Tου Γιάννη Τοτονίδη
Η Μουσική εξ απαλών ονύχων περιέκλειε μια Δύναμη, πολύ εκρηκτικότερη από της Ατομικής Ενέργειας. Ποτέ δεν ήταν μόνο κάποιες σκόρπιες νότες ή κάποιες σκόρπιες λέξεις σε στίχους ή κάποιες εκκεντρικές κινήσεις στη σκηνή. Ήταν είναι και θα είναι ΠΑΝΤΑ κάτι περισσότερο από όλα αυτά μαζί: μια Επανάσταση. Πρωτεργάτες αυτής της Επανάστασης θεωρούνται οι Μουσικοί και συνοδοιπόροι στο όραμά τους είναι το Κοινό. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται το ονομαζόμενο Μουσικό Ρεύμα που εμπεριέχει συγκεκριμένο τρόπο ζωής, σκέψης, πράξης. Στη ροκ μουσική αυτό γιγαντώθηκε, απέκτησε ισχυρούς δεσμούς, κυοφόρησε μια εμμονική σχέση μεταξύ μουσικού και κοινού, έφτασε στα όρια της λατρείας και της παράνοιας και τελικά χαρακτηρίστηκε Κίνημα.
Ξεφυλλίζοντας τις ωχρές σελίδες της Ιστορίας της ροκ μουσικής συχνά διαπιστώνεται ότι εκεί προβάλλονται κατά διαστήματα ιστορίες μουσικών που αν και έζησαν ελάχιστα, τα βιώματά τους καλύπτουν μεγάλα κεφάλαια. Άλλοτε εξαιτίας του τρόπου σκέψης τους, άλλοτε εξαιτίας του τρόπου και στάσης ζωής τους και άλλοτε εξαιτίας της καινοτόμου μουσικής που εισήγαγαν. Ένα τεράστιο κεφάλαιο στο βιβλίο αυτό είναι και η ιστορία των Queen και του Φρέντι Μέρκιουρι.
Η συγγραφή μιας βιογραφίας προϋποθέτει γραμμική αφήγηση ιχνηλατώντας το Χωροχρόνο. Μπορεί να περιέχει όσο περισσότερα στοιχεία δύναται να διασταυρωθούν, ενώ δεν υπάρχει περιοριστικός όρος στο συνολικό αριθμό των σελίδων. Η μετατροπή, όμως, ενός βιβλίου-βιογραφία σε σενάριο είναι περιοριστική και επιλεκτική. Η έκταση οριοθετείται και σταχυολογούνται τα γεγονότα. Από την άλλη, ο Χωροχρόνος έχει τη δυνατότητα να γίνει εύκαμπτος, επιτρέπεται το πρωθύστερο και γενικά η τράπουλα των γεγονότων να ανακατευτεί με διάφορους τρόπους. Όταν μάλιστα αυτό το σενάριο πρόκειται να μετατραπεί σε εικόνες για τις ανάγκες μιας μουσικής ταινίας, τότε εκείνο που προέχει είναι όχι τόσο η ακριβής αποτύπωση του Χωροχρόνου, όσο η καθήλωση και η ψυχική ανάταση του θεατή.
Who wants to live for ever
Who dares to love forever
Who waits forever anyway
Η ταινία για τη ζωή του Φαρόκ Μπουλσάρα, ενός πρόσφυγα από τη Ζανζιβάρη (αφρικανικό νησί που κάποτε ήταν βρετανική αποικία και σήμερα μέρος της Τανζανίας), που έγινε γνωστός ως ο εκκεντρικός, πολυδιάστατος τραγουδιστής και ηγέτης των Queen, Φρέντι Μέρκιουρι, ακολουθεί ακριβώς αυτήν την ανατρεπτική δομή. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να χωρέσουν όλα τα σημαντικά γεγονότα που στιγμάτισαν αυτήν τη θρυλική μπάντα μέσα σε ελαφρώς περισσότερες από δύο ώρες. Αν με ρωτήσετε “πρόκειται για μια ταινία των Queen ή του Φρέντι Μέρκιουρι;” θα σας απαντήσω απλά “διαβάστε τον τίτλο”. Γιατί, όπως είπε και η Μπέττυ, δε μπορούσε να δοθεί πιο εύστοχος από αυτόν που της δόθηκε: «Μποέμικη Ραψωδία». Ή «Η Ραψωδία ενός Μποέμ».
