Στο «αντάμωμα» της Κρητικής δωρικότητας με το Ελληνικό φως, έχει επιλέξει εδώ και χρόνια να κατοικεί και να δημιουργεί ο Γιάννης Σμαραγδής. Με τις αρχές και τους κανόνες της φιλοξενίας του τόπου του, ένα καυτό μεσημέρι μας άνοιξε το σπίτι του και μας υποδέχτηκε για μια εφ όλης της ύλης συζήτηση.

Πώς ξεκίνησε ο Γιάννης Σμαραγδής την σκηνοθετική του πορεία και ποιες εικόνες της «Μάνας Κρήτης» σας σημάδεψαν; Πότε ήρθατε πρώτη φορά σε επαφή με τον κινηματογράφο;

Για όλα τα πράγματα της ζωής μου, πάντα η Κρήτη είναι σαν ριζωμένη μήτρα μέσα μου. Ο,τι κάνω σ’ όλη μου τη ζωή είναι μια αγωνιώδης προσπάθεια να μεταφέρω στις ταινίες μου το «Κρητικό φως» που με γέννησε… Αυτό το υποκίτρινο απαλό φως του απογεύματος των παιδικών μου χρόνων, αυτό το φως που αγκαλιάζει και ταυτόχρονα χαϊδεύει τα γκρίζα πετρώματα των Κρητικών αγρών. Αυτό μου άρεσε να κοιτάζω κάθε απόγευμα στο κάμπο του χωριού μου και με αυτό πορεύτηκα μια ζωή. Αυτό το σκηνικό θέλησα και προσπάθησα να το συνδέσω, με την ευφυΐα των απλών βοσκών, τη δωρικότητα και τη μουσικότητα του λόγου των ορεσίβιων Κρητικών και με τα λυγίσματα της φλογέρας. Η Κρήτη κουβαλάει την ομορφιά και την ιστορία τριών πολιτισμών, των Μινωιτών, της κλασικής Ελλάδας και του Βυζαντίου, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα που στο κύτταρό της ενέχει δυο πολιτισμούς και όχι τρεις όπως η Κρήτη. Ο Μινωικός πολιτισμός ήταν πολιτισμός γαλήνης και ευημερίας με μια πολύ ολοκληρωμένη αίσθηση της συμπαντικής αρμονίας και της ομορφιάς, σε συνδυασμό με μια «καθαρή» πίστη για την Ανώτερη Κεντρική Πηγή Φωτός!

Τώρα, σχετικά με το πώς ξεκίνησα τη πορεία μου, πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με τον κινηματογράφο, όταν ήμουν 8 ετών. Όταν επέστρεψε ο πατέρας μου από την εξορία, κατεβήκαμε από τον Ψηλορείτη, από το χωριό Γωνιές Μαλεβιζίου, στο Ηράκλειο. Εκεί υπήρξε η πρώτη μου επαφή με τη μεγάλη μου αγάπη, τον κινηματογράφο. Σε μια γειτονιά, «τα Καμίνια» είχαν στήσει έναν πρόχειρο θερινό κινηματογράφο, στάθηκα μπροστά στο πανί και αισθάνθηκα κάτι μαγικό, μια συμπαντική ενέργεια να με κατακλύζει. Αργότερα, στο στρατό γνώρισα ένα φίλο που φοιτούσε στη σχολή Σταυράκου, όπου αμέσως μετά την απόλυση μου, γράφτηκα κι εγώ εκεί. Κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία μου στη σκηνοθεσία.

Ποιοι ήταν οι δάσκαλοι σας στο χρόνο και σε ποια σχολή κινηματογραφιστών εντάσσετε τον εαυτό σας;

Ως δασκάλους μου προς τις τεχνικές τους, θα μπορούσα να ονομάσω το Φεντερίκο Φελίνι, ο οποίος έχει τη τάση να παιχνιδίζει με τη σχέση Θεού και ανθρώπου, όπως και τον Όρσον Γουέλς ο οποίος ορίζει καταπληκτικά τη συνύπαρξη του «καλού» και του «κακού» και τα θεωρεί αμφότερα δωρισμένα από το Θεό. Αυτός γοητευόταν βέβαια λίγο περισσότερο από το «κακό». Τέλος, σημαντικές επιρροές έχω δεχτεί και από τη τεράστια ελληνική ποίηση και τους έλληνες ζωγράφους, οι οποίοι δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από ξένα ξακουστά ονόματα. Αν θέλαμε τώρα να ορίσουμε τη σχολή την οποία ακολουθώ πιστά και η οποία μου χαράζει το δρόμο, είναι εκείνη της διαιώνισης και διατήρησης του Ελληνικού ήθους.

