“Θα ξανανταμώσουμε στον δρόμο”: Η ποιητική του νοήματος στο “Nomadland”

Γράφει η Δρ. Βασιλική Παπαγεωργίου, Εθνολόγος- Κοιν. Ανθρωπολόγος

Το Nomadland τοποθετείται σε μια Αμερική που η οικονομία της Amazon κυριαρχεί ενώ τροφοδοτείται από φτηνά και ευέλικτα εργατικά χέρια. Ανάμεσα σε αυτά,  υπάρχει και ένα δυναμικό περιστασιακά απασχολούμενων, που αποτελείται από τους σχεδόν ηλικιωμένους απόμαχους της ζωής, στις παρυφές της μετάβασης στη σύνταξη, που  αδυνατούν  να καλύψουν τις απαιτήσεις μιας εδραίας, τακτοποιημένης ζωής.

Όμως το Nomadland ανεπαίσθητα αγγίζει τις πολιτικές όψεις μιας εξαθλιωμένης κοινωνίας που παράγει απόκληρους. Κάποιους σαν τους νομάδες σε βανάκια και μικρά τροχόσπιτα, που ζουν σε ταπεινά σημεία καταυλισμών χωμένων στην αμερικανική έρημο, σε ένα τοπίο που απλόχερα χαρίζεται στο βλέμμα.

Αυτοί, λοιπόν, είναι οι ήρωες της ταινίας Nomadland. Σχεδόν ηλικιωμένοι, διανύοντας λίγο-πολύ την έβδομη ή και την όγδοη δεκαετία τους, έχουν βιώσει τον πόνο και την απώλεια, την ασθένεια και το φόβο του θανάτου, την ιδέα της αυτοκτονίας. Σπρώχνονται στην αστεγία διαμένοντας σε κοινότητες καταυλισμών για περιπλανώμενους όπου μοιράζονται μία κοινή ζωή. Κάνουν συνήθως διάφορες δουλειές που βρίσκουν περιστασιακά ή εποχικά ώστε οριακά να βιοπορίζονται.

Το θέμα των απόκληρων δουλεύεται σχεδόν ως road movie στο Nomadland. Όχι για να εξωραΐσει, να αναβαθμίσει αισθητικά τη φτώχεια. Αλλά για να ανταποδώσει στη μιζέρια,  με ένα ντοκουνταρίστικο ύφος εθνογραφικής καταγραφής, την  ψυχή των ηρώων, τον εσώτερο “εαυτό” που (αντι-)στέκεται μπροστά στην  απαξίωση και αποξένωση της “πτώσης”.

Η ενδοσκόπηση, το ξεδίπλωμα δηλαδή του εσωτερικού κόσμου αυτών των νομάδων, είναι  βασική στην αφηγηματική γλώσσα της ταινίας. Τα πλάνα εστιάζουν στο βλέμμα που αγγίζει τρυφερά  τις εικόνες, δένεται με πρόσωπα και πράγματα, ανακαλεί τη μνήμη που τυρρανικά, μαζί  και λυτρωτικά,  “κουβαλούν” οι ήρωες ως το τέλος του βίου τους. Αυτή η μνήμη είναι το δικό τους προσωπικό νόημα, αποτελεί το “σπίτι”, τον οικείο τόπο, για τους κατοίκους της “χώρας των νομάδων”.

Διαβάστε   Έφυγε από τη ζωή ο κριτικός κινηματογράφου Δημήτρης Χαρίτος

Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η 62χρονη Φερν, (Φράνσις ΜακΝτόρμαντ),  εγκαταλείπει τo μικρό οικισμό  Empire στη Νεβάδα, όπου έζησε ως το θάνατο του αγαπημένου της συζύγου, αφού  χάνει και τη δουλειά της με το κλείσιμο του τοπικού εργοστασίου λόγω της οικονομικής κρίσης. Με την αίσθηση ότι δεν υπάρχει πλέον νόημα στη ζωή της εκεί, αποφασίζει  να γίνει μία περιπλανώμενη νομάς.  Με ένα βαν που αγοράζει πουλώντας τα υπάρχοντά της, ξεκινάει το ταξίδι της στην ενδοχώρα, σχεδιάζοντας να βρίσκει κατάλυμα σε καταυλισμούς, και κάποια απασχόληση για να τα βγάζει πέρα.

Ο κόσμος όμως  που συναντά διασχίζοντας τις πολιτείες, είναι ξανά και ξανά “ο ίδιος”, γιατί τον “βλέπει” μέσα από τις δικές της εικόνες, σημασίες, αισθήματα. Γνωρίζει, συνομιλεί, αγκαλιάζει, κοιτάζει, αγαπά και πονά με τον ίδιο τρόπο. Δεν αισθάνεται “ξένη”. Αναζητά και πλάθει το νόημα της ζωής, το προσωπικό της νόημα. Κουβαλάει στο βανάκι το σπιτικό της, όπου με αφοσίωση έχει συγκεντρώσει τα πιο πολύτιμα πράγματά της, όλα  θύμησες του παρελθόντος: όπως τα πιάτα με το σχέδιο “φθινοπωρινά φύλλα”, δώρο από τον πατέρα της, ή το κουτί με τα ψαρικά του άντρα της, ή παλιές φωτογραφίες και ενθύμια.