Όπως φαίνεται από την ταινία, αλλά και όπως συνέβη στην πραγματικότητα, ο Φρέντι Μέρκιουρι ήταν ένας μποέμ, μη συμβατικός καλλιτέχνης που δεν αγωνιούσε για τη φροντίδα και τη σκέψη της επαύριον, ακολουθώντας το περιβόητο μότο της μυθολογίας του Rock’ n’ Roll “live fast, die young”. Ζούσε ενάντια στους κανόνες και τις κοινωνικές συμβάσεις. Αδιαφορούσε για την κριτική του περίγυρού του και αντί να θυμώνει, εμπνεόταν και έγραφε στίχους. Αδιαφορούσε αν ήταν διάσημος και αντί να αλλάζει τις γυναίκες καθημερινά, είχε μια σταθερή σχέση με τη Μαίρη Όστιν. Αδιαφορούσε για την clean cut εικόνα του και αντί να διορθώσει τα δόντια του, τα άφησε όπως ήταν. Αδιαφορούσε για το αν το ντύσιμό του ήταν υπερβολικό και χρησιμοποιούσε μια αντισυμβατική ενδυματολογική εικόνα για ένα ροκ front man. Αδιαφορούσε για το αν ήταν μια ροκ μπάντα και αντί να μείνει σταθερός στα hard rock riff, πειραματίστηκε με διάφορα μουσικά είδη. Ακόμη και όταν ανακάλυψε τη σεξουαλικότητά του, αδιαφορούσε για τα σχόλια των άλλων -απλών ανθρώπων ή και δημοσιογράφων- ακολουθώντας τον Πόθο του και πληρώνοντάς το -δυστυχώς- με την ίδια του τη ζωή.
Η ταινία στρογγυλοποιεί το χρονικό διάστημα που έλαμψε το βρετανικό γκρουπ, εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο, ώστε να αφηγηθεί περισσότερα συμβάντα στοχεύοντας στα πιο σημαντικά. Είναι λογικό πως, αν ήθελαν οι παραγωγοί να καλύψουν τα βασικότερα όλων, θα έπρεπε η διάρκεια να αγγίξει τουλάχιστον τις 4 με 5 ώρες. Επομένως, πολλά από αυτά “πειράζονται” δραματικά προκειμένου να συμπυκνωθεί η στάση τους απέναντι στη μουσική βιομηχανία, αλλά και οι μεταξύ τους σχέσεις, ο ρόλος του ροκ frontman κυριαρχεί και οι υπόλοιποι χαρακτήρες μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, χωρίς βέβαια να υστερούν σε ερμηνείες.
Κάτι ανάλογο επιχείρησαν οι συντελεστές του «Mary Shelley», αλλά εκεί απέτυχαν να αποδώσουν την Ατμόσφαιρα, το Πάθος και τη Δύναμη που διέπνεε την προσωπικότητα που αφηγούνταν. Αντίθετα, αυτή η «Ραψωδία», παρότι “υιοθετήθηκε” από δύο “πατέρες” (χωρίς να είναι ευδιάκριτα τα όρια του ενός σκηνοθέτη από του άλλου), διαθέτει ένταση, παλμό, συναίσθημα, δράμα, ίντριγκες, συγκρούσεις, σκάνδαλα. Αποφεύγεται η αγιοποίηση του Φρέντι και παρουσιάζεται γυμνός, όπως ήταν. Τόσο ο έκλυτος βίος του, όσο και ο περίγυρος από κακές επιρροές περιγράφονται διακριτικά μεν, αλλά σθεναρά. Για να τσαλακωθεί η εικόνα του μάλιστα, του προσδίδεται ο χωρισμός της μπάντας προκειμένου να καρπωθεί προσωπική καριέρα, ενώ είναι γνωστό ότι οι Queen ποτέ δε χώρισαν και συχνά ο καθένας ακολουθούσε solo άλμπουμ, στα οποία μάλιστα συμμετείχαν τα υπόλοιπα μέλη με τον ένα ή τον άλλον τρόπο (ο Τέιλορ ήταν το πρώτο μέλος που κυκλοφόρησε προσωπικό του δίσκο, το 1981, με τίτλο “Fun in Space”).
Στη «Ραψωδία», όπου εναλλάσσονται το δράμα, η μουσική και το κωμικό στοιχείο, παρακολουθούμε συνοπτικά τη ραγδαία άνοδο των Queen μέσα από τα εμβληματικά τραγούδια, τον επαναστατικό ήχο και τις πρωτοποριακές συνθέσεις τους. Η άνοδος και η πτώση του γκρουπ, ο extreme τρόπος ζωής του τραγουδιστή, η επανένωσή τους, η διάγνωση του Μέρκιουρι ως φορέα του AIDS και η παρουσία τους στη συγκλονιστική συναυλία «Live Aid» στις 13 Ιουλίου του 1985 που διοργάνωσε ο Μπομπ Γκέλντοφ, με σκοπό να μαζευτούν χρήματα για την αντιμετώπιση της ξηρασίας και της πείνας στην Αιθιοπία. Για τη συγκεκριμένη σκηνή κατασκευάστηκε αντίγραφο του σταδίου και χρειάστηκαν πολλές κάμερες ταυτόχρονα.