Διαβάστε   "El Greco", "Καζαντζάκης" και "Ρόζα της Σμύρνης" τον Αύγουστο στο Netflix

Από το Καβάφη στο «παππού» Δομήνικο και από εκεί στον Ιωάννη Βαρβάκη και στο μεγάλο Νίκο Καζαντζάκη. Πως επιλέγετε τους ήρωες σας και με ποιόν «συνομίλησε» και ταυτίστηκε ο Γιάννης Σμαραγδής περισσότερο στο χρόνο;

Οι ταινίες μου, όπως σας είπα ήδη αναβλύζουν από τα παιδικά προσωπικά μου βιώματα, σχηματίζοντας εντός μου μια Κρήτη που είχα την τύχη να γνωρίσω, τη «μεγάλη μήτρα», την μεγάλη «μέσα» Κρήτη, την υψηλόκορφη Κρήτη. Από εκεί πηγάζουν και οι «αισθήσεις» που υπάρχουν στα έργα μου. Αυτό το ιδιαίτερο φως ζει και μεταφέρεται σε όλους τους ήρωες των ταινιών μου και για αυτό είναι αρκετά δύσκολο να ξεχωρίσω, τόσο τους ήρωες που αναδεικνύω όσο και τις ταινίες μου γιατί τις θεωρώ ένα ενιαίο σύνολο. Είναι σαν τον πατέρα που δεν ξεχωρίζει τα παιδιά του. Πάντα πίστευα πως όταν ξέρεις για πιο λόγο είσαι εδώ και ποιος είναι ο προορισμός σου τα ίδια τα θέματα σε επιλέγουν και όχι εσύ αυτά. Σκέψου μια από τις πρώτες μου ταινίες, το «Καλή σου νύχτα, κυρ Αλέξανδρε» (με θέμα τη ζωή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) το είδα ολόκληρο στον ύπνο μου και με το που ξύπνησα, ξεκίνησα να το αποτυπώνω. Αυτή η ταινία που έγινε το 1981 για την κρατική τηλεόραση, με καθιέρωσε στο ευρύ κοινό ως έναν σκηνοθέτη του Ελληνικού αισθήματος. Ο καλύτερος θεωρητικός κινηματογράφου στην Ελλάδα και ένας από τους καλύτερους στην Ευρώπη, ο Μίμης Τσακωνιάτης, έχει γράψει ένα τετράτομο πόνημα με τίτλο Γιάννης Σμαραγδής: Ο Αρχιτέκτονας της Ψυχής, θεωρεί ότι αυτό το έργο εμπεριέχει το σπέρμα για όλα τα υπόλοιπα. Είναι ένα στοχαστικό κείμενο μεγάλου πνευματικού εύρους και δεν το γράφω γιατί αφορά ένα δικό μου έργο, αλλά γιατί επ’ αφορμή αυτό το έργο αναδεικνύει το παλίμψηστο του πολιτισμού που μας γέννησε. Θα σε ακολουθήσω όμως στο συλλογισμό σου και θα σου πω πως από τα δεκατέσσερα μου ακόμα είχα διαβάσει όλο το Καζαντζάκη και από τότε μέχρι τώρα πιάνω τον εαυτό μου αρκετές φορές να συνομιλεί μαζί του. Ο Καζαντζάκης ήταν ιδιαίτερος! Είχε έρθει με εντολή σε τούτο το κόσμο. Φαντάσου πως τη περίοδο που είχε διωχθεί με την οικογένεια του από τη Κρήτη, φοίτησε ως μαθητής στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τίμιου Σταυρού και εντάχθηκε στο σχήμα του καθολικισμού, με πολλούς να πιστεύουν πως εξαιτίας των εξαιρετικών του προσόντων θα εξελισσόταν σε καθολικό ιερέα. Ο Καζαντζάκης ήταν ο κατεξοχήν «ένθεος» και αυτό το εξωτερικεύει μέσα από τα ίδια του τα έργα, ακόμα και στη ταινία, το όνειρό που βλέπει όταν ενημερώνεται για το θάνατο του πατέρα του, δηλαδή που μπαινοβγαίνει στο νερό (μορφή βαπτίσματος) αποτελεί μέρος της αρχαίας τελετής των Ελευσίνιων μυστηρίων που αποσκοπούσε στη συνομιλία και την επαφή του ανθρώπου με το Θείο. Όσο και αν ταλαντευόταν εσωτερικά μέσα από μια διαδικασία διαρκούς αναζήτησης και αμφισβήτησης, ακολουθούσε πιστά το δρόμο του Πλάτωνα και του Πυθαγόρα. Με παρόμοιο τρόπο και αυτοί κατέληξαν στις ξακουστές τους θεωρίες έπειτα από αρκετά ταξίδια σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, ταξίδια που τους χάρισαν παραστάσεις και πολύτιμες εμπειρίες, καθοριστικές για την ανάπτυξη των θεωριών τους.

