Η τελευταία φορά που ο 13χρονος Θίο Ντέκερ είδε τη μητέρα του, εκείνη γλιστρούσε μακριά του σε μία από τις αίθουσες του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης. Δευτερόλεπτα μετά, μία βόμβα τρομοκρατικής επίθεσης εκρήγνυται, καταστρέφοντας ανεκτίμητα έργα τέχνης και την ίδια τη ζωή του Θίο. Τα επόμενα τρικυμιώδη χρόνια, ενώ ο Θίο ενηλικιώνεται, παραμένει αγκιστρωμένος σε ένα πολύτιμο αντικείμενο -τη μόνη απτή σύνδεση με τη μητέρα που έχασε εκείνη τη φριχτή μέρα-, έναν πίνακα ανεκτίμητης αξίας, την Καρδερίνα.
Σελίδες που γίνονται εικόνες
Το συγκινητικό και αιχμηρό ταξίδι του Θίο Ντέκερ εκτυλίχθηκε για πρώτη φορά στο μπεστ σέλερ της Ντόνα Ταρτ, την Καρδερίνα. Το βιβλίο εκδόθηκε το 2013 και κατέκτησε την πρώτη θέση σε λίστες παγκοσμίως αποσπώντας διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένου και του βραβείου Πούλιτζερ.
Ο σκηνοθέτης Τζον Κρόουλι συγκαταλέγεται στους πιο φανατικούς θαυμαστές του βιβλίου. «Είμαι ένας από τα πολλά εκατομμύρια που διάβασαν το βιβλίο», δηλώνει. «Το διάβασα όταν εκδόθηκε πρώτη φορά και θεώρησα ότι περιέχει μία εξαιρετική μείξη στοιχείων. Είναι ένας ενδιαφέρων τρόπος να δεις το πένθος και την ντροπή, τον τρόπο που αυτό το παιδί κολλάει σε ένα σημείο της ζωής του, όταν χάνει τη μητέρα του, και πώς το απασχολεί ένα δίλημμα που γίνεται πιο σύνθετο, όσο ενηλικιώνεται».
«Ήταν μία πολύ ζωντανή, αξέχαστη και δυνατή αναγνωστική εμπειρία», συνεχίζει. «Αυτό είναι κρίσιμο όταν μεταφέρεις ένα βιβλίο στο σινεμά, γιατί είναι αυτό που θέλεις να κρατήσεις και στο οποίο επανέρχεσαι, αυτό το πρώτο συναίσθημα που είχες ως αναγνώστης».
Ο Άνσελ Έλγκορτ, που πρωταγωνιστεί ως Θίο, μοιράζεται αυτό το συναίσθημα. «Είναι ένα όμορφο και έντονο δράμα που σε παρασέρνει», λέει ο ηθοποιός. «Είναι η ιστορία μιας ζωής που κάποιος στερήθηκε και των επιπτώσεων ενός μοναδικού καταστροφικού γεγονότος».
Ο Θίο και η μητέρα του δεν θα έπρεπε να είναι στο μουσείο εκείνη τη μέρα. Την κάλεσαν από το σχολείο του, γιατί είχε μπλεξίματα, έβρεχε και απλώς μπήκαν στο μουσείο. Καθώς η μητέρα του περιπλανιόταν για να δει μερικά έργα, το βλέμμα του Θίο αιχμαλωτίστηκε από ένα όμορφο, κοκκινομάλλικο κορίτσι. Δευτερόλεπτα μετά… μία έκρηξη. Ο Θίο βρίσκεται σε ένα σύννεφο σκόνης, χάους και θανάτου. Και εκεί, μέσα στον χαμό, βρίσκεται ο αγαπημένος πίνακας της μητέρας του, ο πίνακας που του είχε δείξει λίγες στιγμές πριν, η Καρδερίνα. Ένας ηλικιωμένος άντρας, λίγο πριν πεθάνει εξαιτίας της έκρηξης, τον παρακινεί να τον πάρει, ο Θίο χώνει τον ανεκτίμητης αξίας πίνακα στην τσάντα του και φεύγει από το μουσείο, μία πράξη που άλλαξε τη ζωή του και που θα έχει ανεξάντλητες επιπτώσεις στη ζωή του.