Η συναυλία αυτή ήταν διπλή. Πραγματοποιήθηκε και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, στο Wembley και στο John F. Kennedy Stadium της Φιλαδέλφεια, αλλάζοντας την ιστορία και το ρόλο της μουσικής, συγκεντρώνοντας την παγκόσμια προσοχή, αφού την παρακολούθησαν 1,5 δισεκατομμύριο άνθρωποι (περίπου το 95% των τηλεθεατών του πλανήτη). Μεταξύ άλλων έπαιξαν αφιλοκερδώς οι Status Quo, Phil Collins, Joan Baez, Elvis Costello, Black Sabbath, Sting, Judas Priest, Bryan Ferry, U2, David Bowie, Elton John, Eric Clapton, Santana, Paul McCartney, David Bowie, Pete Townsend, Allison Moyet, Βob Geldof, Bryan Adams, Madonna, Bob Dylan, Keith Richards και Ron Wood. Η πιο εντυπωσιακή όμως εμφάνιση ήταν των Queen, παρότι ο γιατρός είχε δώσει εντολή στον Μέρκιουρι να μην καταπονήσει τη φωνή του. Η επικοινωνία του με το κοινό ήταν τέτοια που έγραψε μια από τις πιο ιστορικές στιγμές της μουσικής. Η συγκεκριμένη εμφάνιση ψηφίστηκε από 60 καλλιτέχνες, δημοσιογράφους και άλλους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας, ως η καλύτερη ζωντανή εμφάνιση στην ιστορία της ροκ μουσικής. Ίσως, γι’ αυτό αποφάσισαν να ρίξει η ταινία την αυλαία της με αυτό το γεγονός-ορόσημο του συγκροτήματος.
Δύο στιγμές ξεχώρισα καθ’ όλη τη διάρκεια. Η πρώτη, η πιο συγκλονιστική, η οποία θεωρώ ότι αποτελεί καμπή στη ζωή του Μέρκιουρι τόσο ως προσωπικότητα, όσο και ως καλλιτέχνη, είναι ο χωρισμός του με την Μαίρη Όστιν. Η Μαίρη υπήρξε το πρόσωπο που τον βοήθησε να απελευθερώσει την persona που υπόβοσκε εγκλωβισμένη στην ψυχή του και περίμενε να βρει την αφορμή για να αρχίσει να βρυχάται. Κατάλαβε από νωρίς τη θηλυκότητα που ανέδυε η αύρα του και τον υποστήριξε σε αυτό. Έδειξε κατανόηση στην κλίση του, αλλά η ίδια αναζητούσε κάτι περισσότερο από μια φιλία. Ήταν πάντοτε ειλικρινής και αληθινή απέναντί του, κάτι που δυστυχώς ο Μέρκιουρι δε συνάντησε μετέπειτα στον περίγυρό του.
Η στιγμή λοιπόν που γίνεται αυτή η συζήτηση και ο Φρέντι της εκμυστηρεύεται τη σεξουαλικότητά του, αποφασίζοντας να ακολουθήσει τις επιλογές του, γίνεται αντίστιξη συναισθημάτων. Την ώρα που ακούγεται το Love of My Life, μια από τις ομορφότερες μπαλάντες που συνέθεσε γι’ αυτήν εξυμνώντας τον έρωτά του απέναντί της, την ώρα που χιλιάδες άνθρωποι ψιθύριζαν μέσα από τα χείλη τους τούς στίχους “Love of my life / you’ve hurt me / You’ve broken my heart / and now you leave me”, εκείνη την ώρα θρυμματίζονταν βουβά οι καρδιές και των δυο, κατέρρεαν ολοσχερώς οι ψυχικοί τους κόσμοι. Πλέον οι ζωές τους θα κινούνταν σε αντικείμενες ευθείες. Μπορεί έκτοτε ο Φρέντι να βρήκε πολλές αγκαλιές για να ικανοποιήσει τα πάθη του, να γεύθηκε υπέρτατες ηδονές, να απέκτησε ιταμές συνήθειες με σκόνες, χάπια και ουσίες, αλλά ποτέ ξανά δε βρήκε τη ζεστασιά και την ανιδιοτέλεια της Αλήθειας, έτσι όπως τη βίωσε με τη Μαίρη. Ίσως, γι’ αυτό μετά θάνατο να έγινε αυτή η κύρια κληρονόμος της περιουσίας του.
