλλά είχε νόημα να το δοκιμάσουμε. Η διαδικασία ήταν πιο γρήγορη και επέτρεψε στον Ντάρεν να κάνει τις αλλαγές που ήθελε στο ψηφιακό γλυπτό σε λεπτομέρεια που έφτανε στους πόρους και στις ρυτίδες».
Επίλογος
Κατά τη διάρκεια του γυρίσματος, ο Φρέιζερ δεν ήταν σίγουρος πώς θα λειτουργούσε η ταινία. Αλλά όταν είδε το τελικό αποτέλεσμα, η επίδραση της ταινίας τον καθήλωσε. «Δεν μπορούσα να σηκωθώ από την καρέκλα», θυμάται ο ηθοποιός. «Δεν ήμουν λυπημένος, ήμουν συναισθηματικά φορτισμένος».
Η ολοκληρωμένη ταινία ήταν μία παρηγοριά για τον Αρονόφσκι. Είχε χάσει τη μητέρα και τον πατέρα του τον προηγούμενο χρόνο και η Φάλαινα είναι αφιερωμένη στους γονείς του. «Οι γονείς μου ήταν σταθεροί σε όλα τα γυρίσματα, έχουν παίξει σε μερικές ταινίες μου και ήταν η πρώτη φορά που δεν ήρθαν στο γύρισμα λόγων των μέτρων της πανδημίας», λέει ο σκηνοθέτης. «Η μητέρα μου έφυγε από τη ζωή πριν να μοντάρω την ταινία, αλλά ο πατέρας μου μπόρεσε να δει την ταινία και την αφιέρωση στη μητέρα μου».
Για τον Χάντερ, η ταινία δίνει ακόμα περισσότερη ζωή στον Τσάρλι της σκηνής. «Ελπίζω η ταινία να είναι μία πρόσκληση για το κοινό να διαβεί ένα κατώφλι κάποιου που δεν έχει γνωρίσει μέχρι τώρα και που ίσως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα συναντούσε», λέει ο συγγραφέας.
Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό Τμήμα του 79ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Η Φάλαινα (The Whale, 2022)
Σκηνοθεσία: Darren Aronofsky
Ηθοποιοί: Brendan Fraser, Sadie Sink, Hong Chau, Ty Simpkins, Samantha Morton
Διάρκεια: 117′
Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους την Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2022