Μετά τον βομβαρδισμό, ο Θίο καταλήγει να ζει με την οικογένεια ενός συμμαθητή του, τους Μπάρμπουρ. Εκεί θα αρχίσει να αποκτά μία ιδιαίτερη σχέση με την κυρία Μπάρμπουρ, που υποδύεται η Νικόλ Κίντμαν. «Νομίζω ότι η αμοιβαία εκτίμηση τους για την τέχνη τους φέρνει κοντά», λέει η ηθοποιός. «Αλλά, όπως θα δείτε στην ταινία, η μνήμη συνδέεται με μερικά αντικείμενα ή έργα τέχνης, μέχρι που δεν έχει να κάνει με το ίδιο το αντικείμενο, αλλά με το συναίσθημα που προκαλεί και πώς αυτό σε μεταφέρει αλλού».
«Είναι απίστευτο το πώς μπορούμε να επενδύσουμε ένα αντικείμενο με τη μνήμη κάποιου αγαπημένου», σχολιάζει ο Τζέφρι Ράιτ, που υποδύεται τον Χόμπι, έναν έμπορο τέχνης και ειδικό στις αντίκες που έχει μεγάλη επιρροή στη ζωή του Θίο. «Αυτό είναι θεμελιώδες στην ιστορία του Θίο».
Στο ίδιο κλίμα, ο Έλγκορτ λέει για τον χαρακτήρα: «Δένεται με τις αντίκες, γιατί βρίσκει γαλήνη γνωρίζοντας ότι υπήρχαν πολύ πριν από εμάς και θα μείνουν για περισσότερο καιρό από εμάς. Βλέπει την ανθρώπινη ζωή σαν κάτι φευγαλέο, γιατί η ζωή του ήταν τραυματική. Αλλά ένα αντικείμενο αντέχει στον χρόνο και αυτή η ιδέα του δίνει παρηγοριά. Και το αντικείμενο που εκτιμά περισσότερο και που την ίδια στιγμή τον στοιχειώνει, είναι η Καρδερίνα».
Η διαδικασία του να συμπυκνωθεί ένα μεγάλο μυθιστόρημα σε μία ταινία ήταν πρόκληση για τον σεναριογράφο Πίτερ Στρον, που κατάφερε να μεταφέρει όλα τα θραύσματα και σε μία όχι γραμμική αφήγηση. «Αφήνοντας πίσω του τη γραμμική δομή και πηγαίνοντας μπρος – πίσω σε δύο διαφορετικές περιόδους της ζωή του Θίο, ο Πίτερ έδωσε κινηματογραφική αίσθηση. Καθώς κόβουμε από το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα, νιώθουμε το παρελθόν σαν ένα φορτίο στους ώμους του νεαρού αυτού άντρα. Δεν φεύγει ποτέ», λέει ο σκηνοθέτης.
Οι βασικοί χαρακτήρες
Καθώς η ιστορία διαδραματίζεται σε δύο διαφορετικές περιόδους, που απέχουν μεταξύ τους 14 χρόνια, μερικοί ρόλοι έπρεπε να ερμηνευτούν από δύο γενιές ηθοποιών, συμπεριλαμβανομένου του κεντρικού χαρακτήρα Θίο Ντέκερ, που ζωντανεύει από τον Άνσελ Έλγκορτ και τον Όουκς Φέγκλεϊ, που υποδύεται τον χαρακτήρα στην παιδική του ηλικία.
Ο Έλγκορτ λέει για τον χαρακτήρα: «Φαινομενικά, ο Θίο μοιάζει συγκροτημένος. Αλλά μέσα του, ακόμα παλεύει με την απώλεια και την ενοχή. Αυτό το εσωτερικό σκοτάδι ήταν η μεγαλύτερη μου πρόκληση. Συζητήσαμε πολύ με τον Τζον Κρόουλι για το ποιος είναι ο Θίο».
Ο σκηνοθέτης σχολιάζει την προσέγγιση του πρωταγωνιστή: «Ο Άνσελ αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ερμηνεία του. Σε κάνει να συμπονάς τον χαρακτήρα». Δεδομένης της σημασίας που έχει να συμπάσχει το κοινό με τον κεντρικό χαρακτήρα, η επιλογή του παιδιού που θα υποδυόταν τον 13χρονο Θίο ήταν κρίσιμη. «Ερευνήσαμε εκατοντάδες επιλογές παιδιών για την περίπτωση του Θίο», θυμάται ο Κρόουλι. «Συνεχώς επιστρέφαμε στον Όουκς Φέγκλεϊ. Ήταν πολύ καλός και συγκινητικός».