Η δεύτερη στιγμή που ξεχώρισα στην ταινία, είναι η σκηνή όπου η μπάντα παρουσιάζει στον παραγωγό τους το άλμπουμ “A Night at the Opera”, τίτλος εμπνευσμένος από την ομώνυμη ταινία των αδελφών Μαρξ. Εκείνος είναι βαθύτατα απογοητευμένος από την ποιότητα των τραγουδιών. Συγκεκριμένα, θεωρεί ως καταδικασμένο να αποτύχει παταγωδώς το εξάλεπτο ακατανόητο τραγούδι Bohemian Rhapsody με τις ακατάληπτες λέξεις, όπως Bismillah, τα περίεργα φωνητικά, αποτελούμενο από πολλά μέρη, χωρίς να διαθέτει καν κουπλέ, αναμιγνύοντας τη μπαλάντα με την όπερα και το Hard Rock. Οι μεν επιμένουν να κυκλοφορήσει ως 45άρι single για να προωθήσουν τη δουλειά τους στα βρετανικά ραδιόφωνα, αλλά εκείνος αρνείται πεισματικά προτείνοντας άλλα τραγούδια, πιο “εμπορικά”. Η διαφωνία είναι περισσότερο για τη διάρκεια, παρά για την ποιότητα. Στο σημείο αυτό για μένα αναδεικνύεται το τεράστιο πρόβλημα που υφίσταται ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον παραγωγό, στον κριτικό και στον αποδέκτη. Αποδεικνύεται ότι πολλές φορές οι Ειδήμονες αδυνατούν να αφουγκραστούν την ουσία μιας σύνθεσης, μιας δημιουργίας.
Ο παραγωγός χλεύασε την μπάντα και έμεινε στην ιστορία γνωστός ως “ο παραγωγός που έδιωξε τους Queen”. Οι κριτικοί, από την πλευρά τους, στη γενικότητα συμφώνησαν μαζί του και ήταν αρνητικοί. Ενδεικτικά, η “Daily Vault” περιέγραψε το κομμάτι ως “μανιώδες”, ενώ το “Allmusic” περιέγραψε το άλμπουμ ως ένα “τερατούργημα”. Ένας κριτικός είχε πει ότι ακουγόταν σαν την “Ερασιτεχνική Λυρική Xoρωδία του Balham να τραγουδά τους Πειρατές της Πενζάνς”. Όμως, το Κοινό, οι Ακροατές, είχαν αντιδιαμετρική άποψη και γύρισαν κοροϊδευτικά την πλάτη στους Ειδήμονες.
Το «Bohemian Rhapsody» παρέμεινε στο νούμερο ένα του Ηνωμένου Βασιλείου για εννέα εβδομάδες και έγινε το τρίτο βρετανικό σινγκλ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις, μετά το “Do They Know it’s Christmas?” των Band Aid και το “Candle in the Wind” του Έλτον Τζον, κάνοντάς το το εμπορικό σινγκλ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην Μεγάλη Βρετανία. Έφτασε ως το νούμερο εννέα στις ΗΠΑ, ενώ μια επανακυκλοφορία του το 1992 σκαρφάλωσε στο νούμερο δύο. Είναι το μόνο σινγκλ στα χρονικά που έχει πουλήσει ένα εκατομμύριο αντίτυπα σε δύο διαφορετικές στιγμές και έγινε το χριστουγεννιάτικο νούμερο ένα στο Ηνωμένο Βασίλειο δύο φορές, το μόνο τραγούδι που έχει καταφέρει κάτι τέτοιο. Το 2002 βραβεύθηκε από το Βιβλίο Γκίνες ως το καλύτερο βρετανικό σινγκλ όλων των εποχών, ενώ αργότερα ανακηρύχθηκε “Τραγούδι της Χιλιετίας” από το Guiness Book of Records. Ακόμη, ψηφίστηκε από το παγκόσμιο κοινό ως το δεύτερο καλύτερο τραγούδι του αιώνα μετά το «Imagine» του Τζων Λένον. Γυρίστηκε σε βίντεο κλιπ καθαρά για την προβολή της μπάντας στην τηλεόραση και ήταν το πρώτο διαθέσιμο τραγούδι προς αναπαραγωγή από κάθε τηλεοπτικό σταθμό που ήθελε να το χρησιμοποιήσει. Kόστισε μόνο 5.000 λίρες και η τεράστια επιτυχία του έπεισε τις δισκογραφικές εταιρίες, ότι για την προώθηση ενός single είναι πλέον απαραίτητο ένα βιντεοκλίπ. Σύμφωνα με το Rolling Stone “οι Queen εφηύραν το video clip επτά χρόνια πριν από την έναρξη του MTV”.
Από την άλλη, ο δίσκος «A Night At The Opera» έγινε πολύ επιτυχημένος στο Ηνωμένο Βασίλειο και τρεις φορές πλατινένιος στις ΗΠΑ. Το 2003 συμπεριλήφθηκε στο «500 greatest albums of all time» του “Rolling Stone”. Το 2004, ψηφίστηκε ως το 13ο καλύτερο άλμπουμ όλων των εποχών σε σχετικό δημοψήφισμα στο “Channel 4” του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ έχει φτάσει ψηλά σε παγκόσμια δημοψηφίσματα: το Βιβλίο Γκίνες το κατέταξε στη 19η θέση με τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών. Συχνά έχει εμφανιστεί σε λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ που αντανακλούν τις πεποιθήσεις κριτικών. Το 2004, στη λίστα «The 50 Best British Albums Ever» του “Q Magazine” κατέλαβε τη 16η θέση και την 11η στο «The 100 Greatest Albums of All Time» του Μεξικάνικου “Rolling Stone”. Τέλος, συμπεριλήφθηκε και στο βιβλίο «1001 Albums You Must Hear Before You Die».
