Του Γιάννη Τοτονίδη
Ο Ιρλανδός λογοτέχνης Όσκαρ Ουάιλντ, αν και έγραψε ελάχιστες παιδικές ιστορίες, εντούτοις δίκαια μπορεί να εδραιωθεί στο σαλόνι των σημαντικών συγγραφέων παραμυθιών, όπως οι Άντερσεν και Ντίκενς. Κι αυτό, επειδή τα παραμύθια του είναι μικρά, ποιοτικά, όμοια με λογοτεχνικά διαμάντια που συνδυάζουν τη εμβάθυνση της σκέψης με τη λογοτεχνική κομψότητα. Η ειδοποιός διαφορά των ιστοριών του από εκείνες του Άντερσεν και του Ντίκενς είναι ότι τις διανθίζει με ταξικοπολιτικά στοιχεία. Εκτός από τη φτώχεια και την κακουχία που υφίστανται οι ήρωες και των τριών, ο Ουάιλντ επεκτείνεται σε συμβολισμούς, ενώ δε διστάζει να ασκεί κριτική στην υποκριτική, συντηρητική κοινωνία για τον επιδερμικό τρόπο που αντιμετωπίζουν οι πλούσιοι τους φτωχότερους.
Ο «Ευτυχισμένος Πρίγκιπας» είναι μία από τις ομορφότερες ιστορίες που έγραψε και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1888. Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας ανάμεσα στο ολόχρυσο άγαλμα ενός πρίγκιπα και σε ένα χελιδόνι. Το άγαλμα έστεκε σε ένα ψηλό βάθρο και το χελιδόνι, στο δρόμο του για την Αίγυπτο, αποφάσισε να ξαποστάσει για ένα βράδυ κοντά στο άγαλμα.
Είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο,
όμως μερικοί από εμάς
κοιτάζουμε τα άστρα
Από το ψηλό του βάθρο το άγαλμα του πρίγκιπα παρατηρούσε τη δυστυχία των φτωχών ανθρώπων της πόλης. Ανήμπορο να βοηθήσει αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη, ζητούσε κάθε βράδυ από το χελιδόνι να αφαιρέσει τα ρουμπίνια από το σπαθί του, τα ζαφείρια από τα μάτια του και τα φύλλα χρυσού που κάλυπταν το σώμα του, για να τα μοιράσει σε όλους τους φτωχούς και δυστυχισμένους ανθρώπους.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ταινία είναι δύο: γιατί ο Έβερετ επέλεξε ως σκηνοθετικό του ντεμπούτο το πιο μελαγχολικό, σκληρό και συγκινητικό παραμύθι του καλλιτέχνη που άφησε εποχή με το ανεπανάληπτο συγγραφικό του έργο και γιατί αφηγείται τα τελευταία ζοφερά και συνάμα μελαγχολικά χρόνια της ζωής του Βρετανού συγγραφέα, αντί τα πρώιμα ή όψιμα χρόνια του, όταν ήδη είχε καθιερωθεί ως ένας αδιαμφισβήτητα ταλαντούχος συγγραφέας; Συγκεκριμένα, γιατί εστιάζει στη χρονική περίοδο αμέσως μετά την αποφυλάκισή του για σοδομισμό το 1897 (κατηγορήθηκε από τον πατέρα του εραστή του, Μπόσι, για ομοφυλοφιλία σε μια εποχή που η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη), όταν κατέφυγε στο Παρίσι ως Σεμπάστιαν Μέλμοθ, ζώντας άρρωστος στην ένδεια, την ταπείνωση και την περιφρόνηση, βυθιζόμενος στο πλούσιο ερωτικό, καλλιτεχνικό και σπάταλο παρελθόν του;
Η απάντηση είναι τόσο απλή, όσο άστοχος είναι ο τίτλος που απέδωσε η εταιρία διανομής στην ταινία. Όσον αφορά στο πρώτο ερώτημα, ο δημιουργός παραλληλίζει το παραμύθι του τίτλου του με την ύπαρξη του Όσκαρ Ουάιλντ. Όπως ο Πρίγκιπας ήταν χαρούμενος στον κόσμο των ανακτόρων, έτσι και ο Ουάιλντ ήταν ευτυχισμένος άρχοντας στο σκυθρωπό βικτοριανό κόσμο. Όπως, αργότερα, η καθημερινότητα του πρίγκιπα -ως αγάλματος πλέον- γίνεται δυστυχισμένη, παρόμοια δύστυχη γίνεται και η καθημερινότητα για τον συγγραφέα του βιβλίου «Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» μετά την αποφυλάκισή του. Ακόμη και η ανιδιοτελής θυσία για χάρη του Καλού, παραμένει κοινή και στους δυο.
Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα, όλες οι προηγούμενες ταινίες που ασχολήθηκαν με τη ζωή του πάντα σταματούσαν στο σημείο που έμπαινε φυλακή και ήταν άτολμες. Απέφευγαν να απεικονίσουν το βίαιο τρόπο με τον οποίο φέρθηκε η κοινωνία στον Ουάιλντ, επειδή ήταν ομοφυλόφιλος. Έτσι, ο Έβερετ βρέθηκε σε ένα κινηματογραφικά παρθένο πεδίο. Ο ίδιος, ως ανοιχτά ομοφυλόφιλος και κομμάτι της βιομηχανίας του θεάματος, όπως και ο Ουάιλντ, θεώρησε πως έπρεπε να επιμείνει σε αυτά τα δύο σημεία.
Συγκινητικό, μελαγχολικό παραμύθι ενηλίκων με έντονα πικρή γεύση, πλην όμως γλυκό, πλούσιο σε σοφία που δεν αποκοιμίζει, αλλά αντίθετα αφυπνίζει. Μέσα από εμβόλιμα, κοφτά flashbacks γινόμαστε συνοδοιπόροι του Ουάιλντ σε ένα ιδιόμορφο roadmovie από τη Βρετανία (το “φυσικό περιβάλλον του υποκριτή” όπως αναφέρει ο ίδιος καγχαστικά στην ταινία, φράση που στην πραγματικότητα δεν έχει πει), στον αυτοεξορισμό του στη Διέππη, στη Νορμανδία, στην άστοχη απόδραση του στη Νάπολη, μέχρι την τελική επιστροφή του πάλι πίσω στο Παρίσι. Φίλοι και θαυμαστές τού προσφέρουν χρήματα που έχουν συγκεντρώσει για να σπινθηρίσουν την ελπίδα να δημιουργήσει και να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή και στην καριέρα του. Τα ορμέμφυτα πάθη του όμως είναι δυνατά. Αλόγιστα και άσκοπα σκορπάει τα λεφτά, για να πληρώσει φευγαλέους εραστές, καταναλώνει άμετρα αλκοόλ και ναρκωτικά, ενώ στο τέλος όλοι, φίλοι και εραστές (νυν και πρώην) τον εγκαταλείπουν στο μονόδρομο της καταστροφής.
Απένταρος όπως ποτέ, παραγκωνισμένος από τους πρώην φίλους και απόλυτα αποδεκτός σε ομάδες περιθωριακών, αφηγείται ιστορίες από το Χθες μπολιασμένες με το εξαιρετικό πνεύμα του. Όλη η διαδρομή είναι χρωματισμένη με έντονες αναπολήσεις του παρελθόντος, με έρωτες, χωρισμούς, οικογενειακές συντριβές, επαίνους, σπατάλες, ταπεινώσεις και απογοητεύσεις, με γνωστικό προορισμό την Πτώση. Οι αναζωογονητικές συνευρέσεις με τα αγόρια που τόσο ποθούσε, η ολέθρια ερωτική σχέση με τον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας και τον αφοσιωμένο Ρόμπι Ρος, η εξαναγκαστική απόσταση που όφειλε να κρατήσει απέναντι στη σύζυγο Κόνστανς και τα δυο του παιδιά που τόσο αγαπούσε, η φυλακή και ο δημόσιος ομοφοβικός διασυρμός του συντελούν στον ψυχολογικό κατακερματισμό του. Ο Ουάιλντ ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα που ασφυκτιούσε μέσα στο συμβατικό, παραδοσιακό, τυπικό περιβάλλον της Βρετανικής ανώτερης τάξης. Πάντοτε αυτοσαρκαστικός, με βιτριολικές ατάκες, αντιφατικές πράξεις και ανεξάντλητο χιούμορ που λειτουργούσε εκτονωτικά στη ζωή του.
Ως άνθρωπος ισορρόπησε τέλεια ανάμεσα στο οδυνηρό και το ξεκαρδιστικό, ενώ προσαρμοζόταν σε κάθε περιβάλλον με απίστευτη ευκολία. Είχε μια άσβεστη όρεξη για τη ζωή, τον έρωτα και το πικρό χιούμορ. Αγάπησε παράφορα την Ελευθερία, έφτυσε κυνικά τον καθωσπρεπισμό της υποκριτικής κοινωνίας της εποχής του (μήπως άλλαξε από τότε;) και τον μουχλιασμένο συντηρητισμό της, βούτηξε άφοβα στους αναδυόμενους πειρασμούς, λάτρεψε ασύστολα τη Ζωή και περήφανα πλήρωσε πανάκριβα το τίμημα για όλες τις επιλογές του. Πάνω από όλα -και ίσως το πιο ουσιαστικό- δεν παρίστανε ποτέ το θύμα.
