Του Γιάννη Τοτονίδη
Μια φορά κι έναν καιρό, «σε μια χώρα πάρα πολύ μακριά από αυτήν εδώ…», σε μια μικρή πόλη της Αμερικής, κοντά στην ακτή, αλλά πολύ μακριά από όλα τα άλλα, ζούσε μια μοναχική, ονειροπόλα πριγκίπισσα χωρίς φωνή, η Ελάιζα. Η ιστορία μας διαδραματίστηκε στις τελευταίες μέρες της βασιλείας ενός όμορφου πρίγκιπα. Γι’ αυτό πρόκειται για μια ιστορία Αγάπης και Απώλειας. Εκείνη την εποχή κυριαρχούσε ο Ψυχρός Πόλεμος. Η Ελάιζα δούλευε στο μυστικό διαστημικό ερευνητικό κέντρο OCCAM μαζί με πολλούς επιστήμονες. Κάθε πρωί ξυπνούσε και ετοιμαζόταν για τη δουλειά της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η ακριβής επανάληψη της προετοιμασίας της ήταν ιεροτελεστική ως προς το χρόνο και ως προς τον τρόπο. Ακόμη και για τις πιο “ιδιαίτερες” ανάγκες της, μέχρι να βράσει το αυγό που θα γευμάτιζε στη δουλειά.
Ζούσε πάνω από μια αίθουσα κινηματογράφου και είχε για συντροφιά τον Τζάιλς, έναν ηλικιωμένο γείτονα ζωγράφο, έναν παροιμιώδη καλλιτέχνη που θα λιμοκτονούσε, αν δεν τον φρόντιζε αυτή. Θα μπορούσε να ήταν ο παππούς της, αλλά δεν ήταν. Στο OCCAM δούλευε μαζί με τη Ζέλντα, η οποία την αγαπούσε και την προστάτευε, ακόμη και από το να χτυπήσει καθυστερημένα την κάρτα εργασίας της. Όλα κυλούσαν με την ίδια ρουτίνα, με την ίδια καθημερινότητα, μέχρις ότου εμφανίζονται δύο πρόσωπα: ένα αυταρχικό ανθρώπινο τέρας και ένα αιχμάλωτο ανθρωποειδές αμφίβιο τέρας με ανθρωπιά. Ανάμεσα στην Ελάιζα και το αλλόκοτο πλάσμα γεννήθηκε κεραυνοβόλος έρωτας. Σε αυτό το πλάσμα βρήκε το άλλο της μισό. Η Ελάιζα μαζί με έναν ερευνητικό επιστήμονα κατέστρωσε σχέδιο απόδρασης και με τη βοήθεια του Τζάιλς επιχείρησαν να απελευθερώσουν το μυστηριώδες πλάσμα… “Και έζησαν αυτοί καλά και ΄μεις καλύτερα”.
Η ταινία συνδυάζει το δράμα εποχής με την πολιτική και το σινεμά του φανταστικού και παραπέμπει σε ένα «μυστηριώδες, μαγικό ταξίδι, με φόντο την Αμερική του Ψυχρού Πολέμου και μια απόκοσμη ιστορία αγάπης στον πυρήνα της», σύμφωνα με το Hollywood Reporter. Φέρει αρκετές συγγένειες με κλασικά αμερικανικά b-movies που πραγματεύονται θεματολογίες με τέρατα (με πιο σαφή αναφορά το «Creature from the Black Lagoon» του 1954), θυμίζει ρομαντικό μελόδραμα, φέρνει στο νου αλληγορικές, πολιτικές ταινίες του Ντελ Τόρο που συνδύασαν ευρηματικά τη Φαντασία με τον Τρόμο της Πραγματικότητας, όπως ο Ισπανικός Εμφύλιος στη «Ραχοκοκαλιά του Διαβόλου» και στο αριστουργηματικό «Ο Λαβύρινθος του Πάνα», αλλά περισσότερο από όλα χρησιμοποιεί όλους τους κανόνες του παραμυθιού.