Παρόμοια συνέβη και με την ταινία. Μετά την προβολή της απέσπασε μέτριες κριτικές από τους Ειδήμονες, αλλά οι θεατές για άλλη μια φορά, έδειξαν να έχουν αντίθετη άποψη. Το πρώτο Σαββατοκύριακο έκανε στις ΗΠΑ εισπράξεις 50 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ με έναν πρώτο απολογισμό, πολύ νωρίς, πέτυχε διεθνώς εισπράξεις άνω των 80 εκατομμυρίων δολαρίων. Νούμερα που θεωρούνται πολύ πιο πάνω και από τις αρχικές εκτιμήσεις των παραγωγών. Προσωπικά, παρακολούθησα την προβολή της προς το τέλος της 2ης βδομάδας από την πρεμιέρα της σε μια κατάμεστη αίθουσα, στην οποία μου προκάλεσε έντονη εντύπωση το νεαρό της ηλικίας των θεατών. Κατά τους τίτλους τέλους, επειδή τα συναισθήματα ήταν αρκετά έντονα, πολλοί χειροκρότησαν αυθόρμητα, ενώ είδα κάποιες κοπέλες να σκουπίζουν τα δάκρυά τους από συγκίνηση. Αυτό και μόνο αρκούσε να επιβεβαιώσει τις σκέψεις μου περί Κριτικών και Θεατών.
Αν υπάρχει κάποια εξήγηση σε τέτοιου είδους περιστασιακών διαφοροποιημένων εκτιμήσεων, εκείνη που μπορώ να σκεφτώ -χωρίς να τη θεωρώ απόλυτη- είναι ότι ο Ειδήμονας κρίνει με βάση τη Γνώση, ενώ ο Θεατής με βάση το Συναίσθημα. Μια κριτική οφείλει να λάβει υπόψη της διαφόρους παραμέτρους, οι οποίες όμως (καλώς ή κακώς) δεν αποτελούν βασικό κριτήριο για τον Θεατή. Ο Ειδήμονας οφείλει να δει σφαιρικά το θέμα του, ενώ ο Θεατής αρκείται να αφεθεί στο Συναίσθημα. Έτσι, ο Ειδήμονας βαδίζει σε δρόμους, όπου η θέα έχει διαφορετική οπτική. Αμφότεροι, όμως, στη Ραψωδία συμφώνησαν και εξυμνούν την ερμηνεία του Αμερικανοαιγύπτιου Ρέμι Μάλεκ, οποίος κάνει υπέρβαση ερμηνείας και μεταπηδά από τη μίμηση στην υποκριτική. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση θα τον συναντήσουμε στην πεντάδα υποψηφιοτήτων για το Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου.
Ο Ντέξτερ Φλέτσερ, Βρετανός ηθοποιός («Kick-Ass», «Stardust») και σκηνοθέτης («Eddie the Eagle», «Wild Bill») αντικατέστησε τον Μπράιαν Σίνγκερ (“X-Men”) που απολύθηκε, ενώ τα μέλη των Queen, Μπράιαν Μέι και Ρότζερ Τέιλορ, ανέλαβαν χρέη παραγωγών και μουσικών συμβούλων. Το σενάριο υπογράφει ο Λονδρέζος συγγραφέας, σεναριογράφος και κινηματογραφικός παραγωγός, Τζάστιν Χάιθε, ενώ ο Ρέμι Μάλικ χρειάστηκε να δει 1.500 φορές την performance του Φρέντι Μέρκιουρι στη συναυλία του Live Aid στο You Tube, για να κατορθώσει να μιμηθεί παρόμοια τις κινήσεις και τις χειρονομίες του μία προς μία. Τέλος, όλα τα τραγούδια αναδημιουργήθηκαν με πραγματικές ηχογραφήσεις με τη φωνητική βοήθεια του Καναδού τραγουδιστή Μαρκ Μάρτελ.
Εκείνο που κατά την άποψή μου αξίζει να αναλυθεί είναι το ποιόν του συγκροτήματος. Θεωρώ θρυαλλίδα για την εκτίναξή τους στο Πάνθεον των Αθανάτων της Ροκ Μουσικής το γεγονός ότι όλοι, ένας προς έναν, ασχολήθηκαν με τις Σπουδές. Ο Μέρκιουρι έχοντας σπουδάσει γραφιστική στο πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών του Ealing College of Art ήταν εκείνος που σχεδίασε το λογότυπο των Queen και είχε τις ιδιαίτερες ιδέες για μίξη της όπερας με το ροκ, το glam rock και το heavy metal με το progressive rock, προσθέτοντας με τον καιρό στη μουσική τους διάφορα καινοτόμα στοιχεία, διερευνώντας την vaudeville, την ηλεκτρονική μουσική και τη φανκ. Αγαπημένο moto του “Δε θα γίνω ένας ροκ σταρ, θα γίνω ένας θρύλος”.
