Του Νίκου Αρτινού
Ο Τζος, η Ρενέ και τα τρία τους παιδιά μετακομίζουν σε ένα μεγαλύτερο σπίτι. Καθώς περνά ο καιρός η διαμονή τους-στη νέα κατοικία-γίνεται αλλόκοτη, αφού περίεργα φαινόμενα διαταράσσουν την ηρεμία τους. Έπειτα από λίγο, ο Ντάλτον, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας πέφτει σε κώμα, χωρίς οι γιατροί να μπορέσουν να εξηγήσουν την αιτία. Η Ρενέ είναι πεπεισμένη, πως ο Ντάλτον έχει πέσει θύμα μιας απόκοσμης οντότητας. Η μητέρα του Τζος, τους προτείνει να απευθυνθούν στην Ελίζ, ένα μέντιουμ που δέχεται να τους βοηθήσει….
Η μετατόπιση του τρόμου από τον οπτικό εντυπωσιασμό του gore και του splatter στο-σχεδόν αναίμακτο-ασφυκτικό συναίσθημα αγωνίας είναι προφανής στο Insidious. Βέβαια, αυτό είναι κάτι που εκπλήσσει, αν σκεφτούμε ότι ο Τζέημς Γουάν παρέα με τον σεναριογράφο Λεν Γουάινελ, με το Saw (Σε βλέπω, 2004), δημιούργησε ένα never ending αιματηρό κινηματογραφικό σήριαλ. Το Insidious δεν βασίζεται στο αίμα και το splatter, όπως το Saw, αλλά επικεντρώνεται σε στοιχεία πιο τρομακτικά και ανατριχιαστικά. Έχοντας στο μυαλό μου το Saw περίμενα άφθονο αίμα, διαμελισμένα πτώματα και τον εντυπωσιασμό του exploitation cinema να βρίσκεται στο απόγειό του!
Η λογική από την οποία διέπεται η δομή του θρίλερ, είναι να οδηγεί τους θεατές στα όριά τους. Η αίσθηση της ασφάλειας που μπορεί να εμπνέει (;) η σκοτεινή αίθουσα και η αναπαυτική πολυθρόνα, δίνει τη δυνατότητα στους θεατές να εξερευνήσουν τα όρια της αντοχής της ψυχής τους απέναντι στην απειλή του αφύσικου, παραφυσικού, μεταφυσικού αλλά και της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης. Οι θεατές των θρίλερ «πονάνε χωρίς να πονάνε και υποφέρουν χωρίς να υποφέρουν!».
Τα συναισθήματα που πρέπει να μεταδίδει στους θεατές ένα επιτυχημένο θρίλερ είναι αυτά της ασφυξίας και της μανιώδους αγωνίας. Αγωνία η οποία οδηγεί τη θέαση σε μια κατάσταση αφόρητη και πιεστική. Η λέξη που ταιριάζει είναι «πολιορκία». Ο θεατής θα πρέπει να νιώθει «πολιορκημένος». Πολιορκημένος από ακατανόητες δυνάμεις της φύσης, του Υπερπέραν, του Απώτερου.
Δεν είναι τυχαία η επιτυχία του Saw. Πέρα από το φθηνό εντυπωσιασμό της «κόκκινης σάλτσας με μπόλικο κιμά», το μεταδιδόμενο συναίσθημα της πολιορκίας οδήγησε τους θεατές, ξανά και ξανά στις αίθουσες, κατά την προβολή των διάφορων φτηνών sequel του πρωτότυπου Saw.
Στο Insidious, ο Τζέημς Γουάν, με την βοήθεια των έγχορδων, σε ένα απειλητικά υποβλητικό soundtrack, τραβάει τον τρόμο και το σασπένς με ιδιαίτερα ανατριχιαστικές σκηνές, οι οποίες είτε λαμβάνουν χώρα μέσα στο σπίτι ή στο «Απώτερο»-ένα παράλληλο σύμπαν-όπου κυριαρχεί το σκοτάδι, το οποίο δεν είναι απόλυτο. Δεν είναι «αγνό». Είναι «μολυσμένο» με παγιδευμένες ψυχές-παράσιτα που επιζητούν απεγνωσμένα μια διέξοδο στον πραγματικό κόσμο. Ή στον κόσμο της δικής μας διάστασης. Ο Γουάν είναι αποτελεσματικός και καταφέρνει να δώσει ένα από τα καλύτερα-χαμηλού προϋπολογισμού-θρίλερ της τελευταίας δεκαετίας, εκμεταλλευόμενος το μεταφυσικό φαινόμενο ή τη θεωρία των αστρικών προβολών (κατά τη διάρκεια του ύπνου η ενσυνείδητη ψυχή εγκαταλείπει το σώμα-γνωστό ως «δοχείο»-και περιπλανάται στον αστρικό κόσμο παρατηρώντας και καταγράφοντας όλα όσα συμβαίνουν σε μια άλλη διάσταση).
