“Μ – ο Δράκος του Ντίσελντορφ”: Η πρώτη ταινία για serial killer!

Βερολίνο, αρχές 1930. Η τοπική κοινωνία αναστατώνεται από την ύπαρξη ενός τρομακτικού σίριαλ κίλερ, που σκοτώνει μόνο παιδιά. Ο «δράκος» αυτός, καταφέρνει και ξεφεύγει συνέχεια και ο αριθμός των παιδιών που εξαφανίζονται μεγαλώνει. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιος μπορεί να είναι αλλά ο δολοφόνος έχει ένα χαρακτηριστικό: σφυρίζει πάντα έναν συγκεκριμένο σκοπό από ένα κομμάτι κλασικής μουσικής… Στο μεταξύ, η υποψία πλανάται στον αέρα και οι άνθρωποι ψάχνουν ανάμεσά τους τον στυγνό δολοφόνο. Η αστυνομία κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να εντοπίσει τον δολοφόνο, φρουρεί κάθε δρόμο και ερευνά τις συνοικίες σπιθαμή προς σπιθαμή. Παράλληλα, ο υπόκοσμος της περιοχής αποφασίζει να αναλάβει δράση! Οι μικροκακοποιοί και οι κλέφτες, δυσανασχετούν με τη βαριά αστυνόμευση της περιοχής, που δεν τους επιτρέπει πια να κάνουν τις απατεωνιές τους, και αποφασίζουν να βρουν αυτοί μόνοι τους τον σίριαλ κίλερ και να δώσουν ένα τέλος σε όλο αυτό. Συνεννοούνται με τους ζητιάνους των δρόμων, που κυκλοφορούν παντού χωρίς να τους υποψιάζεται κανείς, και τους αναθέτουν το έργο να κατασκοπεύουν στους δρόμους για να ανακαλύψουν τον απεχθή εγκληματία. Πράγματι, σύντομα ο δολοφόνος προδίδεται από τον μουσικό σκοπό που σφυρίζει, τον οποίο αναγνωρίζει ένας τυφλός ζητιάνος. Ο δολοφόνος πέφτει στα χέρια των κακοποιών, οι οποίοι τον πάνε σε ένα λαϊκό δικαστήριο δικό τους, με σκοπό την αυτοδικία…

 

 