Ας δούμε αναλυτικά πώς τεκμηριώνεται αυτό. Το παραμύθι είναι εξαρχής μια επινόηση, μια μυθιστοριογραφία, μια φαντασιακή αφήγηση, η οποία ορισμένες φορές χρησιμοποιεί μεταφορικά κάποιο ζώο ως κεντρικό χαρακτήρα του ή εισάγει στερεότυπους χαρακτήρες, όπως η υπηρέτρια. Πολύ συχνά γίνεται ανατρεπτική αλληγορία ενάντια στην άρχουσα τάξη ή μια σύγκρουση του ανθρώπινου με το αόρατο βασίλειο. Προσωποποιεί και εξατομικεύει διαφορετικά στοιχεία πέρα από τη λογική του χώρου και του χρόνου και επεκτείνεται αδιάκριτα από τον οργανικό στον ανόργανο κόσμο, από τον άνθρωπο και τα ζώα στα δέντρα, τα λουλούδια, τις πέτρες, τα ρεύματα και τους ανέμους. Το παραμύθι κάνει χρήση συμβόλων, τα οποία με ποιητικό, λυρικό αλλά και αλληγορικό τρόπο εκφράζονται και αποδίδουν νόημα στις μεταφορές του. Τα πιο συχνά επαναλαμβανόμενα θέματα είναι αυτά που αναφέρονται στις αναποδιές και τα εμπόδια που μπορεί να τύχουν στον ήρωα ή την ηρωίδα και στο ευτυχισμένο τελικά τέλος που θα έχει αυτός. Τα παραμύθια έχουν πάντα ευτυχισμένο τέλος και δεν είναι ρεαλιστικά. Αντίθετα, συμβαίνουν στο χώρο της Φαντασίας και το Υπερφυσικό είναι το κύριο συστατικό τους.
Όλα αυτά τα στοιχεία συνυπάρχουν στο φιλμ του 53χρονου Μεξικανού σκηνοθέτη. Η αφήγηση είναι φαντασιακή, ένας κεντρικός χαρακτήρας είναι κάποιο “ζώο”, υπάρχει ο στερεότυπος χαρακτήρας της υπηρέτριας, διακρίνεται η ανατρεπτική αλληγορία ενάντια στην άρχουσα τάξη, κάνει χρήση συμβόλων, διαθέτει πάμπολες αναποδιές και εμπόδια που πρέπει να υπερσκελίσει η ηρωίδα, όσα συμβαίνουν κινούνται στο χώρο της Φαντασίας, το Υπερφυσικό είναι το κύριο συστατικό τους και -βασικότερο όλων- έχει ευτυχισμένο τέλος.
Ο κινηματογράφος έμφυτα αποτελεί ένα ψέμα. Ένα όμορφο, μαγευτικό, καθηλωτικό ψέμα. Εργάζονται δεκάδες επαγγελματίες σε αυτόν και με τον επαγγελματισμό τους τον έχουν μετατρέψει σε τέχνη, στην 7η Τέχνη. Βραβεύονται σε κάθε ενασχόληση που προάγει το οπτικοακουστικό έργο μέσω διαφόρων Επιτροπών, αλλά η κυριότερη βράβευσή τους είναι η αποδοχή του κόσμου. Όπως στους περισσότερους καλλιτέχνες. Ο κινηματογράφος και το παραμύθι είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Γι’ αυτό, τα παραμύθια διαθέτουν μεγαλύτερη δυναμική, όταν φιλτράρονται μέσα από την τέχνη του σινεμά.
Ο Ντελ Τόρο είναι ένας ανερχόμενος σύγχρονος παραμυθάς. Με την αφήγησή του χτίζει έναν παραμυθένιο κόσμο με κάθε λογής απόκληρους χαρακτήρες. Από την μουγγή καθαρίστρια και τον εκπεσμένο ζωγράφο γείτονά της, μέχρι το «τέρας» του. Το σινεμά λειτουργεί καταλυτικά σε κάθε απόκληρο ζωντανό πλάσμα και σε αυτό μπορεί να βρει καταφύγιο ο καθένας. Αυτό ο σκηνοθέτης το υποστηρίζει αλληγορικά, βάζοντας το απόκοσμο πλάσμα του να βρίσκει καταφύγιο στην κινηματογραφική αίθουσα που στεγάζεται κάτω από το σπίτι της Ελάιζα, παρακολουθώντας τη βιβλική «Ιστορία της Ρουθ», του Χένρι Κόστερ.
Το παραμύθι του Μεξικανού σκηνοθέτη βασίζεται σε ένα άλλο διαχρονικό παραμύθι, της «Πεντάμορφης και του Τέρατος», μία νουβέλα των αιώνων του Διαφωτισμού που εκδόθηκε για πρώτη φορά στα Γαλλικά το 1740 από τη Gabrielle-Suzanne Barbot de Villeneuve. Η πιο γνωστή εκδοχή του ανήκει στην Jeanne-Marie Le Prince de Beaumont, δημοσιευμένη το 1756. Πολλές παραλλαγές της αρχικής ιστορίας έχουν δημιουργηθεί σε όλο τον κόσμο από τότε, με γνωστότερες τις μεταφορές της στη μεγάλη οθόνη το 1946 από τον πολυσχιδή Γάλλο καλλιτέχνη (ποιητή, μυθιστοριογράφο, θεατρικό συγγραφέα, ζωγράφο και σκηνοθέτη) Ζαν Κοκτώ και το 1991 με την ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney.