Ο κιθαρίστας Μπράιαν Μέι φοίτησε στο Imperial College του Λονδίνου. Τον Μάιο του 1974 είχε εγγραφεί σε διδακτορικό πρόγραμμα. Έκανε εξειδικευμένες σπουδές σχετικά με το ηλιακό σύστημα. Παράλληλα, ήταν μαζί με τους Queen, γνώριζε διεθνή επιτυχία και για το λόγο αυτό αναγκάστηκε να βάλει τις σπουδές του στην άκρη. Όμως, σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, το 2007 κατάφερε να διαπρέψει και στον τομέα της αστροφυσικής αποκτώντας διδακτορικό στην Αστροφυσική από το Imperial College του Λονδίνου. Ήταν ο κύριος δημιουργός των τραγουδιών We Will Rock You, I Want It All, Who Wants to Live Forever και The Show Must Go On. Το τραγούδι επικεντρώνεται στον Φρέντι Μέρκιουρι, που παρά την επώδυνη κατάσταση που είχε φτάσει η υγεία του και θα πέθαινε από επιπλοκές λόγω AIDS, εκείνος συνέχιζε να δίνει συναυλίες.
Ο Ρότζερ Τέιλορ ήταν ένας νεαρός φοιτητής της οδοντιατρικής, αλλά επειδή βαριόταν την οδοντιατρική μεταπήδησε στη Βιολογία και απέκτησε τελικά πτυχίο στο Πολυτεχνείο του Ανατολικού Λονδίνου. Ήταν ο κύριος δημιουργός των Innuendo, Under Pressure, Radio Ga Ga και A Kind of Magic.
Ο Τζον Ντίκον σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Το 1980 έγραψε ένα από τα διασημότερα τραγούδια των Queen, το funky Another One Bites the Dust, ανεβάζοντας το συγκρότημα ψηλά στα charts. Γι’ αυτό το τραγούδι ο Ντίκον κατηγορήθηκε ότι εισήγαγε μυστικά μηνύματα (αν το ρεφρέν παιχτεί ανάποδα, μοιάζει να ακούγεται η φράση “It’s Fun to Smoke Marijuana”). Τον Ιανουάριο του 1997 εμφανίστηκε για τελευταία φορά με τους Queen. Αποσύρθηκε την ίδια χρονιά, μετά την ηχογράφηση του «No One But You (Only The Good Die young)», λέγοντας “δε μπορώ να φανταστώ τους Queen χωρίς τον Φρέντι Μέρκιουρι”. Από το τότε, μέχρι σήμερα, συμμετέχει στο συγκρότημα μόνο σε επίπεδο συμβούλου για σημαντικά οικονομικά ζητήματα, όπως έκανε από την ίδρυση του συγκροτήματος και έχει να εμφανιστεί δημόσια από το 1997.
Μερικές πληροφορίες σχετικά με τους Queen που ίσως να μη γνωρίζετε, αλλά έχουν ενδιαφέρον:
_ Το όνομα “Φρέντι” το απέκτησε ως παρατσούκλι στην Ινδία, το 1955, σε ένα αγγλικό οικοτροφείο αρρένων στο Panchgani, το St. Peter’s School, 250 χλμ περίπου από τη Βομβάη (το σημερινό Mumbai).
_ Το “Μέρκιουρι” το εμπνεύστηκε από το ρωμαϊκό αντίστοιχο του αγγελιοφόρου των θεών των αρχαίων Ελλήνων, τον Ερμή. Σύμφωνα με τον Μπράιαν Μέι υπάρχει σχέση του τραγουδιού τους “My Fairy King” από το πρώτο άλμπουμ των Queen, με το όνομα “Μέρκιουρι”, στους στίχους του οποίου αναφέρεται “Mother Mercury / look what they’ve done to me / I cannot run, I cannot hide”. Αφού ηχογραφήθηκε το κομμάτι ο -τότε- Φρέντι Μπουλσάρα ρωτήθηκε εάν το “Mother Mercury” του τραγουδιού αναφέρεται στη μητέρα του και αυτός απάντησε: “Yes, and from now on I’ll be Freddie Mercury”.
_ Το συγκρότημα “βαφτίστηκε” Queen από τον Μέρκιουρι. Όπως εξήγησε: “Εγώ σκέφτηκα το όνομα. Είναι απλώς ένα όνομα, αλλά είναι προφανώς βασιλοπρεπές και ακούγεται θαυμάσια. Είναι ένα δυνατό όνομα, καθολικό και ευθύ. Βέβαια και γνώριζα το συνδυασμό του με την ομοφυλοφιλία, όμως αυτή είναι μόνο μία από τις διαστάσεις του”.