Μετά την τραγωδία, ο Θίο δεν μπορεί να γυρίσει σπίτι του. Όταν οι κοινωνικοί λειτουργοί των ρωτάνε αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να βοηθήσει, το μόνο όνομα που μπορεί να τους δώσει είναι της κυρίας Μπάρμπουρ, της μητέρας του συμμαθητή του Άντι.
Οι δημιουργοί ενθουσιάστηκαν όταν η Νικόλ Κίντμαν αποδέχτηκε τον ρόλο της κομψής μητριαρχικής φιγούρας στη δυσλειτουργική οικογένεια Μπάρμπουρ. Η ηθοποιός αποκαλύπτει ότι ενδιαφέρθηκε χάρη στον σκηνοθέτη. «Είδα το Brooklyn και ήθελα πολύ να δουλέψω με τον Τζον Κρόουλι, οπότε αυτός ίσως ήταν ο μεγαλύτερος πόλος έλξης για μένα. Μετά διάβασα το σενάριο και το βιβλίο και είπα ότι θέλω να συμμετέχω».
«Τι να πω άλλο για τη Νικόλ;», λέει ο Κρόουλι. «Εκτός από το γεγονός ότι είναι καταπληκτικός άνθρωπος και μία θερμή παρουσία στο γύρισμα, έδωσε πολλά στον ρόλο. Από λήψη σε λήψη, ήταν πρόθυμη να κάνει περισσότερα για να εξελίξει την κεντρική ιδέα της κάθε σκηνής. Δεν μπορώ να φανταστώ άλλη ηθοποιό που θα ενσάρκωνε τον χαρακτήρα πιο τέλεια».
Ο Έλγκορτ συμφωνεί. «Ένιωθα δέος βλέποντας την. Είναι τόσο δημιουργική και συναισθηματικά ανοιχτή. Ήμασταν σε λίγες σκηνές μαζί, αλλά ήταν εντυπωσιακή εμπειρία».
Σε σχέση με τον χαρακτήρα της, η Κίντμαν λέει: «Κάτι που βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τον χαρακτήρα ήταν ότι αρχικά δεν συνδέεται με τον Θίο. Τον καλωσορίζει σπίτι της γιατί είναι το σωστό, αλλά την ίδια στιγμή είναι συγκρατημένη. Είναι στωική και ήσυχη. Η ικανότητα της να ανοιχτεί στο παιδί αυτό είναι περιορισμένη και αυτός είναι ένας ενδιαφέρων τρόπος να ξεκινήσει μία σχέση».
Ο Κρόουλι λέει σχετικά: «Θα ήταν πιο εύκολο να την αποδώσει ως ψυχρή και ψηλομύτα, αλλά η Νικόλ δεν το έκανε αυτό. Θέλαμε να υποδηλώσουμε τις διαβαθμίσεις του συναισθήματος πίσω από το εύθραυστο προσωπείο και μπορείτε να νιώσετε την εσωτερική της στάση κάτω από την επιφάνεια, ειδικά στο αρχικό χρονικό πλαίσιο της ιστορίας».
Χρόνια μετά, όταν η κυρία Μπάρμπουρ συναντιέται ξανά με τον Θίο, η διαφορά είναι απτή. «Η κυρία Μπάρμπουρ βλέπει την επιστροφή του Θίο σαν ευκαιρία εξιλέωσης. Πιστεύει ότι δεν τον ενσωμάτωσε στην οικογένεια, που ναι μεν έμοιαζε τέλεια, αλλά διαλυόταν».
Υπήρχε λόγος για την αδυναμία της κυρίας Μπάρμπουρ να βάλει τον Θίο στην οικογένεια. Πάνω που ο Θίο άρχισε να νιώθει ότι ανήκει κάπου, η μοίρα έκανε πάλι τις παρεμβάσεις της. Ο πατέρας του Θίο, ο Λάρι, εμφανίστηκε ξαφνικά και πήρε τον γιο μακριά στα έρημα προάστεια του Λας Βέγκας.