Του Siegfried Kracaouer

Ο Φριτς Λανγκ μου είπε ότι το 1930, πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα του «Μ» εμφανίστηκε ένα μικρό άρθρο στον Τύπο, που ανήγγειλε τον προσωρινό τίτλο της νέας του ταινίας, «Ένας δολοφόνος ανάμεσά μας». Σύντομα έλαβε πολυάριθμα απειλητικά γράμματα και, ακόμα χειρότερα, του αρνήθηκαν ωμά την άδεια να χρησιμοποιήσει το στούντιο Staaken για την ταινία του. «Αλλά γιατί αυτή η ακατανόητη συνωμοσία ενάντια σε μια ταινία για έναν δολοφόνο παιδιών στο Ντίσελντορφ, τον Κούρτεν;» ρώτησε ο Λανγκ απελπισμένα τον παραγωγό του στούντιο. Εκείνος του απάντησε «Α, κατάλαβα». Έλαμψε με ανακούφιση και παρέδωσε τα κλειδιά του Staaken. Και ο Λανγκ κατάλαβε επίσης. Ενώ τσακωνόταν με τον άντρα, είχε πιάσει το γιακά του και έπεσε η ματιά του στα εμβλήματα των Ναζί στο πέτο. «Ένας δολοφόνος ανάμεσά μας»: το Ναζιστικό Κόμμα φοβόταν μήπως εκτεθεί. Εκείνη τη μέρα, πρόσθεσε ο Λανγκ, ενηλικιώθηκε πολιτικά.»
«Εδώ η Τέα Φον Χάρμπου δανείζεται ένα μοτίβο από την «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ: η συμμορία των κακοποιών επιστρατεύει τη βοήθεια της ένωσης των ζητιάνων, μετατρέποντας τη συνδρομή τους σε ένα δίκτυο διακριτικών ανιχνευτών. Αν και η αστυνομία στο μεταξύ αναγνωρίζει τον δολοφόνο ως έναν πρώην τρόφιμο τρελοκομείου, οι κακοποιοί, με τη βοήθεια ενός τυφλού ζητιάνου, κλέβουν την παράσταση από τους αστυνομικούς επιθεωρητές. Το βράδυ, κάνουν διάρρηξη στο γραφείο ενός κτιρίου όπου έχει βρει καταφύγιο ο καταζητούμενος, τον τραβάνε έξω από την ξύλινη σοφίτα κάτω από την οροφή, τον σέρνουν σε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο και κάνουν ένα αυτοσχέδιο «δικαστήριο», όπου τελικά βγάζουν καταδικαστική απόφαση.»
«Έχοντας κυκλοφορήσει το 1931, αυτή η κινηματογραφική παραγωγή είχε ενθουσιώδη υποδοχή παντού. Το «Μ» φτάνει το επίπεδο των προηγούμενων ταινιών του, «Destiny» και «Nebelungen» και ακόμα περισσότερο το ξεπερνάει σε δεξιοτεχνία. Για να αυξήσει την ντοκιμαντερίστικη αξία της ταινίας του, εισάγει εικονογραφημένες αναφορές από σύγχρονες αστυνομικές διαδικασίες, τόσο επιδέξια, που μοιάζουν σαν να είναι μέρος της δράσης. Ευφυές παράλληλο μοντάζ συνυφαίνει το περιβάλλον της αστυνομίας με αυτό του υποκόσμου: την ώρα που οι αρχηγοί των συμμοριών συζητούν τα σχέδιά τους, και οι ειδικοί της αστυνομίας κάνουν συνεδρίαση επίσης, και αυτές οι δύο συναντήσεις παραλληλίζονται με συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα τους, που δημιουργούν μια υποβόσκουσα σύνδεση μεταξύ τους.»
«Το πραγματικό επίκεντρο της ταινίας είναι ο ίδιος ο δολοφόνος. Ο Πέτερ Λόρε τον ενσαρκώνει ασύγκριτα ως έναν κάπως παιδαριώδη μικροαστό, που τρώει μήλα στο δρόμο και που δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί ότι θα πείραζε μια μύγα. Η σπιτονοικοκυρά του, όταν τη ρωτά η αστυνομία, περιγράφει τον νοικάρη της ως ήσυχο και καθωσπρέπει άνθρωπο.
Επίσης, ένα έξυπνο οπτικό τέχνασμα βοηθά στο να φανούν οι νοσηρές του τάσεις. Σε τρεις διαφορετικές περιστάσεις, εικόνες ακίνητων αντικειμένων περιστοιχίζουν τον δολοφόνο, σε σημείο να μοιάζουν σαν να τον καταπίνουν: Όταν στέκεται μπροστά από ένα μαγαζί με κουζινικά, φωτογραφίζεται με τέτοιο τρόπο που το πρόσωπό του φαίνεται μέσα σε μια ρομβοειδή αντανάκλαση αστραφτερών μαχαιριών. Όταν κάθεται στη βεράντα μιας καφετέριας πίσω από μια πέργκολα με κισσούς, με τα μάγουλά του να λάμπουν μέσα από το φύλλωμα, υποβαλλόμαστε στην ιδέα ότι πρόκειται για ένα αρπαχτικό κτήνος που παραμονεύει στη ζούγκλα. Τέλος, όταν έχει παγιδευτεί στην ξύλινη σοφίτα, δύσκολα τον ξεχωρίζεις από τα ανάκατα συντρίμμια πίσω από τα οποία προσπαθεί να ξεφύγει από τους διώκτες του. Εφόσον σε πολλές γερμανικές ταινίες η κυριαρχία βουβών αντικειμένων συμβολίζει την άνοδο παράλογων δυνάμεων, αυτά τα τρία πλάνα μπορούμε να πούμε ότι ορίζουν τον δολοφόνο ως αιχμάλωτο ανεξέλεγκτων ενστίκτων. Οι κακές παρορμήσεις τον καταλαμβάνουν με τον ίδιο τρόπο που τα διάφορα αντικείμενα στριμώχνουν την κινηματογραφική του εικόνα.»
«(ο δολοφόνος) είναι άμεσος απόγονος του υπνοβάτη Τσέζαρε (σ.σ. από το «εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι»). Όπως ο Τσέζαρε, έτσι κι αυτός νιώθει τον καταναγκασμό να σκοτώνει. Αλλά, ενώ ο υπνοβάτης ασυνείδητα παραδίνεται στην ανώτερη ισχυρή θέληση του Δρ. Καλιγκάρι, ο δολοφόνος παιδιών υποτάσσεται στις δικές του παθολογικές παρορμήσεις και επιπλέον έχει πλήρη γνώση της αναγκαστικής του υποταγής.»
«Αυτός ο εκμοντερνισμένος Τσέζαρε είναι δολοφόνος γιατί υποτάσσεται στον φαντασιακό Καλιγκάρι μέσα του. Η φυσική του παρουσία μας δίνει την εντύπωση της απόλυτης ανωριμότητάς του, μιας ανωριμότητας που εξηγεί την αλματώδη ανάπτυξη των φονικών του ενστίκτων.