_ Ο Φρέντι, όταν ακόμη ήταν φοιτητής, πολλές φορές τα απογεύματα εργαζόταν ως μοντέλο σε μία σχολή ζωγραφικής προκειμένου να βγάζει κάποιο χαρτζιλίκι. Το θρυλικό «Bohemian Rhapsody» ξεκίνησε να το συνθέτει από τότε. Αρχικά το αποκαλούσε «The Cowboy Song» και παιδευόταν να πάει παρακάτω από το στίχο “Mama, just killed a man”. Τελικά, χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί, αφού συνέθεσε όλο το τραγούδι πάνω σε πρόχειρα χαρτάκια, ηχογραφήθηκε σε έξι διαφορετικά studio και χρησιμοποιήθηκαν πάνω από 180 φωνητικές ηχογραφήσεις των μελών του συγκροτήματος για να πάρει την τελική του μορφή. Μόνο για το κομμάτι της όπερας απαιτήθηκαν τρεις εβδομάδες, συνολικό χρόνο που χρειάζονταν τότε τα πιο πολλά ροκ άλμπουμ.
_ Ο Μέρκιουρι αρνήθηκε να εξηγήσει το νόημα των στίχων, αν και άφηνε να υπονοηθεί πως τον ενέπνευσαν προσωπικές του τραυματικές εμπειρίες. Οι υπόλοιποι Queen (και ειδικά μετά το θάνατό του) είχαν δηλώσει επανειλημμένως πως δε θα αποκαλύψουν ποτέ το μυστικό των στίχων. Σύμφωνα με κάποιους είναι επηρεασμένοι από τον “Ξένο” του Καμύ, σύμφωνα με άλλους το τραγούδι αποτυπώνει την εξομολόγηση ενός δολοφόνου. Μάλιστα, όταν το συγκρότημα έβγαλε μια Greatest Hits κασέτα στο Ιράν, υπήρχε μέσα ένα φυλλάδιο στα περσικά που υποστήριζε πως το τραγούδι αφορούσε ένα νεαρό δολοφόνο που (όπως και στον Φάουστ) πούλησε την ψυχή του στο Διάβολο. Τη νύχτα πριν από την εκτέλεσή του όμως, προσεύχεται και φωνάζει το Θεό στα Αραβικά (Bismillah) ζητώντας του να τον σώσει. Με τη βοήθεια των Αγγέλων σώζει την ψυχή του από τον Σατανά και γλιτώνει την εκτέλεση.
_ Ο θρυλικός frontman συνήθιζε να δίνει στους φίλους του γυναικεία ονόματα. Αποκαλούσε τον εαυτό του “Μελίνα”, τον Μπράιαν Μέι “Μάγκι”, τον Ρότζερ Τέιλορ “Λιζ”, τον Έλτον Τζον “Σάρον”, τον Ροντ Στιούαρτ “Φίλις” και την πρώην φίλη του Μαίρη Όστιν, “Στιβ”, προς τιμή του Στιβ Όστιν, πρώην αστροναύτη και συνταγματάρχη στην αμερικανική τηλεοπτική σειρά επιστημονικής φαντασίας και δράσης “Six Million Dollar Man”. Ο μόνος που την είχε γλιτώσει ήταν ο Τζον Ντίκον, επειδή θεωρούσε ότι ξεχείλιζε από αρρενωπότητα.
_ Παρά την επιδεινωμένη υγεία του συνέχισε να συνεισφέρει στο συγκρότημα και στις αρχές του 1991 κυκλοφόρησε το δημοφιλές «Innuendo», για το οποίο δε γίνεται η παραμικρή αναφορά στην ταινία. Το ομώνυμο σινγκλ σκαρφάλωσε στην κορυφή του top-ten της Μεγάλης Βρετανίας.
_ Εκπλήσσοντας τους πάντες, ο 69χρονος σήμερα Μέι ξεκίνησε δυναμικά καριέρα αστροφυσικού, συμμετέχοντας μάλιστα στην ερευνητική ομάδα της NASA, με αφορμή καινούργιες εικόνες από τον Πλούτωνα που συνέλεξε το διαστημόπλοιο New Horizons.
_ Νωρίτερα, το 2005 τιμήθηκε από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ για “υπηρεσίες στη μουσική βιομηχανία και για φιλανθρωπικό έργο”. Από το 2008 έως το 2013 ήταν Καγκελάριος του Liverpool John Moores University, είναι συνιδρυτής της εκστρατείας ενημέρωσης του Asteroid Day, ένα ετήσιο παγκόσμιο γεγονός για την Έκρηξη της Τουνγκούσκα, ο Αστεροειδής 52665 Brianmay πήρε προς τιμήν του το όνομά του και είναι ακτιβιστής των δικαιωμάτων των ζώων, αγωνιζόμενος κατά του κυνηγιού των αλεπούδων και της θανάτωσης των ασβών στο Ηνωμένο Βασίλειο.
