Το παιγνίδι της Μόλι: όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει…

Του Γιάννη Τοτονίδη

Λογική είναι η επιστήμη που μελετά συστηματικά το συμπερασμό. Πρωταρχικός της στόχος είναι να παράσχει τρόπους για να διακρίνουμε τους σωστούς τύπους συμπερασμού από τους λανθασμένους τύπους συμπερασμού. Επομένως, η πρακτική σπουδαιότητά της είναι  προφανής, αφού η λογική μας λέει πότε διαλογιζόμαστε σωστά ή πότε διαλογιζόμαστε εσφαλμένα. Το Πόκερ είναι ένα παιχνίδι ανθρώπων και ταυτόχρονα ένα παιχνίδι καταστάσεων. Ένα εγκεφαλικό παιχνίδι που χρησιμοποιεί τη Λογική προς ίδιον όφελος, αλλά και την κριτική ικανότητα. Πάνω από όλα όμως χρειάζεται και Τύχη. Στο «Παιχνίδι της Μόλι» τα παραπάνω στοιχεία αναμειγνύονται με το σκι, τη γονική καταπίεση και την ανάγκη ανεξαρτητοποίησης (με άμεση συνεπαγωγή το χρήμα). Πρόκειται για άλλη μία biopic movie της φετινής χρονιάς. Την αληθινή ιστορία της Μόλι Μπλουμ, κόρη πανεπιστημιακού καθηγητή ψυχολογίας, πρώην σκιέρ, η οποία βρέθηκε στην εθνική ομάδα των ΗΠΑ και σε ηλικία 20 ετών παραλίγο να μπει στην Ολυμπιακή ομάδα, αλλά λόγω τραυματισμού σταμάτησε να ασχολείται επαγγελματικά με το σκι. Οι στόχοι της ήταν να κερδίσει πρώτα μετάλλιο στους Ολυμπιακούς, μετά να τελειώσει τη Νομική Σχολή και στη συνέχεια να κάνει τη δική της επιχείρηση: ένα Ίδρυμα που θα αναδεικνύει τη γυναικεία καινοτομία. Αλλά, “όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει”!

Κάποτε ήσουν Τιτάνας στο βασίλειο των Θεών φτιαγμένος από ατσάλι και φωτιά.    Προκρούστης και Προμηθέας.

 

…Ώσπου η Ονειρόσκονη χάθηκε από το πρόσωπό σου, σα φύσηξε ο Άνεμος της Οδύνης κι ανακάλυψες πως είσαι μια σκιά.

Αυτήν την αναπάντεχη στροφή της ζωής της, βρισκόμενη ένα βήμα πριν από την απόγνωση, η Μόλι την αντιμετώπισε με στωικότητα. Συγκέντρωσε όλες τις ψυχικές αποταμιεύσεις της από κουράγιο και δύναμη και ξεκίνησε να εργάζεται μια φορά τη βδομάδα σερβίροντας ποτά σε ένα κλαμπ του Χόλιγουντ και τις υπόλοιπες μέρες ως υπάλληλος γραφείου σε έναν πελάτη που γνώρισε στο κλαμπ, τον Ντιν Κιθ. Ο Κιθ διοργάνωνε εβδομαδιαία παιχνίδια πόκερ σε δικής του επιλογής μέρη, είχε πελάτες μερικούς από τους διασημότερους και πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη και όριζε ο ίδιος το ελάχιστο ποσό που όφειλε να έχει όποιος ήθελε να παίξει στη λέσχη του. Ο Κιθ όμως ήταν πάρα πολύ κακός εργοδότης. Τόσο, όσο να ωθήσει τη Μόλι, της οποίας το μυαλό ήταν κοφτερό σα γιαπωνέζικη λεπίδα και η εργατικότητά της ξεπερνούσε ακόμη και των δούλων που είχαν κλέψει οι Αμερικάνοι από την Αφρική για να τους μαζεύουν τα βαμβάκια, να κάνει την απλή σκέψη: “μήπως όλο αυτό θα μπορούσα να το διαχειριστώ μόνη μου και να το εξελίξω προς το ποιοτικότερο”;