Για μια δεκαετία σχεδόν ο Βρετανός ηθοποιός της ταινίας «Ο Γάμος του Καλύτερού μου Φίλου» ενασχολήθηκε με τη βιογραφία του Όσκαρ Ουάιλντ προσπαθώντας να βρει χρηματοδότηση, η οποία τελικά ήρθε χάρη στη συμμετοχή του φίλου και συμπρωταγωνιστή του, Κόλιν Φερθ. Δεν κατάφερε όμως να εμπνεύσει για το όραμά του κάποιον σκηνοθέτη και έτσι την ανέλαβε ο ίδιος, επιτυγχάνοντας το σκηνοθετικό του ντεμπούτο και διατηρώντας παράλληλα τον πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς και τη συγγραφή του σεναρίου. Αυτό ακριβώς είναι ουσιαστικά το σημείο στο οποίο χωλαίνει ελαφρώς το φιλμ. Το τριπλό “πακέτο” της δημιουργίας ήταν αρκετά βαρύ για τον εύθραυστο ώμο του καλοπροαίρετου Έβερετ και η σκηνοθετική ευαισθησία φυλακίζεται σε προβλέψιμα σεναριακά στερεότυπα, όπου κατά στιγμές η ερμηνεία γίνεται στομφώδης.
Σπαρακτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να αποδώσει ερμηνευτικά το “ειδικό βάρος” του ήρωά του, φανερή η ενδελεχής ψηλάφηση του πνευματώδους πληθωρικού χαρακτήρα του, αλλά συχνά παρεισφρέει ένας θεατρικός κομπασμός. Η στάση του είναι ουδέτερη, δεν υπερθεματίζει ούτε κατακρίνει την προσωπικότητα του ήρωά του, αλλά κατά στιγμές μοιάζει σα να υποπίπτει σε σεναριακή παράλλαξη. Η σκηνοθετική του οπτική ακολουθεί την ασφαλή πεπατημένη οδό των κλισέ που διέπουν συνήθως μια ακαδημαϊκή βιογραφία, αποχρωματίζοντας την αντισυμβατικότητα του πνεύματος αυτού του μοναδικού καλλιτέχνη. Άλλες στιγμές παρεκτρέπεται από τη λογοτεχνική δύναμη του έργου του συγγραφέα, υποπίπτοντας σε καταρρακτώδη βερμπαλισμό και αμετροέπεια. Παρόλα αυτά όμως, διαφαίνεται -παράλληλα- ο θαυμασμός και η αγάπη με την οποία αγκαλιάζει τον χαρακτήρα του, γεγονός που σε αφοπλίζει με τις ειλικρινείς προθέσεις του και σε προδιαθέτει να συγχωρήσεις τις όσες αδυναμίες του έργο του. Ιδιαίτερα, αναλογιζόμενος την εξ ανάγκης τριπλή συμμετοχή του.
«Το χειρότερο από το να μιλούν άσχημα για σένα είναι να μη μιλούν καθόλου για σένα».
Ευτυχισμένος Όσκαρ (The Happy Prince)
Σκηνοθεσία: Ρούπερτ Έβερετ
Ηθοποιοί: Ρούπερτ Έβερετ, Κόλιν Φερθ, Έμιλι Γουάτσον, Κόλιν Μόργκαν, Τομ Γουίλκινσον
Διάρκεια: 105΄
* Ο Γιάννης Τοτονίδης από μικρός αρέσκονταν στις εκρήξεις. Για να γλιτώσουν οι γονείς του την ανατίναξη του σπιτιού τους, τον έπεισαν να σπουδάσει Χημικός (απόφοιτος του Α.Π.Θ.). Η “εκρηκτικότητα” του ψυχισμού του τον ώθησε να ασχοληθεί με την 7η Τέχνη. Έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ), μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Σκηνοθετών (F.E.R.A.), μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Πρόσφατα (σχετικά) έγινε και μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Στο παρελθόν υπήρξε Μουσικός Παραγωγός και Επιμελητής Κινηματογραφικών Εκπομπών, καθώς επίσης και Τηλεοπτικός Παρουσιαστής Κινηματογραφικών Εκπομπών. Τελευταία πειραματίζεται με τη μαγειρική και προκαλεί μόνο γαστρονομικές εκρήξεις.