_ Εκτός όλων των άλλων, είναι και φανατικός φωτογράφος. Ένα χρόνο περίπου πριν, εξέδωσε την πρώτη έκδοση του βιβλίου «Οι Queen σε 3D». Το φωτογραφικό βιβλίο του Μέι περιλαμβάνει περισσότερες από 300 3D φωτογραφίες, τις οποίες είχε τραβήξει ως επί το πλείστον ο ίδιος με την στερεοσκοπική του κάμερα. Μέσα από αυτές απεικονίζονται τα τέσσερα μέλη του συγκροτήματος σε αβίαστες στιγμές κατά τη διάρκεια των πιο ένδοξων χρόνων της μπάντας.
_ Ένα θέμα που δεν άγγιξε καθόλου η ταινία είναι ότι οι Queen έχουν συνεισφέρει μουσικά στις ταινίες «Flash Gordon» (1980) και «Highlander» (1986). Στην τελευταία, ακούγονται τα τραγούδια «A Kind of Magic», «One Year of Love», «Who Wants to Live Forever», «Hammer to Fall» και το «Princes of the Universe», το οποίο χρησιμοποιήθηκε και για την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά (1992 – 1998). Το «A Kind of Magic» ακούγεται και στην αρχή της ταινίας «Highlander 2» (1991).
_ Πρόσφατα, οι μεταφορείς αποσκευών του αεροδρομίου Χίθροου, για να τιμήσουν την ημέρα γέννησης του Μέρκιουρι, έστησαν ένα εκπληκτικό σόου: άφησαν για λίγο στην άκρης τις βαλίτσες των επιβατών, πήραν τα μικρόφωνα, έβαλαν ψεύτικα μουστάκια και σακάκια με χρώματα νέον, προπονήθηκαν σκληρά και εργάστηκαν με χορευτές από το ριάλιτι “Strictly Come Dancing”, για να τελειοποιήσουν τις κινήσεις τους πάνω στο τραγούδι «I Want to Break Free». Ως γνωστόν, προτού γίνει διάσημος ο Μέρκιουρι, υπήρξε για ένα χρονικό διάστημα μεταφορέας αποσκευών στο αεροδρόμιο Χίθροου. Γεγονός που απεικονίζεται και στην ταινία.
_ Οι Queen έχουν εμφανιστεί πολλές φορές και στη σειρά παιχνιδιών “Guitar Hero”: διασκευή του «Killer Queen» υπήρχε στο Guitar Hero, ένα πακέτο τραγουδιών με τα «We Are The Champions», «Fat Bottomed Girls» και τη συνεργασία με τον Πωλ Ροτζερς «C-lebrity» στο Guitar Hero World Tour και το «Under Pressure» με τον Ντέιβιντ Μπάουι στο “Guitar Hero 5”. Ακόμη, έγιναν συζητήσεις για ένα παιχνίδι “Rock Band” αφιερωμένο στους Queen.
_ Τον Μάρτιο του 2009, η “Sony Computer Entertaintment” κυκλοφόρησε ένα παιχνίδι της σειράς καραόκε “SingStar”, αφιερωμένο στους Queen. Το “SingStar Queen”, διαθέσιμο για PS2 και PS3, περιείχε 20 και 25 τραγούδια για κάθε κονσόλα αντίστοιχα.
Το πλεονέκτημα με τους Μουσικούς που ανέφερα στην εισαγωγή του κειμένου μου είναι -αντίθετα με τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς- ότι επιτυγχάνουν με το Έργο τους να μείνουν Αθάνατοι στο Χρόνο, ο οποίος κυλά αμείλικτα παρόλο το κενό που αφήνουν. Σημασία, όμως, έχει ότι η Απουσία δε γίνεται Λήθη. Αλλά… έτσι δεν είναι η Μουσική; “Empty spaces… Abandoned places… Outside the dawn is breaking… The show must go on!”
Bohemian Rhapsody
Σκηνοθεσία: Μπράιαν Σίνγκερ και Ντέξτερ Φλέτσερ
Ηθοποιοί: Ράμι Μάλεκ, Λούσι Μπόιντον, Γκουίλουμ Λι, Μπεν Χάρντι
Διάρκεια: 134΄
* Ο Γιάννης Τοτονίδης από μικρός αρέσκονταν στις εκρήξεις. Για να γλιτώσουν οι γονείς του την ανατίναξη του σπιτιού τους, τον έπεισαν να σπουδάσει Χημικός (απόφοιτος του Α.Π.Θ.). Η “εκρηκτικότητα” του ψυχισμού του τον ώθησε να ασχοληθεί με την 7η Τέχνη. Έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ), μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Σκηνοθετών (F.E.R.A.), μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Πρόσφατα (σχετικά) έγινε και μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Στο παρελθόν υπήρξε Μουσικός Παραγωγός και Επιμελητής Κινηματογραφικών Εκπομπών, καθώς επίσης και Τηλεοπτικός Παρουσιαστής Κινηματογραφικών Εκπομπών. Τελευταία πειραματίζεται με τη μαγειρική και προκαλεί μόνο γαστρονομικές εκρήξεις.