Ο Λουκ Γουίλσον, που υποδύεται τον ρόλο, σχολιάζει: «Ο Λάρι είχε εξαφανιστεί, αλλά επιστρέφει στη ζωή του Θίο μετά το τραγικό περιστατικό στο μουσείο. Δεν ξέρουμε ακριβώς ποιες είναι οι προθέσεις του. Επέστρεψε για να βοηθήσει τον γιο του; Έχει αλλάξει τη ζωή του και προσπαθεί να είναι καλός; Ή επιδιώκει κάτι;».
«Ο Λάρι έχει το ύφος του καλού και δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να διορθώσει τη σχέση του με τον Θίο, αλλά μετά φαίνεται ότι δεν είναι καλός άνθρωπος», εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Η Σάρα Πόλσον, φανατική θαυμάστρια του βιβλίου, πήρε τον ρόλο, όταν έδειξε στον σκηνοθέτη ότι είχε βαθιά κατανόηση του χαρακτήρα. «Έχω δει τη δουλειά της, αλλά ήξερα ότι αυτός ο ρόλος είναι κάτι διαφορετικό. Δεν μπορούν όλοι να μεταμορφωθούν εντελώς, αλλά αυτό κάνουν οι σπουδαίοι ηθοποιοί και το έκανε! Η Σάρα αγαπά το βιβλίο και έχει αφομοιώσει κάθε λεπτομέρεια του χαρακτήρα της. Αυτό φαίνεται στην ερμηνεία της» παραδέχεται ο σκηνοθέτης.
Απομονωμένος στα προάστεια του Λας Βέγκας, ο Θίο βρίσκει παρηγοριά σε έναν καινούριο φίλο, τον Μπόρις, έναν περπατημένο έφηβο, που έχει μεγαλώσει πριν την ώρα του. Εκτός από το γεγονός ότι είναι τα δύο μοναδικά παιδιά στην περιοχή, ο Μπόρις και ο Θίο έχουν κοινή σκληρή μοίρα: έχουν και οι δύο μητέρες που πέθαναν τραγικά, ενώ οι πατεράδες τους τους παραμελούν.
O Φιν Γούλφχαρντ, που παίζει τον ρόλο του νεαρού Μπόρις, λέει ότι ο χαρακτήρας χρειάστηκε να βρει τους δικούς του μηχανισμούς επιβίωσης. «Ξέρει τα πάντα. Έχει περάσει μία τραγωδία, επίσης, αλλά κάπως έχει συμφιλιωθεί με τα πράγματα και ζει τη ζωή του στο φουλ. Διαβάζει Ντοστογιέφσκι, καπνίζει και πίνει, δεν τον νοιάζει τι λέει. Είχε πλάκα να τον υποδύομαι, γιατί λέει ό,τι του έρθει. Αλλά ο Μπόρις είναι σοφός, παραπάνω από την ηλικία του, και μετά εμφανίζεται ο Θίο στη ζωή του και έχει με κάποιον να μοιραστεί τη σοφία του».
Οι δημιουργοί είδαν πολλούς ηθοποιούς για τον ρόλο, «αλλά κανείς δεν είχε το χάρισμα του Μπόρις και αυτή την πονηρή πλευρά που υπονοεί ότι μπορεί να σε βάλει σε μπελάδες, αλλά και να σε ξεμπλέξει με την ίδια προθυμία. Ο Φιν τα έχει όλα αυτά», λέει ο σκηνοθέτης.
Η χημεία ήταν ένας άλλος σημαντικός παράγοντας στην επιλογή των ηθοποιών για τους ρόλους, και οι δημιουργοί ήξεραν ότι είχαν βρει τη σωστή μείξη όταν ο Φέγκλεϊ και ο Γούλφχαρντ έκανα οντισιόν μαζί. «Ήταν πολύ αστείο γιατί δεν σταμάτησαν να μιλάνε», λέει γελώντας ο σκηνοθέτης. «Ταίριαξαν ακαριαία, έπαιζαν και διασκέδαζαν γνήσια. Μπορείς να το προσπαθήσεις, αλλά δεν μπορείς να το κάνεις να συμβεί φυσικά ανάμεσα σε δύο παιδιά. Ήταν πραγματική απόλαυση να το βλέπεις και συνεχίστηκε σε όλο το γύρισμα».