Διαβάστε   Ο "Καζαντζάκης" του Γιάννη Σμαραγδή, στους κινηματογράφους

Ποιος είναι ο ήρωας-ιστορικό πρόσωπο με το οποίο θα θέλατε να καταπιαστείτε σε επόμενη ταινία και για ποιο λόγο;

Ο επόμενος θα είναι ο Ιωάννης Καποδίστριας. Οι λόγοι είναι πολλοί, μα οι κυριότεροι είναι πως αν δε τον σκότωναν δε θα σερνόταν για χρόνια η χώρα μας σε αυτή την κατάσταση φθοράς και διαφθοράς, κοτζαμπασισμού και φαυλοκρατίας. Δευτερευόντως οφείλουμε να τον “επικοινωνήσουμε” στον ευρύ κόσμο που έχω την αίσθηση πως ο Καποδίστριας είναι ένα πρόσωπο του οποίου δεν γνωρίζουμε την «ουσία» της ύπαρξής του, γιατί αυτοί που τον σκότωσαν μας την έκρυψαν. Ο Καποδίστριας υπήρξε μια διεθνής προσωπικότητα με έντονο πατριωτικό αίσθημα, μέγας μύστης του Ελληνικού φωτός και του ελληνικού ήθους , συγκρούστηκε με τις 25 φατρίες του καιρού του οι οποίες τον δολοφόνησαν, σκοτώνοντας στην ουσία την Ελλάδα που μας άξιζε και αφήνοντας φατρίες που επικυριαρχούν μέχρι τις μέρες μας.

Ποιες είναι οι δυσκολίες τις οποίες συναντά ένας κινηματογραφιστής στην Ελλάδα του 2018 και πως πρέπει να αντιμετωπίζει τη κριτική που δέχεται (δεδομένης και της διαμάχης που είχατε με κριτικούς κινηματογράφου εξαιτίας της ταινίας Καζαντζάκης);

Η σοβαρότερη δυσκολία που μπορεί να έχει ένας σκηνοθέτης «ταινιών εποχής» μεγάλου κόστους είναι τα οικονομικά. Είσαι συνεχώς με το χέρι απλωμένο σαν επαίτης. Τα οικονομικά απασχολούν και άλλους μεγάλους σκηνοθέτες του ελληνικού αισθήματος με μικρούς προϋπολογισμούς, όπως είναι ο Λάκης Παπαστάθης και ο Δήμος Αβδελιώδης, ο οποίος πλέον ασχολείται περισσότερο με το θέατρο, αλλά πιστεύω πως πρέπει να επιστρέψει άμεσα στον κινηματογράφο, γιατί το βαθύ χωράφι του ελληνισμού έχει ανάγκη την ευλογημένη σπορά του…

Τώρα για τους κριτικούς κινηματογράφου, η κριτική ήταν και είναι θεμιτή και αναγκαία, όχι όμως η ύβρις και η λασπολογία. Όταν ξεπερνάνε τα ηθικά όρια, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν πρέπει να λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη; Ποιοι είναι αυτοί; Οι Ανώτατοι ιεροεξεταστές του Μεσαίωνα που δεν αγγίζονται, που δεν μπορεί κανείς να τους αγγίξει;

Ο ελληνικός κινηματογράφος διοικείται και κηδεμονεύεται από μια διπρόσωπη-μικρόψυχη φατρία, η οποία στα πρόσφατα έργα μου με πολέμησε ανελέητα, κυρίως στον ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, τόσο εμένα όσο και τους συνεργάτες μου με απώτερο σκοπό να μην πραγματοποιηθεί ποτέ η ταινία.