Σύντομα, η Μόλι έφθασε να διοργανώνει τα πιο αποκλειστικά και υψηλού ρίσκου παιχνίδια πόκερ επί μία δεκαετία, παίζοντας “τα ρέστα της” στο αμερικάνικο όνειρο με τους δικούς της όρους, κινούμενη διαρκώς μεν στα όρια της παρανομίας, προσπαθώντας δε να διατηρηθεί στη νόμιμη πλευρά. Με τον τρόπο αυτό μεταμορφώθηκε σε βασίλισσα του πόκερ, φιλοξενώντας κλειστούς αγώνες πόκερ με στοιχήματα εκατομμυρίων δολαρίων. Η λίστα με τους παίκτες της περιελάμβανε μεταξύ άλλων την αφρόκρεμα του Χόλιγουντ, ράπερ, δημοφιλείς αθλητές, μεγαλοεπιχειρηματίες και –χωρίς η ίδια να το ξέρει– τη Ρωσική μαφία. Ενώ όλα έδειχναν πως η Μόλι κρατούσε στα χέρια της Φλος Ρουαγιάλ, τελικά έπαθε αυτό που στο πόκερ ονομάζεται Bad Beat (όταν ένας παίχτης φαινομενικά κερδίζει, αλλά όταν ανοίξουν τα χαρτιά όλοι οι παίχτες εκείνος χάνει). Η τύχη της πήγε “πάσο” το 2013 και στις 5.06 τα χαράματα χτύπησαν την πόρτα της 17 πράκτορες του FBI για να τη συλλάβουν. Μοναδικός σύμμαχός της έγινε ο δικηγόρος υπεράσπισής της Τσάρλι Τζάφεϊ, ο οποίος προσπάθησε να πείσει τους ενόρκους πως η Μόλι δεν είναι μόνο όσα επιλεκτικά αναγράφουν οι “κίτρινες” εφημερίδες για εκείνη.

Διαβάστε   "Bring them Down": Christopher Abbott και Barry Keoghan σε ένα βίαιο και αιματηρό θρίλερ ενοχής και εκδίκησης με φόντο την Ιρλανδική επαρχία

Μια biopic movie που είδαμε πρόσφατα και απέσπασε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου (Άλισον Τζάνεϊ) είναι το «I, Tonya». Η Μόλι και η Τόνια, αν και δε γνωρίζονται, έχουν πολλά κοινά. Καταρχάς και οι δύο είναι γυναίκες. Κατά δεύτερον και οι δύο ασχολήθηκαν με τον αθλητισμό και πιο συγκεκριμένα με τον πάγο (η Μόλι ήταν σκιέρ και η Τόνια έκανε πατινάζ στον πάγο). Και οι δύο είχαν αυταρχικούς γονείς που τις πίεζαν στον πρωταθλητισμό (η μία τον πατέρα της και η άλλη τη μητέρα της). Και οι δύο έφτασαν πολύ κοντά στην παγκόσμια αναγνώριση, αλλά –για διαφορετικούς λόγους– τελικά δεν το κατάφεραν. Και οι δύο έμπλεξαν με το FBI. Και οι δύο δικάστηκαν. Και οι δύο ομολόγησαν την ενοχή τους. Και οι δύο έγραψαν βιβλίο, το οποίο γυρίστηκε ταινία. Ενώ, οι διαφορές τους ήταν μόνο δύο: η Μόλι δεν ήταν παντρεμένη και επίσης στο τέλος, όταν όλα της πάνε στραβά, ο πατέρας της τής συμπαραστέκεται, σε αντίθεση με τη μητέρα της Τόνια, η οποία προθυμοποιήθηκε στο FBI ακόμη και να φορέσει “κοριό” για να ενοχοποιήσει την κόρη της.

Ο 47χρονος –σήμερα– Άαρον Σόρκιν προσπάθησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 να ακολουθήσει την καριέρα του ηθοποιού, αλλά δεν ευδοκίμησε. Παράλληλα, για να συντηρηθεί, δούλευε ως σοφέρ και μπάρμαν. Μέχρι που κάποιο βράδυ στο σπίτι ενός φίλου του ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα μια γραφομηχανή IBM και από τότε ξεκίνησε το γράψιμο. Για να καταφέρει τα επόμενα χρόνια να καταξιωθεί ως ο πιο ακριβοπληρωμένος σεναριογράφος του Χόλιγουντ (αμείβεται πλέον με 4 εκατομμύρια δολάρια για κάθε σενάριο που υπογράφει). Γνώριμα στοιχεία των σεναρίων του αποτελούν οι μακροσκελείς, κοφτεροί, ταχύτατοι διάλογοί του, σε συνδυασμό με γρήγορες εναλλαγές εικόνων, δημιουργώντας το προσωπικό του στυλ γνωστό ως “walk and talk”.

Το πρώτο θεατρικό που έγραψε  και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη ήταν το δικαστικό δράμα «A Few Good Men» (1992) του Ρομπ Ράινερ, χαρίζοντας στον Τζακ Νίκολσον υποψηφιότητα για Όσκαρ Β΄ Ανδρικού ρόλου. Ακολούθησαν τα «Malice» (1993), «The American President» (1995), «Charlie Wilson`s War» (2007) του Μάικ Νίκολς –χαρίζοντας υποψηφιότητα για Όσκαρ Β΄ Ανδρικού ρόλου στον Φιλίπ Σέιμουρ Χόφμαν– το «Social Network» (2010) –με το οποίο κέρδισε ο ίδιος Όσκαρ Σεναρίου– το «Moneyball» (2011) –θέτοντάς τον πάλι υποψήφιο για Όσκαρ Σεναρίου– και το «Steve Jobs» (2015). Μετά από την 25χρονη εμπειρία του ως σεναριογράφος, υπογράφοντας σειρές και ταινίες αποσπώντας παράλληλα τόσες διακρίσεις, ήταν αναμενόμενο να καθίσει κάποια στιγμή και στη σκηνοθετική καρέκλα.