 

Διαβάστε   59ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Ρέι και Λιζ (κριτική)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ

-Ο Φριτς Λανγκ επιβεβαίωσε ότι χρησιμοποίησε αληθινούς εγκληματίες ως κομπάρσους στη σκηνή του δικαστηρίου. Μάλιστα, σύμφωνα με τον βιογράφο του, Πολ Τζένσεν, 24 τέτοιοι κομπάρσοι συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

-Ο Φριτς Λανγκ είχε δηλώσει ότι από όλες τις ταινίες του, αυτή ήταν η αγαπημένη του.

-Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε 6 μόνο εβδομάδες.

-Έχει επιλεχτεί ως η πιο σημαντική γερμανική ταινία όλων των εποχών, από τη Ένωση Γερμανικών Ταινιοθηκών

-Η χρήση του voiceover (αφήγηση πάνω σε πλάνο χωρίς να φαίνεται ποιος μιλάει) ήταν μια πρωτοποριακή νέα τεχνική εκείνη την εποχή.

-Ο τίτλος «Μ» σημαίνει Mörder, που σημαίνει στα γερμανικά «Δολοφόνος».

-Η ταινία είναι βασισμένη σε ένα άρθρο που είχε διαβάσει ο Φριτς Λανγκ για τον σίριαλ κίλερ Πέτερ Κούρτεν από το Ντίσελντορφ. Έχουν αλλάξει αρκετά στοιχεία αλλά κάποια ομοιότητα παραμένει.

-Η πρώτη ομιλούσα ταινία του Φριτς Λανγκ

-Το σφύριγμα του μουσικού σκοπού που ακούγεται στην ταινία, που υποτίθεται το κάνει ο Πέτερ Λόρε, στο ρόλο του δολοφόνου, στην πραγματικότητα είναι του Φριτς Λανγκ, μια και ο Λόρε δεν μπορούσε να σφυρίξει.

-Η ταινία έκανε πρεμιέρα το 1931 και απαγορεύτηκε το 1934. Από τότε είχε παραμείνει θαμμένη σε κάποιο αρχείο για πολλά χρόνια και το κοινό δεν είχε την ευκαιρία να την δει παρά μόνο από το 1966 και έπειτα.

 

 

Μ – ο Δράκος του Ντίσελντορφ (M – Eine Stadt sucht einen Mörder, 1931)

Σκηνοθεσία: Φριτς Λανγκ

Ηθοποιοί: Πίτερ Λόρε, Έλεν Γουίντμαν, Ίνγκε Λάντκουτ

Διάρκεια: 111΄

Η ταινία επανεκδόθηκε από την εταιρεία New Star στις 5/9/2019

 

Διαβάστε   Πολ Τόμας Άντερσον και Ντάνιελ Ντέι-Λούις: όταν η μόδα γίνεται σινεματική έμπνευση...