Ο Θίο, όμως, έρχεται αντιμέτωπος με κάποια αιφνίδια γεγονότα και αναγκάζεται να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη. Χρόνια μετά θα ξανασυναντήσει τον μεγάλο πια Μπόρις, που υποδύεται ο Ανερίν Μπάρναρντ. Όταν ξαναβρίσκονται, είναι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα.
«Ο Μπόρις είναι ένας νεαρός άντρας που έχει πολλά θέματα. Είναι γεμάτος μεταμέλεια και ενοχή για γεγονότα που συνέβησαν πολύ καιρό πριν και είναι αποφασισμένος να διορθώσει τα πράγματα. Ψάχναμε έναν ηθοποιό που να έχει βάθος και μελαγχολία. Ο Ανερίν έχει αυτή την ψυχή και την εκφραστικότητα, αλλά και ένα παιχνιδιάρικο πνεύμα», εξηγεί ο Κρόουλι.
Χωρίς αμφιβολία, μία από τις πιο σημαντικές επιρροές στη ζωή του Θίο είναι ο Χόμπι, που υποδύεται ο Τζέφρι Ράιτ. Ο Χόμπι είναι έμπορος τέχνης και λειτουργεί ως πατρική φιγούρα για τον Θίο. «Ο Χόμπι είναι μια όαση για τον Θίο, από τότε που έχασε τη μητέρα του, αλλά και αργότερα στη ζωή του», εξηγεί ο ηθοποιός.
Ο Θίο μένει με τον Χόμπι, γίνεται ο μαθητευόμενος του και αργότερα συνέταιρος του. Αλλά οι προδοσίες και τα λάθη του, σύντομα βάζουν σε δοκιμασία τη σχέση τους με τρόπους που κανείς τους δεν φανταζόταν.
H Καρδερίνα
«Την ιστορία διατρέχει η ιδέα ότι μερικά αντικείμενα μπορούν ασκήσουν μία έντονη έλξη σε μερικούς ανθρώπους, όπως η Καρδερίνα στον Θίο», επισημαίνει ο σκηνοθέτης. «Αλλά όπως και να ορίσεις την τέχνη, ένα πράγμα στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι είναι ότι υπάρχει για να τη βλέπουμε. Η ιδέα του να κρατάς ένα έργο τέχνης κρυμμένο από όλους είναι, ως ένα βαθμό, ένα έγκλημα σε βάρος της ιδέας πίσω από την πρόθεση αυτής της δημιουργίας. Οτιδήποτε μπορεί να ξεπεράσει τον χρόνο και να μιλήσει σε κάποιον ή ακόμα και να τον κάνει να νιώσει λιγότερο μόνος, είναι σημαντικής αξίας».
Το ανεκτίμητης αξίας έργο τέχνης που είναι στο επίκεντρο της ιστορίας, βρίσκεται στη μόνιμη έκθεση του Μαουριτσχάους στη Χάγη. Ευτυχώς, το μουσείο χορήγησε τον τέλειο αντικαταστάτη για την Καρδερίνα.
Κατά την επίσκεψη τους στο Μαουριτσχάους, οι δημιουργοί είχαν την ευκαιρία να δουν το αγαπημένο αριστούργημα του Κάρελ Φαμπρίτιους, το οποίο μάλιστα διασώθηκε από μία τεράστια έκρηξη που σκότωσε τον δημιουργό του το 1654.
«Η θέα της Καρδερίνας ήταν μία έντονη εμπειρία», θυμάται ο Κρόουλι. «Μοιάζει σαν να εκπέμπει ένα φως από μέσα και όπου και να είσαι στο δωμάτιο, το πουλάκι σε κοιτάει. Δεν μπορώ να φανταστώ να στέκομαι μπροστά του και να μην συγκινούμαι απερίγραπτα, το οποίο είναι σημάδι ενός εκπληκτικού αριστουργήματος».
Η Καρδερίνα (The Goldfinch)
Σκηνοθεσία: Τζον Κρόουλι
Ηθοποιοί: Άνσελ Έλγκορτ, Νικόλ Κίντμαν, Σάρα Πόλσον, Τζέφρι Ράιτ, Φιν Γούλφχαρντ, Όουκς Φέγκλεϊ, Λουκ Γουίλσον, Ανερίν Μπάρναρντ
Διάρκεια: 149′
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους την Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019