Ο Γκιγιέρμο στήνει στο παραμύθι του μια ιστορία αγάπης σε αντιδιαμετρική συναισθηματική υπόσταση με το ψυχροπολεμικό κλίμα που τοποθετείται το χωροχρονικό περιβάλλον της ταινίας. Παράλληλα, όμως, φροντίζει να αποδομεί τα στοιχεία – σύμβολα του παραμυθιού στο οποίο βασίζεται. Ο πατέρας από το αρχικό παραμύθι αντικαθίσταται με ένα γείτονα, το τριαντάφυλλο, δηλαδή το κατεξοχήν σύμβολο εκδήλωσης της ερωτικής αγάπης, αντικαθίσταται με ένα βραστό αυγό, ο πύργος του τέρατος αντικαθίσταται με ένα ερευνητικό κέντρο, το Τέρας δε μεταμορφώνεται στο τέλος σε άνθρωπο και η απουσία ερωτικού περιεχομένου αντικαθίσταται με έντονη ερωτική και σαρκική συνεύρεση.
Ο Ντελ Τόρο έχει εμμονική αγάπη στα τέρατα. Γι΄αυτό και τα παρουσιάζει ευάλωτα, ανθρώπινα, συναισθηματικά. Για το αμφίβιο πλάσμα του δε μας γνωστοποιεί τίποτα. Ούτε αν έχει όνομα ούτε ποια είναι η καταγωγή του ούτε καν το είδος του. Μόνο ένα αόριστο “στον Αμαζόνιο λατρεύεται ως Θεός”. Αφήνει να φανταστεί ο καθένας ποιο είναι το αληθινό τέρας γι΄ αυτόν. Το πλάσμα του σου προκαλεί συμπόνοια, που κρατείται φυλακισμένο, άλλοτε μοιάζει πανέμορφο (στις σκηνές με την καθαρίστρια), άλλοτε απειλητικό (στις σκηνές των βασανιστηρίων) και άλλοτε αναβλύζει από μια απόκοσμη περηφάνεια. Τελικά, όπως προβάλλεται και από την ταινία «ποιος είναι το τέρας και ποιος είναι ο άνθρωπος»;
Η ταινία είναι πλούσια συναισθηματικά χάρη στα δομικά συστατικά των συντελεστών της. Η Σάλι Χόκινς προβάλλει ως η καταλληλότερη ηθοποιός για να αποδώσει το μοναχικό και συνάμα σιωπηλό ρόλο της ηρωίδας. Δίχως να υπερβάλλει ή να βασίζεται σε σωματικές κινήσεις ή να προσφεύγει σε έντονες εκφράσεις του προσώπου, μεταδίδει με ευκρίνεια τον πολύπλοκο χαρακτήρα της. Με έντονα εκφραστικά μάτια και “ομιλητικά” βλέματα αναβλύζει με ακρίβεια το κάθε συναίσθημά της. Η Οκτάβια Σπένσερ από την άλλη ως πολυλογού φίλη γεμίζει πληθωρικά το ρόλο της και του προσθέτει στέρεη υπόσταση. Ο Μάικλ Σάνον ως παραδοσιακός κακός είναι τόσο πειστικός, που νιώθεις φόβο σε κάθε βλέμμα του, ακόμη και όταν προσπαθεί να κάνει τον καλό. Οι νότες του Αλεξάντρ Ντεσπλά δένουν απόλυτα ταιριαστά με την ατμόσφαιρα και το μαγικό κόσμο που εμπνεύστηκε ο σκηνοθέτης. Τέλος, η Φωτογραφία αποδίδεται με υπέροχη χρήση χρωματικών αποχρώσεων, ποτίζοντας την ατμόσφαιρα της ταινίας με έκδηλο ρομαντισμό.