Η συγκλονιστική Σουάνκι, μία από τις ξεχωριστές ηρωίδες του καταυλισμού της Αριζόνα,  μιλάει κι αυτή για τα πολύτιμα πράγματά της, μοιράζοντάς τα ως δώρα στους αγαπημένους φίλους λίγο πριν εγκαταλείψει τον επίγειο κόσμο στα 75 της, εξαιτίας του καρκίνου που την έχει προσβάλει. Σε μία από τις πιο όμορφες και συγκινητικές σκηνές της ταινίας, αυτοί, καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, τιμούν τη μνήμη της πετώντας στις φλόγες τις πέτρες που τόσο λάτρευε. Και αποχαιρετούν τη Σουάνκι, που γέμισε η ζωή της από όμορφες εικόνες όπως «μια οικογένεια ελαφιών σε ποταμό στο Αϊντάχο», με μια υπόσχεση: «θα ξανανταμώσουμε στο δρόμο»…

Διαβάστε   O "Μάκβεθ" του Όρσον Γουέλς σε επανέκδοση

Η ταινία δεν είναι περί της καπιταλιστικής εξαθλίωσης με έναν σκόπιμα κραυγαλέο τρόπο. Δε θα συναντήσουμε παρά ελάχιστες πολιτικές και κριτικές αναφορές σε αυτή τη σκληρή πραγματικότητα της οικονομικής ύφεσης που ακολούθησε από την κρίση του 2008 και μετά. Αλλά το πολιτικό στοιχείο ενυπάρχει υπαινικτικά. Το διαισθανόμαστε στην ιδέα της Amazon, που το κτίριο με το λογότυπό της σε δυο φευγαλέα πλάνα της ταινίας μόνο σαν τοπόσημο της καπιταλιστικής εδραίωσης μπορούμε να το δούμε.  Το αφουγκραζόμαστε, στο άκουσμα των ελάχιστων λόγων οργής της πρωταγωνίστριας, για το real estate που καταχρεώνει τα υποψήφια θύματά του, ενδεχομένως αμερικανούς της μεσαίας τάξης, μέχρις ότου αυτά δεν μπορούν να αντέξουν τα υπέρογκα κόστη μιας πολυτελούς κατοικίας που ονειρεύονταν.  Μας μεταφέρεται ως μήνυμα στα λόγια του σπουδαίου Μπομπ Γουέλς (πρόκειται για πραγματικό πρόσωπο) πρωταγωνιστή – οργανωτή και εμψυχωτή–  του καταυλισμού της Αριζόνα: «Αν η κοινωνία μας πετάει, εμείς πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας».

Η βραβευμένη πλέον και με το φετινό Όσκαρ σκηνοθέτιδα Chloé Zhao μεταπλάθει κινηματογραφικά το βιβλίο Nomadland: Surviving America in the 21st Century (H Χώρα των Νομάδων: Επιβιώνοντας στην Αμερική του 21ου Αιώνα) της Jessica Bruder.  Αξιοποιεί την ιδέα του “περιθωρίου” που με πολλαπλούς τρόπους έχουμε δει διαχρονικά να αναπτύσσεται σε διαφορετικά πολιτισμικά κείμενα (κινηματογράφος, λογοτεχνία κ.α.), σε μια ορισμένη εκδοχή της: την αναπαριστά δηλαδή ως κοινότητα αλληλεγγύης, –οι νομάδες των καταυλισμών– που αντλεί δύναμη από ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας ρητό και άρρητο, υπερβαίνοντας με μια διακριτική αξιοπρέπεια τη μιζέρια της μετάπτωσης στο περιθώριο.

Απλοί και ασήμαντοι οι ηλικιωμένοι ήρωες της χώρας των νομάδων. Ο κόσμος τους όμως είναι πολιτισμικά πλούσιος και γεμάτος. Έχουν δει τα χελιδόνια που φτερουγίζουν ευτυχισμένα στον ουρανό ή τα ελάφια στο ποτάμι στο Αιντάχο. Είναι γεμάτοι με μια φλογερή επιθυμία, μια λαχτάρα για ζωή που παλεύει ασταμάτητα να νικηθεί από την αρρώστια, το θάνατο, την ανέχεια, τη στέρηση, καθώς παρασύρονται  στην πτώση. Επιβιώνοντας στις παρυφές ενός κράτους που δεν παρέχει κανένα δίκτυο συλλογικής προστασίας, και για το οποίο δεν αναγνωρίζονται ως πρόσωπα που η ζωή και ο θάνατός τους μετράει, με μια βαθιά τρυφερότητα και αφοσίωση αναζητούν την  ουσιαστική ανθρώπινη επαφή για να μοιραστούν εικόνες και λόγια, ιστορίες και συναισθήματα, ποίηση…

Διαβάστε   Άνθρωποι και τέρατα στην «Ομίχλη»…

«…Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν,

οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους»

(από το Σονέτο 18 του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ –απαγγέλλεται από τη Φερν σε κάποια σκηνή της ταινίας)