Έχοντας σκιαγραφήσει με την πένα του στιβαρές προσωπικότητες (Μαρκ Ζάκερμπεργκ, Στιβ Τζομπς), στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο «Molly’s Game» μας παρουσιάζει άλλη μια αντισυμβατική φιγούρα, πάντα του σύγχρονου αμερικάνικου ονείρου. Για πρώτη φορά τοποθετεί ως κεντρικό ήρωα μία γυναίκα, ενώ –όπως και στα προηγούμενα σενάριά του– βασίζεται και πάλι σε βιβλίο. Ο Σόρκιν επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία της ηρωίδας του με μη γραμμική χρονική αφήγηση και συνεχή flashback, επικουρούμενος από ένα ιλιγγιώδες μοντάζ που δίνει περιθώρια ανάσας μόνο κατά τις στιγμές του δικαστικού μέρους. Το voice-over παρομοιάζεται με μυδραλιοβόλο και απαιτείται έντονη εγρήγορση για να μη χαθείς στις λεκτικές ριπές του. Ο κόσμος της Μόλι είναι τόσο ιλουστρασιόν και βρίθει από υπερβάλλουσα σκανδαλοθηρία, ωθώντας σε να τον παρακολουθείς αχόρταγα και λαίμαργα. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης βέβαια ομολόγησε ότι έλαβε μερικές σκηνοθετικές συμβουλές από το φίλο του, Ντέιβιντ Φίντσερ.

Διαβάστε   Έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος συνθέτης Μισέλ Λεγκράν

Ο πολύστροφος σκηνοθέτης παρότι είναι ο ίδιος “Ντίλερ” δε μοιράζει καλά χαρτιά στη Μόλι του. “Ποντάρει” βέβαια στην προηγούμενη δουλειά του, αλλά δεν του βγαίνει “Φλος”, όπως πριν. Ίσως “Κέντα”, ίσως “Καρέ”. Δυστυχώς, δε φρόντισε να διαθέτει “Hole Cards” (τα κρυφά χαρτιά που έχει ο κάθε παίχτης), ώστε να “ρεφάρει”, ούτε του έκατσε “Nuts” (το καλύτερο δυνατό φύλλο που έχει ένας παίχτης και είναι σχεδόν αδύνατο να το κερδίσει οποιοδήποτε άλλο φύλλο). Η Μόλι είναι αποστειρωμένη σε σχέση με το σύμπαν που κινείται και δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες στο χαρακτήρα της. Ενώ περιτριγυρίζεται από δεκάδες άντρες, ενώ οδηγείται στα ναρκωτικά για να αυξήσει τις αντοχές της, ώστε να παραμένει ξύπνια και να βγάζει περισσότερα χρήματα, εντούτοις σε όλη την ταινία δεν υπάρχει η παραμικρή υποψία σεξ. Ούτε καν κάποιος παιδικός, εφηβικός, νεανικός έρωτας ή κάποιο ερωτικό παραστράτημα. Απολύτως τίποτε. Σωστά ο Σόρκιν ακολουθεί πιστά τη δυσκολία της να μην καταδώσει ποτέ τα ονόματα των πελατών της, αλλά δείχνει μία σαφή κλίση προς τη μεριά της, αντί να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα. Τελικά, το φως που ρίχνει στην ηρωίδα του, αντί να τη φωτίσει περισσότερο, καταλήγει να μεγαλώσει τη σκιά της.

 

Molly’s Game

Σκηνοθεσία: Άαρον Σόρκιν

Ηθοποιοί: Τζέσικα Τσαστέιν, Ίντρις Έλμπα, Κέβιν Κόστνερ, Μάικλ Σέρα

Διάρκεια: 140΄

 

* Ο Γιάννης Τοτονίδης από μικρός αρέσκονταν στις εκρήξεις. Για να γλιτώσουν οι γονείς του την ανατίναξη του σπιτιού τους, τον έπεισαν να σπουδάσει Χημικός (απόφοιτος του Α.Π.Θ.). Η “εκρηκτικότητα” του ψυχισμού του τον ώθησε να ασχοληθεί με την 7η Τέχνη. Έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ), μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Σκηνοθετών (F.E.R.A.), μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Πρόσφατα έγινε και μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Στο παρελθόν υπήρξε Μουσικός Παραγωγός και Επιμελητής Κινηματογραφικών Εκπομπών, καθώς επίσης και Τηλεοπτικός Παρουσιαστής Κινηματογραφικών Εκπομπών. Τελευταία πειραματίζεται με τη μαγειρική και προκαλεί μόνο γαστρονομικές εκρήξεις.

 

Διαβάστε   Το Αυτό: Κεφάλαιο 2