«Τα παραμύθια είναι το τέλειο αντίδοτο εναντίον του κυνισμού, διότι αγγίζουν τα συναισθήματα» είχε υπογραμμίσει ο σκηνοθέτης, όταν παρουσίαζε την ταινία του στη Βενετία. «Εάν παραμείνετε αυθεντικοί και πιστοί στα πιστεύω σας, σε όσα πραγματικά πιστεύετε- στην περίπτωσή μου στα τέρατα- θα μπορείτε να κάνετε όλα όσα θέλετε. Το φανταστικό είναι ένα εξαιρετικά πολιτικό είδος. Αλλά, η πρώτη πολιτική πράξη που πρέπει να κάνουμε αυτή τη στιγμή είναι να επιλέξουμε την Αγάπη απέναντι στο Φόβο, γιατί ζούμε σε εποχές που ο φόβος και ο κυνισμός χρησιμοποιούνται με έναν τρόπο που είναι διάχυτος και πειστικός και το πρώτο μας καθήκον με το που ξυπνάμε το πρωί είναι να πιστέψουμε στην Αγάπη. Η ταινία είναι ένα αντίδοτο στο τώρα. Είναι τόσο δύσκολο να μιλάς για την Αγάπη και να μην ακούγεσαι ανόητος, αλλά πιστεύω όντως ότι το αντίδοτο σε αυτό που ζούμε, που είναι μια εποχή γεμάτη μίσος και διχασμό, είναι αυτή η ουμανιστική πιθανότητα».
Tο φαντασμαγορικό οπτικά φιλμ κέρδισε μέχρι στιγμής το Χρυσό Λέοντα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, Χρυσή Σφαίρα Σκηνοθεσίας, ενώ συγκεντρώνει 13 υποψηφιότητες (τις περισσότερες από κάθε άλλη) στα προσεχή βραβεία Όσκαρ.
Τελευταίο άφησα έναν προσωπικό προβληματισμό. Τι εννοεί ο ντελ Τόρο με τον τίτλο του; Συνήθως ο τίτλος αποτελεί το απόσταγμα όλων των νοημάτων ή το κεντρικό νόημα ή το βασικό στοιχείο μιας ταινίας. Μετά από έντονη σκέψη κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, όπως το νερό (γενικότερα τα υγρά) παίρνουν το σχήμα, τη μορφή του μέσου στο οποίο εμπεριέχονται, αλληγορικά εννοεί (ο σκηνοθέτης) ότι έτσι και η Αγάπη παίρνει το σχήμα, τη μορφή του ατόμου μέσα στο οποίο εμπεριέχεται. Όταν αγαπάμε ένα άτομο, το αγαπάμε για τα ψυχοσυναισθηματικά του χαρίσματα. Στο πρόσωπό του βλέπουμε όλα εκείνα τα χαρίσματα που κάνουν το συναίσθημά μας να φορτίζεται θετικά. Γι΄αυτό συμβαίνει, όταν τα συναισθήματά μας προς το ίδιο ακριβώς πρόσωπο να αλλάζουν από διάφορους παράγοντες, τότε να βγαίνουν προς αυτό ακριβώς τα αντίθετα συναισθήματα και να μην το αγαπάμε (ίσως να αδιαφορούμε, ίσως να το απεχθανόμαστε, ίσως να το μισούμε). Η Ελάιζα λοιπόν είδε με τα μάτια της ψυχής της στο απόκοσμο τέρας την Αγάπη, το ερωτικό συμπλήρωμα του άλλου της Εγώ. Δεν είδε την αλλόκοτη μορφή του. Είδε απλά στη Μορφή του τέρατος την Αγάπη. Γι΄ αυτό λέει και η παροιμία “ο έρωτας είναι τυφλός”. Γιατί, στην Αγάπη, δε χρησιμοποιούμε τα οργανικά, βιολογικά μας μάτια, αλλά τα μάτια της ψυχής.
Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ (THE SHAPE OF WATER)
Σκηνοθεσία: Γκιγιέρμο ντελ Τόρο
Ηθοποιοί: Σάλι Χόκινς, Μάικλ Σάνον, Ρίτσαρντ Τζένκινς, Οκτάβια Σπένσερ, Μάικλ Στούλμπαργκ
Διάρκεια: 123΄
*Η ταινία θα προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 15 Φλεβάρη 2018
* Ο Γιάννης Τοτονίδης από μικρός αρέσκονταν στις εκρήξεις. Για να γλιτώσουν οι γονείς του την ανατίναξη του σπιτιού τους, τον έπεισαν να σπουδάσει Χημικός (απόφοιτος του Α.Π.Θ.). Η “εκρηκτικότητα” του ψυχισμού του τον ώθησε να ασχοληθεί με την 7η Τέχνη. Έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ), μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Σκηνοθετών (F.E.R.A.), μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Πρόσφατα έγινε και μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Στο παρελθόν υπήρξε Μουσικός Παραγωγός και Επιμελητής Κινηματογραφικών Εκπομπών, καθώς επίσης και Τηλεοπτικός Παρουσιαστής Κινηματογραφικών Εκπομπών. Τελευταία πειραματίζεται με τη μαγειρική και προκαλεί μόνο γαστρονομικές εκρήξεις.