Διαβάστε   Νοσταλγώντας τον Ρόμπιν Γουίλιαμς

Είχαν φτάσει στο έσχατο σημείο να λασπώνουν την ταινία μέσα από ένα ελεγχόμενο κινηματογραφικό site πριν καν γίνει η επίσημη πρεμιέρα, από το trailer. Με αυτή τη ταινία «φόρεσα» για λίγο τα παπούτσια του Καζαντζάκη, όταν δεχόταν λάσπη και αναίτιες επιθέσεις. Ο κόσμος όμως δεν τους πίστεψε και αγκάλιασε το έργο. Τα διεθνή βραβεία στο Χιούστον και οι προβολές στη Νέα Υόρκη και στο Σικάγο έδωσαν ξεκάθαρες απαντήσεις.

Σ’ αυτές τις επιθέσεις, καλόψυχοι άνθρωποι στάθηκαν δίπλα μου και στέκονται ευτυχώς διαχρονικά, δε θα ξεχάσω ποτέ τη στήριξη της εκδότριας Νίκης Σταύρου (ότι πιο κοντινό και οικείο έχουμε για τον Νίκο Καζαντζάκη), η οποία στάθηκε δίπλα μου με αγάπη και πίστη για το τελικό αποτέλεσμα και δικαιώθηκε. Σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιπέτειας με βοήθησε τα μέγιστα και αγάπησε την ταινία. Κοιτάξτε τι έγραψε για την ταινία: «Αυτή η ταινία, όποιος την παρακολουθήσει με καθαρή ματιά, θα του μιλήσει για φως και αγάπη. Ο Γιάννης Σμαραγδής ανακάλυψε την είσοδο του Λαβύρινθου στην καρδιά του Νίκου Καζαντζάκη και φώτισε την ιστορία αγάπης που στήριζε το «σαρανταπληγιασμένο σώμα του» στον δύσβατο ανήφορο της ζωής του…» Τον παράδεισο του Καζαντζάκη μετέφερε, στην απόλυτη φωτεινότητά του, ο Γιάννης Σμαραγδής με αυτή την ταινία.»

Όταν σας ρωτάει ένας θεατής μιας ταινίας σας «τι» ή «πώς» πρέπει να την δει, τι θα τους απαντούσατε;

Πάντα λέω: Δείτε την ταινία σαν να είστε παιδιά, με τα μάτια της ψυχής σας γιατί όλα τα αγαθά έργα απευθύνονται στη ψυχή και όχι στη νόηση. Τα αγαθά έργα είναι το λιπαντικό της ψυχής.

Πως βλέπετε τη πολιτική κατάσταση και σε τι ελπίζετε?

Η κρίση δεν ήταν και δεν είναι πολιτική, αλλά πνευματική και ηθική. Αυτό έφτιαξε καταστροφικές συνθήκες για ολόκληρο το έθνος. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, που η χώρα μας έμοιαζε να ευδαιμονεί χρήματα κατασπαταλήθηκαν ποικιλοτρόπως. Αντί να ψάξουμε ποιοι είμαστε και να αναζητήσουμε το ρόλο μας στη παγκόσμια κοινότητα, επιλέξαμε να χαλάμε τα λεφτά στα «σκυλάδικά» και να φυτρώνουν βίλες στην Αττική. Όπως έλεγε και ο Καβάφης, «φύγαμε από τον έπαινο του Δήμου και των σοφιστών και μπήκαμε στην ευδαιμονία του τίποτα». Παραμένω όμως αισιόδοξος, δε θα χαθούμε, πυξίδα αποτελούν οι ρίζες μας και το φως που έχουμε μέσα μας.

Κλείνοντας, θα μας πείτε μια μαντινάδα από τις πολλές που ξέρω ότι έχουν γράψει για εσάς Κρητικοί συμπατριώτες σας, που έξω από περιττές σεμνότητες, σας ευχαρίστησε;

Χωρίς περιττές σεμνότητες, είναι η μαντινάδα που μου έγραψαν μαθητές γυμνασίου από τα Χανιά της Κρήτης, που όταν την άκουσα, γέλασα πολύ…!!!

Όσο θα βγάζει «στοχαστές»,

«ζωγράφους», «μερακλήδες»,

Πρέπει ο τόπος τούτοσες (αυτός)

Να ‘χει και Σμαραγδήδες

Σας ευχαριστώ κ. Σμαραγδή για αυτή την ενδιαφέρουσα συζήτηση.

Και εγώ σε ευχαριστώ πολύ.