Το Insidious (σημαίνει «δόλιο», «ύπουλο») συνθέτει την ιστορία με καίριες εναλλαγές του σκοτεινού έγχρωμου και του φωτεινού ασπρόμαυρου. Κάθε πλάνο περιέχει λεπτομέρειες, τις οποίες αρχικά ο θεατής μπορεί να τις προσπεράσει χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία, όμως στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι είναι πολύ σημαντικές για την εξέλιξη της ιστορίας.
Παρά την κοινότοπη ιδέα-δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις μια ταινία η οποία παρουσιάζει μια κλασική ιστορία φαντασμάτων ως πρωτότυπη-οι χαρακτήρες και οι ήρωες είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά και όχι «σχήματα» και προβλέψιμες καρικατούρες. Η καταγραφή της ψυχολογίας των ηρώων είναι σημαντική για τον Γουάν, αφού γνωρίζει πως μόνο έτσι θα ταυτιστούν οι θεατές μαζί τους.
Στο επίκεντρο βρίσκεται μια κλασική αμερικάνικη οικογένεια με όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά της εργαζόμενης μεσοαστικής τάξης. Ο σύζυγος είναι καθηγητής σε λύκειο και η σύζυγος είναι μουσικός, που όμως ποτέ δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί με την σύνθεση των τραγουδιών, αφού τον περισσότερο χρόνο της απορροφά η ενασχόληση με τις εργασίες του σπιτιού και το μεγάλωμα των παιδιών. Οι αλλαγές που υφίστανται οι προσωπικότητές τους κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της ιστορίας καταγράφονται από το Γουάν με λεπτομέρεια και πειστικότητα. Ο Γουάν βασίζεται στις ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζεύγους δίνοντας έμφαση στη Ρόουζ Μπερν, η οποία υποδύεται τη Ρενέ. Αποδίδει με εκφραστικότητα όλα όσα νιώθει κατά την διάρκεια της περιπέτειάς της. Απορία, αγάπη, παράπονο, πείσμα, φόβο, ανείπωτο τρόμο και τέλος απελπισία. Είναι συγκλονιστική στη σκηνή όπου δείχνει στο σύζυγό της το φρικτό ματωμένο αποτύπωμα στο σεντόνι από το κρεβάτι του Ντάλτον, λέγοντάς του ότι πλέον πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του, ομολογώντας έτσι την αδυναμία της να πολεμήσει μόνη της κάτι ακατανόητο κάτι «ανίερο». Εκπληκτική ηθοποιός που καταφέρνει να λάμψει ακόμα και μέσα από μια, σχεδόν exploitation, ταινία είδους.
Ο Πάτρικ Γουίλσον ενσαρκώνει τον Τζος με πειστικότητα και αυθεντικότητα. Ο Τζος, στην αρχή, είναι σχεδόν αδιάφορος και η εντύπωση που σχηματίζουν οι θεατές γι’ αυτόν είναι ότι είναι ένας τύπος που προτιμά να αποφεύγει τα δύσκολα αφήνοντας τη Ρενέ να τα βγάλει πέρα μόνη της. Στο δεύτερο μέρος της ταινίας αναδεικνύει τον πατρικό του ρόλο και τη «σκοτεινή» του ανάμειξη στην εξαφάνιση του Ντάλτον. Ενδιαφέροντες είναι οι δεύτεροι ρόλοι της ταινίας. Η-βετεράνος πλέον-Μπάρμπαρα Χέρσεϊ υποδύεται την μητέρα του Τζος, ενώ η μικρόσωμη καρατερίστα Λιν Σέι είναι το χαρισματικό μέντιουμ Ελίζ, η οποία αναλαμβάνει να βγάλει «τα κάστανα από τη φωτιά» ή την ψυχή του Ντάλτον από το σκοτεινό «Απώτερο». Οι δύο υπάλληλοί της-ντυμένοι σαν τους Άντρες με τα Μαύρα-εκτονώνουν την βαριά ατμόσφαιρα αγωνίας προσφέροντας παραπεμπτικό χιούμορ με την εκκεντρική τους συμπεριφορά. Μάλιστα, ο ένας από τους δύο είναι ο Λεν Γουάινελ σεναριογράφος της ταινίας και μόνιμος συνεργάτης του-Μαλαισιανής καταγωγής-Τζέημς Γουάν.
*Το φιλμ στοίχισε 1,5 εκατομμύριο δολάρια και η σοδειά του από το παγκόσμιο box office έχει ξεπεράσει τα 150 εκατομμύρια δολάρια! Ακολούθησαν τρεις συνέχειες, οι οποίες απλώς επαναλαμβάνουν την συνταγή της πρώτης.
Παγιδευμένη Ψυχή (Insidious, 2010)
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Γουάν
Ηθοποιοί: Πάτρικ Γουίλσον, Ρόουζ Μπερν, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ, Τάι Σίμπκινς, Άντριου Άστορ, Λεν Γουάινελ
Διάρκεια: 102΄